Η αλλαγή τόνου από τις ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας, η νέα ένταση στις σχέσεις τους και το γεγονός ότι οι πρώτες δείχνουν αποφασισμένες να ασκήσουν εντονότερη κριτική όχι μόνο για τους S-400, αλλά και για θέματα αξιών, δυσκολεύουν την θέση της Αγκυρας, τονίζει ο Κώστας Λάβδας.
Εκτός της αναμενόμενης επιμονής των ΗΠΑ για επιβολή κυρώσεων εφόσον η Τουρκία δεν υποχωρήσει στο ζήτημα του ρωσικού αντιεροπορικού συστήματος, τώρα η νέα αμερικανική διακυβέρνηση προσθέτει στην κριτική της με ταχύτατη και αυξανόμενη ένταση και ζήτημα δημοκρατίας, σημειώνει ο καθηγητής Ευρωπαικής Πολιτικής στο Πάντειο, δυσχεραίνοντας την θέση της Αγκυρας.
Αναφέρεται ακόμη στα οφέλη που συνεπάγεται για την Ελλάδα η διακοπή της γραμμής που συνέδεε τις οικογένειες Τραμπ-Ερντογάν, για την ανάγκη η χώρα μας να αξιοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο το αμερικανικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, αλλά και για τις προοπτικές των ευρωατλαντικών σχέσεων, εφόσον η νέα αμερικανική προεδρία προσεγγίσει την στρατηγική προσπάθεια της Γαλλίας για την οικοδόμηση μιας ευρωπαικής ταυτότητας στην ασφάλεια και την άμυνα.
Οσο για την αλλαγή στάσης των ΗΠΑ σε ένα άλλο πεδίο, την διακοπή της στήριξης των στρατιωτικών επιχειρησεων στην Υεμένη, δεν αποκλείει η απόφαση αυτή να θεωρηθεί από την Τεχεράνη ως ένας δρόμος για να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Τι δείχνει η ριζική αλλαγή του τόνου του Τζο Μπάιντεν και οι αυστηρές του προειδοποιήσεις προς τη Μόσχα σε σχέση με τον προκάτοχό του; Πως προδιαγράφονται δηλαδή οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας;
Μέσα από το πρίσμα της κυβέρνησης Μπάϊντεν, η Ρωσία του Πούτιν αναδεικνύεται ως μείζονος σημασίας πρόκληση για τη Δύση. Η ίδια η Ρωσία του Πούτιν φαίνεται να βλέπει θετικά αυτό το νέο κύκλο έντασης. Η Μόσχα μόλις απέλασε Γερμανούς, Πολωνούς και Σουηδούς διπλωμάτες, ισχυριζόμενη ότι βοήθησαν τις διαδηλώσεις για τον Ναβάλνι. Με τη σειρά της, η απέλαση οδήγησε σε κοινή δήλωση Γαλλίας – Γερμανίας με την οποία καταδικάζεται αυτή η κίνηση της ρωσικής κυβέρνησης. Οπότε ως προς την Ρωσία, το νέο ευρωατλαντικό μέτωπο μοιάζει ενισχυμένο. Η απόσταση που χωρίζει ήδη τη σημερινή κατάσταση από την περίοδο Τραμπ μοιάζει μεγάλη και ας αποχώρησε – όπως αποχώρησε – ο Τραμπ μόλις πριν λίγες εβδομάδες.
Σε ένα άλλο μέτωπο, αυτό της Τουρκίας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στηλίτευσε τις συλλήψεις φοιτητών από την τουρκική αστυνομία. Είναι ένα δείγμα αλλαγής στάσης απέναντι στο τουρκικό καθεστώς σε σχέση με τον προκάτοχό του;
Οι ΗΠΑ ασκούν εντονότερη κριτική σε θέματα αξιών, δημοκρατίας και δικαιωμάτων ενώ παράλληλα καθιστούν σαφές ότι το ζήτημα των S-400 παραμένει κρίσιμο. Σχεδόν ταυτόχρονα με τις δηλώσεις για τις συλλήψεις φοιτητών, έγινε γνωστό και ότι ΗΠΑ δεν σχεδιάζουν να δημιουργήσουν ομάδα εργασίας με την Τουρκία (όπως είχε ανακοινώσει η Άγκυρα) για να διευκρινιστούν οι διαφωνίες τους και να βρεθεί μια λύση για το ζήτημα των S-400. Εδώ η Τουρκία έχει πραγματικό πρόβλημα ενόψει της νέας έντασης μεταξύ Δύσης – Ρωσίας.
