Tης Αντωνίας Δήμου*
Η Μέση Ανατολή κατέχει σημαντική θέση στο γεωπολιτικό χρηματιστήριο αξιών καθώς περιέχει σημαντικό ποσοστό των παγκόσμιων ενεργειακών αποθεμάτων και διεθνείς εμπορικές οδούς ενώ αποτελεί μωσαϊκό εθνοτικών ομάδων που συνθέτουν τον πληθυσμό μεσανατολικών χωρών. Οι σύγχρονες πολεμικές αναμετρήσεις τοποθετώντας ως αφετηρία τον Πρώτο Πόλεμο στο Ιράκ το 1990 έως και τη σημερινή πολεμική κρίση στη Συρία έχουν θέσει σε εκκίνηση διαδικασίες ανάδυσης ενός νέου συστήματος ασφάλειας στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο δύναται να διαδραματίσουν δύο προς το παρόν αντίπαλες χώρες, το Ισραήλ και το Ιράν.
Αμυντικό δόγμα Ισραήλ
Tο Ισραήλ σύμφωνα με το αμυντικό δόγμα που δημοσίευσαν οι ισραηλινές αμυντικές δυνάμεις (IDF) για πρώτη φορά τον Αύγουστο 2015 εκλαμβάνει το Ιράν ως απειλή καθώς απαντά τέσσερα κριτήρια που το καθιστούν αντίπαλη δύναμη. Πρώτον, το Ιράν συνιστά χώρα με διακηρυγμένη θέση την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ. Δεύτερον, η Τεχεράνη έχει επεκτείνει την επιρροή της στις ακτές της Μεσογείου χρησιμοποιώντας ως βάση τον γειτονικό Λίβανο. Τρίτον, η Ισλαμική Δημοκρατία έχει στρατιωτική παρουσία στη Συρία πέριξ των συνόρων με το Ισραήλ και με πρόθεση να πλήξει το τελευταίο όπως καταδεικνύει το μπαράζ ιρανικών ρουκετών στα υψίπεδα του Γκολάν τον Μάιο 2018. Τέταρτον, η Τεχεράνη στηρίζει οικονομικά και υλικά το πολιτικό και στρατιωτικό σκέλος της σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολλάχ την οποία το αμυντικό δόγμα των ισραηλινών αμυντικών δυνάμεων επίσης εκλαμβάνει ως απειλή.
Προς αντιμετώπιση χωρών που συνιστούν απειλή για το κράτος του Ισραήλ αλλά δεν διαθέτουν κοινά σύνορα, το ισραηλινό αμυντικό δόγμα προβλέπει την ανάπτυξη ικανοτήτων για τη διατήρηση του ποιοτικού πλεονεκτήματος μέσω της διαρκούς ετοιμότητας και της αποτροπής με τη διεξαγωγή πολέμου στον κυβερνοχώρο. Αντιπροσωπευτική περίπτωση αποτελεί η επιθετική επιχείρηση στον κυβερνοχώρο που πραγματοποίησε το Ισραήλ το 2010 με τον ιό Stuxnet που αναπτύχθηκε από κοινού με τις ΗΠΑ και στόχευσε στις ιρανικές εγκαταστάσεις εμπλουτισμού ουρανίου καθυστερώντας σημαντικά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Και τούτο διότι ο ιός Stuxnet διείσδυσε στους υπολογιστές που ήλεγχαν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις στην ιρανική πόλη Νατάνζ επηρεάζοντας αρνητικά την παραγωγή ουρανίου και προκαλώντας υλικές ζημιές στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή,το Ισραήλ διαθέτει προηγμένες βαλλιστικές δυνατότητες καθώς είναι εξοπλισμένο με τους πυραύλους Ιεριχώ μέγιστης εμβέλειας που φθάνει τα 4.800 χιλιόμετρα, και τους πυραύλους Δαλιδά και Λόρα με βεληνεκές 250 και 280 χιλιομέτρων αντιστοίχως. Τουτέστιν, το πυραυλικό σύστημα που διαθέτει το Ισραήλ είναι ικανό να πλήξει χώρες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράν, οποτεδήποτε αυτό απαιτηθεί.
