Η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης ακολουθεί τους ρυθμούς του περάσματος από τη γεωργική στη βιομηχανική κοινωνία. Στη χώρα μας παραπονιόμαστε ότι δεν πουλιούνται τα προϊόντα μας, αλλά οι απαντήσεις βρίσκονται συνήθως στη νοσταλγία της βαριάς βιομηχανίας του Μποδοσάκη, στις μονοκαλλιέργειες και τα συνθήματα «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», στον τουρισμό τον φθηνό. Η ρητορική συνήθως βρίσκεται στο δίλημμα κράτος ή αγορά, όταν τα ζητήματα έχουν μεγαλύτερο βάθος και απαιτούν μεγάλη διανοητική παραγωγή από τη χρόνια διανοητική οκνηρία που είχαμε.
Η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης είχε ρητορικού τύπου πολιτικές αναφορές κυρίως στην πληροφορική και βασικά στην πληροφόρηση. Λες και το σημαντικό είναι να κατέχεις βιβλία ή πληροφορία. Δεν είναι συνώνυμο της γνώσης. Αυτή η κυρίαρχη δογματική και επιφανειακή αντίληψη οδήγησε σε μια μεγάλη ανωμαλία. Γιατί η καταστροφή των κληρονομημένων γνώσεων μιας παραγωγικής βάσης είναι ανωμαλία. Και αυτό γιατί έχουμε έναν αποπροσανατολισμό. Ποτέ δεν ξεκαθαρίσαμε ποια ακριβώς γνώση χρειαζόμαστε στην εποχή της οικονομίας της γνώσης. Τα πανεπιστήμια και οι γνώσεις που δίδουν ήταν και είναι σε δυσαρμονία με την οικονομική εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών.
Η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, όπως και αυτές του υπαρκτού σοσιαλισμού, παραμένει στον υλικό μετασχηματισμό των πρώτων υλών. Είναι εμφανές ότι ενώ στην πρωτογενή παραγωγή η χώρα μας έχει συγκρίσιμο μέγεθος με τη Νέα Ζηλανδία (ΝΖ), υστερούμε κατά πολύ σε ανάπτυξη της εξαγωγικής αγροδιατροφικής βιομηχανίας (agribusiness) και, κατά συνέπεια, σε εξαγωγές. Ενώ η ΝΖ παράγει, πρωτογενώς, αγροτικά προϊόντα αξίας $6,7 δισ. φθάνει να εξάγει αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα αξίας $20,1 δισ., ήτοι το τριπλάσιο της αξίας της πρωτογενούς παραγωγής της.
Αντίθετα, η χώρα μας με πρωτογενή αγροτική παραγωγή αξίας $7 δισ. δεν εξάγει παρά αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα αξίας μόλις $6 δισ. Παρά, λοιπόν, τη φήμη της οικονομίας της χώρας ως έντονα αγροτικής μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ, οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων και των προϊόντων της μεταποιητικής βιομηχανίας αυτών δεν υπερβαίνουν το 26% των συνολικών εξαγωγών, ενώ στη ΝΖ υπερβαίνουν το 50%.
Η Ελλάδα δεν υστερεί σε φυσικό πλούτο, το αντίθετο μάλιστα. Η επικέντρωση στο καλό κλίμα και τον ήλιο, που φυσικά αποτελούν αδιαμφισβήτητες πηγές πλούτου, δίνει πολλές φορές τη λανθασμένη εντύπωση της κατά τα άλλα φτωχής χώρας με μη παραγωγικά εδάφη. Εκτός του πλούσιου υπεδάφους (βωξίτης, μπεντονίτης, γύψος, καολίνης, λιγνίτης, μάρμαρο, περλίτης, θηραϊκή γη, ελαφρόπετρα, για να μην αναφερθούμε στον χρυσό και τα πρόσφατα στοιχεία για εκτεταμένη παρουσία υδρογονανθράκων), το έδαφος της χώρας είναι κατά πολύ γονιμότερο από τα περισσότερα όξινα εδάφη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης χάρη στα ασβεστολιθικά πετρώματα, με βροχοπτώσεις λίαν ικανοποιητικές.
Η πώληση ενός προϊόντος εξαρτάται από την πολιτισμική ανάδειξή του και μετάφρασή του σε προϊόν. Οι καταναλωτές αγοράζουν νοήματα, σύμβολα, αισθητικές μορφές, πολιτισμό και όχι μόνο υλικά αγαθά. Η αξία του ελαιολάδου δεν περιλαμβάνει μόνο αυτή του μετασχηματισμού της καρπού της ελιάς σε λάδι, αλλά και όλα τα νοήματα και τα όνειρα των ανθρώπων της αρχαίας Ελλάδας που μετασχημάτισαν την ελιά σε διατροφικό προϊόν και σύμβολο και νόημα μιας κοινωνίας.
Εδώ θα έπρεπε να μπαίνει ένα σύγχρονο Πανεπιστήμιο και να παρέμβει με ένα σύστημα συλλογικής εξυπνάδας που δημιουργεί νοήματα, που εκφράζει τον μύθο ενός αγροτικού προϊόντος. Η αξία του κιλού του ελαιολάδου είναι 2 ευρώ και πουλιέται 3-3,5 ευρώ από τον παραγωγό, ενώ θα έπρεπε το πολιτισμικό κεφάλαιο να έχει φροντίσει στην αρχική επινόηση του ελαιολάδου και την πώληση τελικά σε 10 ευρώ από τον παραγωγό. Αυτό το τεράστιο πολιτισμικό κεφάλαιο της Ελλάδος, όμως, το εκμεταλλεύεται στο ελαιόλαδο ο Ισπανός, ο Ιταλός, ο Γάλλος, ο Γερμανός.
Μια σωστά δομημένη περιφερειακή οργάνωση σε πολιτικό επίπεδο θα μπορούσε να έχει λύσει πολλά από αυτά τα ζητήματα. Δυστυχώς, όμως, ακόμη και σήμερα, το αίτημα της αποκέντρωσης καθόρισε καταλυτικά την κομματική γεωγραφία και η όποια επίκληση περιφερειακής πολιτικής είναι ένα καταφύγιο για την ανάκτηση της πολιτικής νομιμοποίησης των κομμάτων και της αξιοπιστίας τους. Θα μπορέσουν οι περιφέρειες της χώρας με τα τοπικά Πανεπιστήμια να παίξουν ρόλο σ' αυτό το ζήτημα; Μια μεγάλη πρόκληση για τη χώρα την επόμενη περίοδο 2021-2027, που τώρα συζητείται σε όλες τις περιφέρειες.
Μια αλλαγή για να επιτευχθεί και για να έχει συνέχεια πρέπει πρώτα να κυοφορηθεί στο επίπεδο των ιδεών στους πολίτες και την κοινωνία. Δεν αρκεί ένας νόμος. Νόμους έχουμε πολλούς, αλλά καμιά σοβαρή αλλαγή και μεταρρύθμιση εδώ και δεκαετίες. Τις αλλαγές τις κάνουν οι άνθρωποι με παιδεία. Καιρός να ζήσουμε την πατρίδα μας όχι ως μητριά, αλλά ως μάνα.
*Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του σαββατοκύριακου 22-23 Αυγούστου.