Οπότε οι ΗΠΑ εμμένουν στην απόφαση των κυρώσεων εάν η Άγκυρα δεν υποχωρήσει στο θέμα των ρωσικών πυραύλων και τώρα προσθέτουν ζητήματα δημοκρατίας με αυξανόμενη ένταση στην κριτική τους. Στο μέτρο που υπάρχει κάποια αλλαγή, αυτή εντοπίζεται στην απουσία ενός Τραμπ που θα περιορίζει τις ζημίες για τον Ερντογάν μέσω παρεμβάσεων από τον Λευκό Οίκο.
Αλλαγή στάσης όμως έχουμε και σε ένα άλλο μέτωπο, αυτό στην Υεμένη. Πως σχολιάζετε την δήλωση Μπάιντεν ότι οι ΗΠΑ σταματούν να στηρίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Υεμένη;
Εδώ η αλλαγή είναι αυτή τη στιγμή περισσότερο ευδιάκριτη και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον σε τρία διακριτά αλλά προφανώς συνδεόμενα πεδία. Το πρώτο αφορά την κατάσταση στην Υεμένη. Θυμίζω ότι το 2015 οι Χούτι, υποστηριζόμενοι από το Ιράν, έφτασαν να απειλούν το λιμάνι του Aden. Έκτοτε η συμμαχία εναντίον των Χούτι ακύρωσε σε μεγάλο βαθμό τις επιτυχίες τους, αλλά το ερώτημα σήμερα είναι πως ακριβώς θεωρούν οι ΗΠΑ ότι θα επηρεαστούν οι ισορροπίες στην Υεμένη από τη νέα προσέγγισή τους. Θυμίζω επίσης ότι κατά καιρούς το Κατάρ – αυτός ο κρίσιμος σύμμαχος και υποστηρικτής της Τουρκίας – έχει κατηγορηθεί ότι χρηματοδοτεί και τους Χούτι στην Υεμένη.
Το δεύτερο πεδίο αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο αυτή απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ότι ευνοεί το Ιράν. Είναι πιθανό να θεωρήσει η Τεχεράνη ότι ο δρόμος ανοίγει και πάλι στην περιοχή για τη επιρροή του Ιράν. Γενικότερα, η σύγκρουση Ιράν – Σαουδικής Αραβίας, μια θεμελιώδης σύγκρουση για τις δυναμικές της Μέσης Ανατολής των τελευταίων δεκαετιών, μπαίνει σε νέα φάση με την προεδρία Μπάϊντεν.
Τέλος, το τρίτο πεδίο αφορά έμμεσα και την Ελλάδα. Η μείωση της πίεσης στο Ιράν καθιστά τις σχέσεις Τουρκίας - Ιράν λιγότερο προβληματικές σε σχέση με τις ούτως ή άλλως αμφισβητούμενες δυτικές περγαμηνές της Άγκυρας. Επίσης, η μικρή αλλά σαφώς διαφαινόμενη αποστασιοποίηση της κυβέρνησης Μπάϊντεν συνολικά από τον άξονα Σαουδική Αραβία – Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν είναι καλά νέα για την Αθήνα.
Είναι όλα αυτά ένα σαφές δείγμα για την φυσιογνωμία της νέας αμερικανικής διακυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική; Επιστρέφει σε ένα σύστημα αξιών όπως εκείνο της περιόδου Ομπάμα; Και πως επηρεάζουν όλα αυτά την Ελλάδα και τα ανοικτά μας ζητήματα;
Πέρα από τα πολλά θετικά της, η αλλαγή στον Λευκό Οίκο θα πρέπει να προσεγγιστεί με κάποια προσοχή αναφορικά ειδικότερα με την πολιτική στην Μέση Ανατολή. Είναι, βέβαια, ακόμη πολύ νωρίς. Αλλά κάποιες ενδείξεις υπάρχουν. Πρέπει καταρχήν να αντιληφθούμε ότι η περίοδος Τραμπ συνέπεσε αλλά και βοήθησε, σε ένα βαθμό, να ωριμάσουν κρίσιμες εξελίξεις στην Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Από αυτή τη συγκεκριμένη άποψη, η επιστροφή σε ορισμένα στοιχεία της περιόδου Ομπάμα θα ήταν ατυχής.
Το Ιράν δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με γρήγορες αποφάσεις και η επιστροφή στην ενδιαφέρουσα πολιτική (και συμφωνία) Ομπάμα θα πρέπει να γίνει υπό προϋποθέσεις, αναφορικά και με τη εξωτερική πολιτική της Τεχεράνης αλλά και με την ενίσχυση των περισσότερο μετριοπαθών στοιχείων στο εσωτερικό. Πιο δύσκολα είναι όμως τα πράγματα σε σχέση με άλλες πτυχές της πολιτικής Ομπάμα στην περιοχή. Η κινηματική διάσταση του επικίνδυνου ισλαμισμού που οδηγεί στον τζιχαντισμό θα πρέπει να τύχει σκληρής και όχι διαλλακτικής αντιμετώπισης.