Αμυντικό δόγμα Ιράν
Σε παράλληλη τροχιά, το αμυντικό δόγμα του Ιράν έχει διαμορφωθεί στη βάση της εμπειρίας που αποκτήθηκε κατά τον οκταετή ιρανοϊρακινό πόλεμο που διεξήχθη την περίοδο 1980-1988, τον Πρώτο και Δεύτερο Πόλεμο στον Κόλπο που πραγματοποιήθηκαν το 1990 και 2003 αντιστοίχως, καθώς και την στρατιωτική αντιπαράθεση του Ισραήλ με τον Λίβανο το 2006. Στη βάση της αποκτηθείσας εμπειρίας, η αποτρεπτική ικανότητα του Ιράν διαφοροποιήθηκε από τη συμβατική λογική με δεδομένο ότι δεν στηρίζεται στην αριθμητική υπεροχή των στρατιωτικών δυνάμεων που διαθέτει αλλά σε δύο διαφορετικούς πυλώνες.
Το ιρανικό πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων αποτελεί τον πρώτο πυλώνα αποτροπής έχοντας αναπτύξει διαφορετικές παραλλαγές πυραύλων με εμβέλεια που φθάνει χώρες της περιοχής συμπεριλαμβανομένου του κράτους του Ισραήλ. Συγκεκριμένα, η πυραυλική σειρά Shahab συνιστά τη ραχοκοκαλιά του ιρανικών βαλλιστικών πυραυλικών δυνατοτήτων με τον Shahab-1ο οποίος βασίζεται στον σοβιετικό πύραυλο Scud-B να έχει εμβέλεια 285-330 χιλιομέτρων, τον Shahab-2 που βασίστηκε στον πύραυλο Scud-C να έχει εμβέλεια 500 χιλιομέτρων και τον Shahab-3 μεσαίου βεληνεκούς να απειλεί κράτη-στόχους, όπως το Ισραήλ, καθώς διαθέτει εμβέλεια 1.300 χιλιομέτρων.
Η διεξαγωγή πολεμικών δραστηριοτήτων εντός της επικράτειας μεσανατολικών χωρών δια πληρεξουσίων είτε πρόκειται για οργανώσεις όπως η σιιτική Χεζμπολλάχ είτε πρόκειται για μισθοφόρους και παραστρατιωτικές οργανώσεις αποτελεί το δεύτερο πυλώνα αποτρεπτικής ισχύος του Ιράν. Αναγνωρίζοντας τις ελάχιστες πιθανότητες να υπερισχύσει στρατιωτικά με συμβατικό τρόπο έναντι χωρών όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, το Ιράν έχει επιλέξει ένα μοντέλο εχθροπραξιών φθοράς μέσω πληρεξουσίων με σκοπό να επιφέρει ήττα στο ψυχολογικό επίπεδο του αντιπάλου προκαλώντας απροθυμία του τελευταίου να πολεμήσει. Η εν λόγω ιρανική στρατηγική αποτροπής εφαρμόζεται πιστά καθόλη τη διάρκεια της πολεμικής κρίσης στη Συρία.
Η Θουκυδίδεια παγίδα
Τούτων λεχθέντων καθίσταται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η σκιαγράφηση των ισορροπιών ισχύος όπως αυτές εξυφαίνονται στο μεσανατολικό καμβά από το Ισραήλ και το Ιράν. Το Ισραήλ αναμφισβήτητα αποτελεί τη δεσπόζουσα-κυρίαρχη χώρα-δύναμη στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, ενώ το Ιράν συνιστά μία ανερχόμενη δύναμη η οποία φιλοδοξεί να εδραιωθεί ως πόλος περιφερειακής ασφάλειας. Η εκτυλισσόμενη ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες είτε αυτή εκφράζεται σε λεκτικό είτε σε επιχειρησιακό επίπεδο αποτυπώνει τις προθέσεις αφενός διατήρησης της πρωτοκαθεδρίας εκ μέρους του Ισραήλ και αφετέρου απόκτησης κυρίαρχης γεωπολιτικής θέσης εκ μέρους του Ιράν. Οι εν λόγω προθέσεις αυξάνουν την πιθανότητα οι δύο χώρες να οδηγηθούν στην περίφημη «Παγίδα του Θουκυδίδη».
