Η μετάβαση από τον 45ο στον 46ο πρόεδρο των ΗΠΑ αποτελεί στιγμή ιστορική σε πολλά επίπεδα. Πρώτα-πρώτα οι τεράστιες, αγεφύρωτες διαφορές πολιτικού ύφους αλλά και πολιτικού περιεχομένου. Δεύτερον, υπάρχει η εξόφθαλμη πόλωση που όμως συνοδεύτηκε από ιστορικό ρεκόρ συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου: περισσότεροι από 81 εκατομμύρια πολίτες στήριξαν τον Μπάιντεν, περισσότεροι από 74 εκατομμύρια επέλεξαν Τραμπ. Διπλό ρεκόρ. Υπήρξαν επίσης τα συμβάντα της 6ης Ιανουαρίου που εν μέρει οφείλονται σε μια πρωτοφανή πολιτική αμφισβήτηση του αποτελέσματος από τον Τραμπ ακόμη και μετά την εξάντληση όλων των θεσμικά προβλεπόμενων μεθόδων αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος.
Η αντίθεση με την μετάβαση του 2016-17 δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Ο υπεύθυνος τρόπος αποδοχής της ήττας από την Κλίντον (η οποία προηγείτο στο επίπεδο της ψήφου των πολιτών) και το πέρασμα από τις εκλογές του Νοεμβρίου 2016 στην ορκωμοσία του Ιανουαρίου 2017 ενίσχυσαν τα θεμέλια της νομιμοποίησης του ομοσπονδιακού συστήματος. Η μετάβαση το 2021 παρουσίασε πρωτοφανείς δυσλειτουργίες.
Αλλά οι θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας και της ομοσπονδιακής ένωσης άντεξαν. Και ο πρόεδρος Μπάιντεν θα έχει τώρα να αντιμετωπίσει ένα νέο διεθνές περιβάλλον σε σχέση με το 2016. Οι κίνδυνοι ταυτόχρονης περαιτέρω κατάρρευσης της προσφοράς και της ζήτησης σε παγκόσμια κλίμακα λόγω της πανδημίας σε συνδυασμό με τις αλλαγές σε περιφερειακές και παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες των τελευταίων ετών συνθέτουν ένα εξαιρετικά δύσκολο σκηνικό. Είναι όμως ένα περιβάλλον που εξακολουθεί να περιμένει μια υπεύθυνη αμερικανική παρουσία και πολιτικές.
Στο εσωτερικό, επείγουσες ανάγκες όπως η αντιμετώπιση της πανδημίας θα εστιάσουν τις προσπάθειες στο ομοσπονδιακό επίπεδο του οποίου ο συντονιστικός ρόλος θα ενταθεί. Γενικότερα, το μείγμα δημόσιων πολιτικών που φαίνεται ότι θα υιοθετηθεί από τη νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα σημάνει πιθανότατα την μεγαλύτερη απομάκρυνση από το απορρυθμιστικό δόγμα για μισό αιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο τρόπος διαχείρισης του τέλους του Τραμπισμού τόσο από την κυβέρνηση και τους Δημοκρατικούς όσο και από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της όξυνσης στην αμερικανική πολιτική. Να μειωθεί η αυξημένη πόλωση, να μείνει η αυξημένη συμμετοχή: αυτό, με δυο λόγια, είναι το κύριο στοίχημα για την αμερικανική δημοκρατία.
Στο εξωτερικό, τα πρώτα δείγματα θα είναι ενδεικτικά της προσπάθειας να αναδειχθεί ένας νέος ρόλος για τις ΗΠΑ απέναντι στους συμμάχους της. Όπως είχαμε εξηγήσει μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, οι πρώτες αποφάσεις ήταν αναμενόμενο να αφορούν πεδία όπως η συμφωνία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και να επισημαίνουν την επιστροφή σε θεσμούς πολυμερούς συνεργασίας. Θα υπάρξουν γενικότερα κινήσεις που θα σηματοδοτούν ένα βαθμό επιστροφής στην πολυμέρεια, άλλωστε αναμένονται παντού και σχεδόν από όλους.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα υπάρξει ένα πολύ βελτιωμένο κλίμα με τους συμμάχους, κάτι που – με τη σειρά του – θα ενθαρρύνει πολλές σημαντικές επιμέρους βελτιώσεις στις ευρωατλαντικές σχέσεις. Ένας πρόεδρος που γνωρίζει καλά τα διεθνή ζητήματα και που στηρίζει το ΝΑΤΟ θα αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα σταθερότητας και προβλεψιμότητας στη σημερινή, δύσκολη συγκυρία. Ένα μέρος της ζημιάς που αναμφίβολα έχει υπάρξει στα πεδία της ευρωατλαντικής συνεργασίας θα επιδιορθωθεί.
Για την Ελλάδα, τα θετικά στοιχεία της αλλαγής είναι πολλά. Είναι πράγματι σημαντική η διακοπή της γραμμής που συνέδεε τις οικογένειες Τραμπ και Ερντογάν και βασιζόταν εν μέρει σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Για την Αθήνα, το στοίχημα θα είναι να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο και η διμερής στρατηγική συνεργασία μας με τις ΗΠΑ.
Πρέπει παράλληλα να αντιληφθούμε ότι το ζήτημα της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης διάστασης είναι περισσότερο σύνθετο. Οι τάσεις απομάκρυνσης των ΗΠΑ από τον παλαιότερο ρόλο τους, τάσεις που ανιχνεύονται ήδη στην περίοδο Ομπάμα, θα συνεχιστούν. Στην μακρά αυτή μεταβατική περίοδο, που χάρη στο αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου 2020 θα γίνει με όρους συνεννόησης, συνεργασίας και προβλεψιμότητας, θα είναι κρίσιμο να αντιμετωπιστεί από την Ουάσιγκτον η ΕΕ ως σύνθετο ταμπλό συγκλίσεων αλλά και πολυφωνίας, καταμερισμού εργασίας αλλά και ειρηνικής αντιπαράθεσης οραμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα είναι σημαντικό να αντιληφθεί η Ουάσιγκτον ότι πέρα από τις εξαιρετικές σχέσεις μεταξύ Ομπάμα – Μέρκελ στο παρελθόν, στην Ευρώπη σήμερα κάτι κινείται. Και αυτό είναι η στρατηγική προσπάθεια της Γαλλίας στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας στην ασφάλεια και την άμυνα, σε συνεργασία πάντα με τις ΗΠΑ. Με τη Βρετανία κυριολεκτικά στην μέση του Ατλαντικού μετά το Brexit και την ήττα του Τραμπ, θα είναι σημαντικό για τις ευρωατλαντικές σχέσεις εάν οι ΗΠΑ προσεγγίσουν τη νέα γαλλική προσπάθεια με μια νέα, θετική και δημιουργική διάθεση.
Η δύσκολη περίοδος Τραμπ είχε ερμηνευθεί και ως πρόκληση για μεγαλύτερο και περισσότερο συνεκτικό ρόλο της Ευρώπης. Από την πλευρά της Ευρώπης, το στοίχημα στο γεωπολιτικό πεδίο απέτυχε. Η νέα αμερικανική προεδρία είναι ευκαιρία για μια δημιουργική επανεξέταση που πεδίου, πέρα από τα τετριμμένα που έχει ήδη αρχίσει να αναμασά μια δημοσιότητα εθισμένη στους κοινούς τόπους των αναλύσεων της ανατολικής ακτής. Η ιστορία δεν γυρνά πίσω δεκαετίες: ο ρόλος των ΗΠΑ έχει μεταβληθεί. Το ζητούμενο στη νέα περίοδο είναι η κοινή αναζήτηση νέων υποδειγμάτων συνεργασίας μεταξύ των δημοκρατιών. Υποδειγμάτων που θα ενισχύσουν ταυτόχρονα τη διεθνή ειρήνη και τις εσωτερικές τους αντοχές.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