Σε συνδυασμό με τον διάλογο και τη συζήτηση με τα πολλά υπεύθυνα στοιχεία στον αραβικό και γενικότερα τον ισλαμικό κόσμο, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι δίκτυα όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα αλλά και κράτη όπως η Τουρκία, το Κατάρ, το Πακιστάν δεν πρέπει να αφεθούν να ποδηγετήσουν (άμεσα ή έμμεσα) το νέο κύμα κινηματικής διεθνικής τρομοκρατίας που έχουμε μπροστά μας.
Παράλληλα, το Ισραήλ θα πρέπει να εξακολουθήσει να ενισχύεται στην φάση προσέγγισης με κρίσιμα στοιχεία του αραβικού κόσμου (Ιορδανία, Εμιράτα, στο βάθος Σαουδική Αραβία).
Στην Ευρώπη, διαμορφώνεται ήδη ένα πολύ καλό κλίμα με τους συμμάχους, κάτι που – με τη σειρά του – θα ενθαρρύνει πολλές σημαντικές επιμέρους βελτιώσεις στις ευρωατλαντικές σχέσεις. Ένας πρόεδρος που γνωρίζει καλά τα διεθνή ζητήματα και που στηρίζει το ΝΑΤΟ θα αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα σταθερότητας και προβλεψιμότητας στη σημερινή, δύσκολη συγκυρία. Ένα μέρος της ζημιάς που αναμφίβολα έχει υπάρξει στα πεδία της ευρωατλαντικής συνεργασίας θα επιδιορθωθεί.
Για την Ελλάδα, τα θετικά στοιχεία της αλλαγής είναι πολλά. Είναι πράγματι σημαντική η διακοπή της γραμμής που συνέδεε τις οικογένειες Τραμπ και Ερντογάν και βασιζόταν εν μέρει σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Το στοίχημα θα είναι να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο και η διμερής στρατηγική συνεργασία μας με τις ΗΠΑ. Με δυο λόγια, η Ελλάδα θα πρέπει να αξιοποιήσει όσο περισσότερο μπορεί αυτή την καταρχήν θετική περίοδο σε σχέση με το αμερικανικό ενδιαφέρον για την περιοχή γενικά και την Ελλάδα ειδικότερα.
Ωστόσο θα πρέπει παράλληλα να αντιληφθούμε ότι το ζήτημα της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης διάστασης είναι περισσότερο σύνθετο. Οι τάσεις απομάκρυνσης των ΗΠΑ από τον παλαιότερο ρόλο τους, τάσεις που ανιχνεύονται ήδη στην περίοδο Ομπάμα, θα συνεχιστούν. Στην μακρά αυτή μεταβατική περίοδο, που χάρη στο αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου 2020 θα γίνει με όρους συνεννόησης και συνεργασίας, θα είναι κρίσιμο να αντιμετωπιστεί από την Ουάσιγκτον η ΕΕ ως σύνθετο ταμπλό συγκλίσεων αλλά και πολυφωνίας, καταμερισμού εργασίας αλλά και ειρηνικής αντιπαράθεσης οραμάτων.
Θα είναι π.χ. σημαντικό να αντιληφθεί η Ουάσιγκτον ότι πέρα από τις εξαιρετικές σχέσεις μεταξύ Ομπάμα – Μέρκελ στο παρελθόν, στην Ευρώπη σήμερα κάτι κινείται. Και αυτό είναι η στρατηγική προσπάθεια της Γαλλίας στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας στην ασφάλεια και την άμυνα, σε συνεργασία πάντα με τις ΗΠΑ. Με τη Βρετανία κυριολεκτικά στην μέση του Ατλαντικού μετά το Brexit και την ήττα του Τραμπ, θα είναι σημαντικό για τις ευρωατλαντικές σχέσεις εάν οι ΗΠΑ προσεγγίσουν τη νέα γαλλική προσπάθεια με μια νέα, θετική και δημιουργική διάθεση.
Υπάρχει ένας πρόσθετος λόγος που καθιστά αυτή την αμερικανική προσέγγιση απαραίτητη: την άνοιξη του 2022 οι γαλλικές προεδρικές εκλογές θα αποτελέσουν κρίσιμο σταυροδρόμι όχι μόνο για τη γαλλική πολιτική αλλά και για το μέλλον της ΕΕ. Η Λεπέν και η οπτική της πρέπει να ηττηθούν και αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, συνεπή και συστηματική αναβάθμιση του ρόλου αλλά και της πρόσληψης του ρόλου της Γαλλίας στην Ευρώπη μετά το Brexit.