Η «Παγίδα του Θουκυδίδη» αποτελεί εννοιολογικό εργαλείο που επινόησε ο Γκράχαμ Άλλισον, καθηγητής κυβερνητικής στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και πρώην υφυπουργός άμυνας των ΗΠΑ, προκειμένου να περιγράψει την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία είναι δυνατό να οδηγήσει μία ανερχόμενη δύναμη στην προσπάθεια της να παραγκωνίσει μία κυρίαρχη δύναμη χρησιμοποιώντας ως μοντέλο τον Πελοποννησιακό Πόλεμο που διεξήχθη την περίοδο 431-404 π.χ.. Συγκεκριμένα, o Θουκυδίδης αποτύπωσε στο έργο του «Ιστορία»τη διατάραξη του status quo στο οποίο κυριαρχούσε η Σπάρτη από την ταχεία άνοδο μίας νέας δύναμης τουτέστιν της Αθήνας η οποία προκάλεσε φόβο στη δεσπόζουσα χώρα της εποχής καθιστώντας την πολεμική αναμέτρηση αναπόφευκτη με τη διεξαγωγή του καταστροφικού Πελοποννησιακού Πολέμου. Και τούτο διότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ο οποίος θεωρείται ως ο πρώτος αρχαίος παγκόσμιος πόλεμος με δεδομένο ότι διαμορφώθηκαν δύο αντίπαλα στρατόπεδα στα οποία εντάχθηκαν πόλεις-κράτη οδήγησε στο τέλος της αθηναϊκής κυριαρχίας και την αποδυνάμωση της σπαρτιατικής ηγεμονίας. Με απλά λόγια, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατέληξε σε μία κατάσταση όπου υπήρξαν μόνο χαμένοι (lose-lose situation).
Στρατηγικές ισχύος
Με ποιο τρόπο όμως δύναται να υλοποιηθεί η «Παγίδα του Θουκυδίδη» στη σημερινή Μέση Ανατολή; Μεταφέροντας την «Παγίδα του Θουκυδίδη» στο μεσανατολικό πεδίο, η ανερχόμενη δύναμη εν προκειμένω το Ιράν στην προσπάθεια του να εκθρονίσει την δεσπόζουσα χώρα-δύναμη δηλαδή το Ισραήλ διαταράσσει το υφιστάμενο status-quo στηριζόμενο στους περιγραφέντες πυλώνες αποτρεπτικής ισχύος.
Από τον Πρώτο Πόλεμο στον Κόλπο το 1990 και εντεύθεν, το Ιράν εδραίωσε μεθοδικά την πολιτική και στρατιωτική επιρροή του στο Ιράκ, τον Λίβανο και τη Συρία κατ' εφαρμογή μίας στρατηγικής που αποσκοπεί στη δημιουργία μίας «ιρανικής εποχής» κατά τα πρότυπα της «αμερικανικής εποχής» την οποία εύγλωττα περιέγραψε ο 26ος Αμερικανός Πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ. Υπενθυμίζεται ότι καθώς οι ΗΠΑ εμφανίσθηκαν ως η κυρίαρχη δύναμη στο δυτικό ημισφαίριο περί το 1890, ο Ρούσβελτ λίγα χρόνια πριν τον A''Παγκόσμιο Πόλεμο κατάφερε να αναδείξει τις ΗΠΑ ως την κυρίαρχη δύναμη που απελευθέρωσε την Κούβα από την ισπανική κυριαρχία, απείλησε τη Βρετανία και τη Γερμανία με πόλεμο ώστε να δεχθούν τις αμερικανικές θέσεις σε μια εδαφική διαμάχη επί της Βενεζουέλας, και υποστήριξε την εξέγερση που χώρισε την Κολομβία για να δημιουργηθεί ο Παναμάς, ένα εντελώς νέο κράτος, και να κατασκευαστεί το Κανάλι του Παναμά.
