Του Σάκη Μουμτζή
Η Θεσσαλονίκη έρχεται στο προσκήνιο κάθε χρόνο τέτοια εποχή λόγω της ΔΕΘ. Και κάθε χρόνο, αρχές Σεπτεμβρίου, ακούμε διάφορες εξαγγελίες, υποσχέσεις, μεγαλόπνοα οράματα.
Από τις 7 Ιουλίου έχουμε μια κυβερνητική αλλαγή που ξεπερνά τα όρια της εναλλαγής κομμάτων, καθώς την απελθούσα κυβέρνηση με την υπάρχουσα τις χωρίζει ιδεολογική άβυσσος.
Άλλες απαιτήσεις υπάρχουν από μια κυβέρνηση που επαγγέλλεται τον φιλελευθερισμό.
Φαίνεται όμως πως στην Νέα Δημοκρατία υπάρχουν ισχυρές νησίδες κρατισμού, που επηρεάζουν σημαντικές εξελίξεις. Που καθορίζουν την μορφή και το εύρος μεγάλων έργων.
Έτσι, με λύπη έμαθα πως οι αστικές συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης που κρατικοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα παραμείνουν κρατικές. Οι προγραμματισμένες επενδύσεις σε βάθος διετίας θα πραγματοποιηθούν από το Ελληνικό δημόσιο, με χρήματα των φορολογουμένων.
Τι σημαίνει αυτό; σημαίνει πως θα επαναληφθούν, παρά τις καλές προθέσεις, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν κάθε δημόσιο οργανισμό που παρέχει υπηρεσίες στους πολίτες.
Άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ—υποθέτω—είχε καλές προθέσεις όταν κρατικοποίησε τον ΟΑΣΘ, αλλά μετά διέλυσε τις αστικές συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης.
Τι πιο λογικό, μια φιλελεύθερη κυβέρνηση να προκήρυσσε ένα διεθνή διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών της πόλης.
Οι νομικές εκκρεμότητες των παλαιών μετόχων του ΟΑΣΘ με το Ελληνικό δημόσιο, ουδόλως επηρεάζουν την ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών.
Εννοείται, πως ο ιδιώτης επενδυτής θα αναλάβει και το κόστος της επένδυσης της αγοράς των λεωφορείων, σε αριθμό που αυτός θα κρίνει πως απαιτούνται για να εξυπηρετηθούν οι πολίτες της Θεσσαλονίκης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι επενδυτές θέλουν τα κεφάλαια τους να αποδίδουν κέρδη και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την άριστη παροχή υπηρεσιών.
Συνεπώς, είναι λάθος της κυβέρνησης που ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά αποτυχημένη συνταγή των κρατικών αστικών συγκοινωνιών.
Το δεύτερο κυβερνητικό ολίσθημα αφορά την ΔΕΘ. Είναι γεγονός πως η λειτουργία της έχει ξεπερασθεί από την εξέλιξη εδώ και πολλά χρόνια. Η ΔΕΘ είναι μια πανήγυρις, κυρίως, κρατικών περιπτέρων. Εδώ και πολύ καιρό γίνονται συζητήσεις επί συζητήσεων για την αναβάθμιση της, που δεν έχουν οδηγήσει πουθενά.
Η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται πως επέλεξε η ΔΕΘ να παραμείνει στον ίδιο χώρο που βρίσκεται σήμερα, με το σκεπτικό πως καλόν είναι η λειτουργία της να δίνει ζωντάνια στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης.
Επ΄αυτού διίστανται οι απόψεις, με σοβαρά επιχειρήματα, εκατέρωθεν. Το ζητούμενο και εδώ είναι ο ιδιοκτησιακός χαρακτήρας της ΔΕΘ.
Θα είναι μια εταιρεία του Δημοσίου, κάτι που αυτομάτως θέτει όρια στην ανάπτυξη της; Ή μήπως θα ήταν προτιμότερο, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ιδιωτικές εταιρείες να την αναλάβουν, μαζί με το κόστος των απαιτούμενων επενδύσεων και την επιλογή του χώρου;
Είναι προφανές πως σε αυτήν την περίπτωση θα αλλάξει άρδην ο χαρακτήρας της ΔΕΘ, καθώς οι επενδυτές με την τεχνογνωσία και τα κεφάλαια που διαθέτουν θα δώσουν άλλην ώθηση τόσο στις κλαδικές όσο και στην κεντρική διεθνή Έκθεση.
Γιατί λοιπόν η Νέα Δημοκρατία δεν κάνει την υπέρβαση; Τι φοβάται; Γιατί διακατέχεται από την νοοτροπία του ελέγχου δραστηριοτήτων στις οποίες το κράτος έχει αποδεδειγμένα αποτύχει;
Ας γνωρίζει ο πρωθυπουργός πως οι μεγάλες επαναστάσεις είναι το άθροισμα πολλών μικρών μεταρρυθμίσεων.
Και ας γνωρίζουν κάποιοι υπουργοί του πως δεν βρίσκονται στην θέση τους για την διαχείριση «εισερχομένων-εξερχομένων».
Το πήχη, οι ίδιοι τον έβαλαν ψηλά.