Ήδη το 2021, σε επίπεδο ευρωπαϊκών κρατών έχουμε ποικιλία επιπέδων σταθερότητας, προβλεψιμότητας και αβεβαιότητας. Από πολιτική άποψη, η Ιταλία φαίνεται να σταθεροποιείται αλλά μόνο προσωρινά, η Γερμανία (τον Σεπτέμβριο), η Τσεχία (τον Οκτώβριο) και νωρίτερα η Ολλανδία, η Κύπρος και η Βουλγαρία έχουν βουλευτικές εκλογές ενώ η Γαλλία το καλοκαίρι θα δοκιμάσει την πολιτική θερμοκρασία με περιφερειακές εκλογές.
Η δύσκολη περίοδος Τραμπ είχε ερμηνευθεί ως πρόκληση για μεγαλύτερο και περισσότερο συνεκτικό ρόλο της Ευρώπης. Από την πλευρά της Ευρώπης, το στοίχημα στο γεωπολιτικό πεδίο απέτυχε. Όπως έγραψα προ μηνός, η νέα αμερικανική προεδρία είναι ευκαιρία για μια δημιουργική επανεξέταση που πεδίου, πέρα από τα τετριμμένα που έχει ήδη αρχίσει να αναμασά μια δημοσιότητα εθισμένη στους κοινούς τόπους των αναλύσεων της ανατολικής ακτής. Η ιστορία δεν γυρνά πίσω δεκαετίες: ο ρόλος των ΗΠΑ έχει μεταβληθεί. Το ζητούμενο στη νέα περίοδο είναι η κοινή αναζήτηση νέων υποδειγμάτων συνεργασίας μεταξύ των δημοκρατιών. Υποδειγμάτων που θα ενισχύσουν ταυτόχρονα τη διεθνή ειρήνη και τις εσωτερικές τους αντοχές.
Πώς θεωρείτε ότι τοποθετείται, τελικά, το ζήτημα των ελληνοτουρκικών στον καμβά των ευρωατλαντικών σχέσεων που σκιαγραφήσατε;
Για την Ελλάδα, δεν νοείται χαλάρωση σε σχέση με τη συνέχιση των εξοπλιστικών πρωτοβουλιών από Γαλλία και ΗΠΑ αλλά και την ανάγκη άμεσης επανέναρξης των επαφών για την εμβάθυνση της συνολικής στρατηγικής σχέσης με την Γαλλία. Η Γερμανία ήδη συντονίζεται σε διμερές επίπεδο με την Τουρκία. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, οι στέρεες βάσεις συνεργασίας με χώρες όπως η Γαλλία θα αποδειχθούν πολύτιμες ενόψει και των τάσεων που ανέφερα προηγουμένως.
Κατά συνέπεια, στη μεγάλη εικόνα της νέας ευρωατλαντικής πραγματικότητας, η Ελλάδα θα πρέπει αφενός να αξιοποιήσει όσο περισσότερο μπορεί αυτή τη θετική περίοδο σε σχέση με το αμερικανικό ενδιαφέρον για την περιοχή και την Ελλάδα και αφετέρου να προετοιμάζεται για τα επόμενα στάδια.
Θέλω να είμαι, όπως πάντοτε, σαφής. Κάθε είδηση για έναρξη διαλόγου με την Τουρκία είναι καταρχήν μια καλή είδηση, όμως η Άγκυρα έχει προσθέσει νέα και σοβαρά προβλήματα από την άδοξη λήξη του 60ου γύρου διερευνητικών επαφών μέχρι σήμερα (Τουρκολιβυκό μνημόνιο, επίσημη υιοθέτηση του δόγματος της Γαλάζιας πατρίδας, διακήρυξη δικαιώματος ερευνητικών και εξορυκτικών δράσεων στα 6νμ από ελληνικά νησιά, κλπ). Το γεγονός ότι η Τουρκία ελίσσεται γιατί έχει την ανάγκη επικοινωνιακής αντεπίθεσης ενόψει της νέας κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον και της συνόδου της ΕΕ τον Μάρτιο δεν σημαίνει ότι βρίσκεται σε άτακτη υποχώρηση, όπως ορισμένοι αφήνουν να εννοηθεί.
Κατά συνέπεια, καλώς να γίνουν οι διερευνητικές συνομιλίες, αλλά η Τουρκία θα πρέπει κάτι να δώσει σε αυτή τη συγκυρία. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είναι λάθος να συμβάλλουμε στη δημιουργία εντυπώσεων σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες ότι με την Άγκυρα η κατάσταση εισέρχεται σε δρόμο κανονικότητας, ενώ δεν υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη για αλλαγή στάσης σε σχέση με την ατζέντα των όποιων συνομιλιών.
Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