Η ιρανική στρατηγική για τη δημιουργία μίας «ιρανικής εποχής» στη Μέση Ανατολή προβλέπει την ανάμιξη σε μεσανατολικές χώρες κατά τρόπο που να ευνοεί τη διευθέτηση εδαφικών, πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων προάγοντας την ιρανική επιρροή. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα εξηγείται η διατήρηση ιρανικών στρατιωτικών βάσεων και η παρουσία του Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης επί συριακού εδάφους εκ του οποίου έχουν πραγματοποιηθεί επιθέσεις περιορισμένης ωστόσο εμβέλειας σε βάρος του Ισραήλ.
Η ευθεία ένταση ανάμεσα σε Ιράν και Ισραήλ ξεκίνησε το Φεβρουάριο 2018 όταν ένα ιρανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος παραβίασε τον ισραηλινό εναέριο χώρο και ως απάντηση ισραηλινά μαχητικά αεροσκάφη επιτέθηκαν στην ιρανική αεροπορική βάση Τ-4 πλησίον της πόλης Χομς στην κεντρική Συρία. H κορύφωση επήλθε τον Μάιο 2018 με την εκτόξευση ιρανικών ρουκετών εναντίον ισραηλινών θέσεων στα Υψίπεδα του Γκολάν, γεγονός το οποίο προκάλεσε την ισραηλινή αντεπίθεση δια αέρος εναντίον ιρανικών στόχων εντός της Συρίας. H ιρανική επίθεση του Μαΐου σηματοδότησε την ποιοτική αλλαγή στην πολεμική αντιπαλότητα μεταξύ των δύο χωρών που μέχρι πρότινος διεξάγονταν μέσω πληρεξουσίων καθώς για πρώτη φορά συντελέστηκε άμεση στοχοποίηση των ισραηλινών αμυντικών δυνάμεων.
Σύμφωνα με την «Παγίδα του Θουκυδίδη», η εν λόγω ποιοτική αλλαγή εκ μέρους του Ιράν αποδεικνύει ότι η ηγεμονική διάθεση του με την επέκταση της ιρανικής επιρροής στη νότια Συρία και την γειτνίαση των ιρανικών στρατιωτικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ αυξάνει τις πιθανότητες να πεισθεί το Ισραήλ ότι πρέπει να διεξάγει ευρείας έκτασης πόλεμο προκειμένου να αντιμετωπισθεί η ιρανική επεκτατικότητα. Επί της ουσίας, το Ιράν ως ανερχόμενη δύναμη προκαλεί εγγενή αστάθεια κατά την πρόκληση του Ισραήλ ως δεσπόζουσας-κυρίαρχης χώρας στην Μέση Ανατολή.
Το στοίχημα το οποίο καλείται να κερδίσει το Ισραήλ σύμφωνα με την «Παγίδα του Θουκυδίδη» ως κυρίαρχη χώρα είναι η αποφυγή αισθήματος ανασφάλειας το οποίο δύναται να οδηγήσει σε μία γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση με πιθανά καταστροφικά αποτελέσματα τόσο για τις δύο χώρες όσο και την ευρύτερη περιοχή.
Το βασικό ζήτημα που ανακύπτει σχετικά με την ανάδυση ενός νέου συστήματος ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή έγκειται στο κατά πόσο το Ισραήλ και το Ιράν δύναται να ξεφύγουν από την «Παγίδα του Θουκυδίδη». Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο ότι οι δύο χώρες οφείλουν να μελετήσουν το παρελθόν προκειμένου να ορίσουν εποικοδομητικά το μέλλον.
*Η Αντωνία Δήμου είναι επικεφαλής του Τομέα Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας (ΙΑΑΑ) με έδρα την Αθήνα καθώς και Εταίρος στο Κέντρο για την Ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες.