Οι πολίτες και οι ηγέτες τους αποκαλύπτονται στις κρίσιμες στιγμές. Όταν οι τελευταίοι θα πρέπει να λάβουν τις σωστές αποφάσεις και οι πρώτοι να τις υλοποιήσουν. Να πειθαρχήσουν. Σε αυτές τις στιγμές δείχνουμε όλοι τους πραγματικούς εαυτούς μας. Δείχνουμε το αλληλέγγυο—όσο και να έχει φθαρεί αυτή η λέξη—ή το εγωιστικό μας πρόσωπο.
Με απλά λόγια ή θα βάζουμε τον εαυτό μας πάνω απ΄όλα και η συμπεριφορά μας θα υπακούει σε αυτήν την αντίληψη ή θα συνυπολογίζουμε και τον συνάνθρωπο μας, αυτόν που η χριστιανική θρησκεία αποκαλεί «πλησίον».
Στην πρώτη περίπτωση –η ζωή έχει δείξει—πως λειτουργούμε αυτόνομα, αποκομμένοι από τις ανάγκες της κοινωνίας, καθώς την μόνη ανάγκη που αναγνωρίζουμε, είναι η προσωπική μας ανάγκη. Ως εκ τούτου δεν πειθαρχούμε στους κανόνες που θέτει η Πολιτεία, γιατί υπερτερούν οι κανόνες που θέτουμε εμείς.
Εδώ βέβαια εγείρεται ένα πρόβλημα που αποδεικνύει τις αντιφάσεις που κρύβει αυτή η εγωιστική θέση. Αυτό το δικαίωμα της αυτόνομης συμπεριφοράς, μακριά από κανόνες και νόμους, το κρατάμε μόνον για τον εαυτό μας ή το αναγνωρίζουμε και στους άλλους; Αυτή η αντίληψη μας περιορίζεται μόνον σε εμάς ή έχει καθολική ισχύ;
Αν συμβαίνει το πρώτο τότε είμαστε άτομα που βρίσκονται εκτός του κοινωνικού ιστού. Απείθαρχοι, έχουμε ως μόνιμο μέλημα, πλέον, να μην πληρώσουμε τις συνέπειες των πράξεων μας. Η εγωιστική συμπεριφορά, σε στιγμές κρίσης, είναι σε τελική ανάλυση παραβατική συμπεριφορά.
Αν από την άλλη μεριά πιστεύουμε πως αυτό το δικαίωμα που έχουμε εμείς το έχουν όλοι, τότε με μαθηματική ακρίβεια οδηγούμαστε σε μια κοινωνία στην οποία δεν λειτουργεί τίποτα.
Για σκεφτείτε να θέλω να κάνω τον περίπατο μου, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, και αυτό να κάνουν και όλοι οι πολίτες, γιατί και αυτοί έχουν το ίδιο δικαίωμα. Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πως έτσι δεν μπορεί να ασκηθεί καμιά πολιτική, πως έτσι, σε τελική ανάλυση, καταλύεται η έννομη τάξη.
Η περίπτωση της εγωιστικής συμπεριφοράς συμπυκνώνεται στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» Ένα ερώτημα που ταλαιπωρεί παλαιόθεν την Ελληνική κοινωνία. Εννοείται, πως όσοι το διατυπώνουν αυτό το ερώτημα είναι άτομα συμπλεγματικά που προσπαθούν να υπερβούν την κατάσταση τους μέσα από την αναγνώριση. Έτσι επιβεβαιώνονται. Συνήθως δε απευθύνονται σε πολίτες που τους θωρούν αφ΄υψηλού. Νομίζουν πως αυτοί οι «ασήμαντοι» έχουν την υποχρέωση να γνωρίζουν ποιος είναι αυτός που τους απευθύνει τον λόγο. Είθισται δε αυτό το ερώτημα να διατυπώνεται και για κάλυψη κάποιας μικροπαραβατικότητας.
Απεναντίας ένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του, σέβεται πρωτίστως αυτόν που έχει απέναντι του. Τον συνάνθρωπο του, όσο—εξ αντικειμένου—«ασήμαντος» και αν είναι, καθώς το αξιακό του σύστημα δεν αναγνωρίζει την «ασημαντότητα». Ένας άνθρωπος με αυξημένο το αίσθημα της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού δεν επιδιώκει την εξαίρεση, δεν επιθυμεί την δόλια αναγνώριση για να την πετύχει.
Το «ύφος» και ο μουσολινισμός δεν συνάδουν με το δημοκρατικό ήθος. Ένα άτομο που αισθάνεται πλήρες, που δεν κουβαλά συμπλέγματα, πειθαρχεί στις αποφάσεις της Πολιτείας, αναγνωρίζει αδιαπραγμάτευτα την κρισιμότητα των στιγμών.
Στις ημέρες της πανδημίας είδαμε μπροστά μας να ξεδιπλώνονται και οι δύο χαρακτήρες ανθρώπων. Το στοίχημα της κοινωνίας πλέον είναι ποιον από τους δυό θα αναδείξει σε κοινωνικό πρότυπο.
Και αυτό το στοίχημα μέχρι στιγμής είναι ανοικτό. Το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» είναι βαθιά ριζωμένο στην Ελληνική κοινωνία. Φωλιάζει στα βάθη της ψυχής εκατομμυρίων Ελλήνων.
Η κρίση θα βοηθήσει να το υπερβούμε;