Δεν έχουν δίκιο όσοι οικτίρουν την τροπή που έχει πάρει ο δημόσιος διάλογος για το #MeToo στη χώρα μας. Κι ακόμα μεγαλύτερο άδικο έχουν όσοι ισχυρίζονται ότι η συζήτηση «θάφτηκε», ενώ μόλις ξεκίνησε.
Καμία κοινωνία, ακόμα και οι πιο προηγμένες, δεν είναι σε θέση να συζητούν με νηφαλιότητα ό,τι νέο ανακύπτει. Άλλωστε, τι άλλο σημαίνει ο όρος «προηγμένη κοινωνία» από την ικανότητα των μελών της να συζητούν ό,τι τα απασχολεί ή τα βασανίζει;
Τι κι αν το #MeToo μας ήταν γνωστό μέσα από τη διεθνή ειδησεογραφία; Οι περισσότεροι δεν είμαστε εξασκημένοι να συζητάμε ό,τι εφάπτεται του ζητήματος, οι πιο πολλοί δεν έχουν καν τις λέξεις ή οι κατάλληλες λέξεις για να συζητάμε το φαινόμενο της παρενόχλησης και κακοποίησης δεν έχουν ακόμα βρεθεί γιατί δεν έχουμε εξοικειωθεί καθόλου με το θέμα.
Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν ό,τι περιγράφει ο ξένος όρος #MeToo είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στις κοινωνικές μας συμπεριφορές που αδυνατούμε, σε πρώτη ανάγνωση, να διακρίνουμε πού βρίσκεται το πρόβλημα ή όταν στις υποθέσεις αυτές εμπλέκονται δημοφιλείς καλλιτέχνες που έχουμε μάθει να τους αγαπάμε μέσα από τη δουλειά τους;
Αν σε αυτά προσθέσουμε την έξαλλη πολιτικοποίηση των τελευταίων χρόνων, δεν είναι να απορεί κανείς που η συζήτηση για ένα τόσο πολύπλοκο θέμα ξέφυγε και μάλιστα γρήγορα.
Όμως η συζήτηση μόλις άρχισε και θα συνεχιστεί εφόσον η κυβέρνηση προχωρήσει στην υλοποίηση όσων εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη Βουλή αφού πρώτα καλέσει τα κόμματα να επεξεργαστούν τις προτάσεις.
Η συζήτηση θα γίνει όταν σε όλους τους εργασιακούς χώρους εφαρμοστεί ο κώδικας δεοντολογίας, όταν προϊστάμενοι και αφεντικά θα κληθούν να εξηγήσουν γιατί, για παράδειγμα, η πόρτα του γραφείου του διευθυντή ή του προϊσταμένου πρέπει να μένει ανοιχτή όταν μπαίνει σε αυτό υφιστάμενος/υφιστάμενή του.
Ο κώδικας πρέπει να επεκταθεί στα ΑΕΙ, στα πρότυπα χωρών της Δύσης, όπου απλώς απαγορεύεται στους διδάσκοντες να συνάπτουν σχέσεις με τους ενήλικες φοιτητές τους και με την εγγραφή τους σε κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα, ειδικά των ΗΠΑ, οι φοιτητές λαμβάνουν γραπτώς τους κανόνες που ρυθμίζουν πως πρέπει να φέρονται και να τους φέρονται.
Όλα αυτά που η κυβέρνηση εξήγγειλε και πρέπει να υλοποιηθούν τα έχουμε χλευάσει στο παρελθόν ως «πολιτική ορθότητα». Όχι όλοι βέβαια, κυρίως γνωστοί συντηρητικοί και αντιδραστικοί κύκλοι, στα δεξιά και τα αριστερά, στους οποίους «όλως τυχαίως» η εξουσιαστικότητα κατέχει κεντρική θέση στην ιδεολογία τους. Γιατί το κεντρικό ζήτημα στο #MeToo πιο πολύ από το σεξ είναι η εξουσιαστικότητα.
Η συζήτηση λοιπόν όχι μόνο δεν τελείωσε, όχι μόνο δεν «θάφτηκε» αλλά τώρα ξεκινάει και με αφορμή τις θεσμικές πρωτοβουλίες που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Η διαδικασία της διαβούλευσης και της εφαρμογής τους, θα αναζωπυρώσει το διάλογο ο οποίος θα γίνει οργανωμένα, συστηματικά και πρέπει να γίνει και ανοιχτά. Πρέπει να κληθούν όλοι να εκφράσουν την όποια δυσπιστία τους, ελεύθερα, χωρίς φόβο και οι ενστάσεις τους να απαντηθούν ήρεμα και δημοκρατικά.
Οι κοινωνίες εξασκούνται στο διάλογο. Η ικανότητά τους να συζητούν τις κάνει προηγμένες. Ήρθε η ώρα να μάθουμε κι εμείς να συζητάμε τα πραγματικά δύσκολα ζητήματα. Η ευκαιρία είναι μοναδική και πρέπει να την αδράξουμε.