Και τώρα, τι κάνουμε;

Σε κάθε κρίση που θα κληθούμε να διαχειριστούμε είτε ως άτομα, στην προσωπική και επαγγελματική μας ζωή είτε ως κοινωνίες, όπως συμβαίνει με την πανδημία, είναι βέβαιο ότι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που θα πρέπει να υπερβούμε είναι οι χρόνιες ανεπάρκειες, τα ελαττώματα και τα δομικά προβλήματα που γνωρίζουμε ήδη.


Όταν λοιπόν η συζήτηση φτάνει σε μια πανδημία που η διαχείρισή της απαιτεί την εφαρμογή πρωτοκόλλων και τα πρωτόκολλα για να λειτουργήσουν πρέπει, ως γνωστόν, να εφαρμόζονται κατά γράμμα και όχι «στο περίπου», μια κοινωνία με μικρή εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς και φορείς και μεγάλη αδυναμία να εφαρμόζει και να τηρεί οποιονδήποτε κανόνα, είναι σαφές ότι θα δυσκολευτεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των περιστάσεων. 


Κλείνουμε δύο χρόνια πανδημικού βίου κι ακόμα μιλάμε για το πρόβλημα ωσάν να υπάρχει ένα κουμπί που αν το πατήσει κάποιος, μάλλον η κυβέρνηση, αυτό θα λυθεί. Ακόμα και οι πιο συγκροτημένοι με τον ίδιο τρόπο μιλούν.


Καλώς ή κακώς η πανδημία ακόμα και σε αυτή τη νέα «απότομη» και άρα επικίνδυνη στροφή απαιτεί εμπλοκή και συνεργασία όλων μας και των εμβολιασμένων, κυρίως αυτών.

Μπορεί αυτό να δείχνει σκληρό και κυρίως άδικο αλλά όταν εν μέσω μιας κρίσης επιβάλλεται δράση, την τύχη μας μπορούμε να τη βλαστημήσουμε αργότερα, όταν αφήσουμε πίσω μας τον κίνδυνο. 


Η κυβέρνηση δεν πρέπει να εγκαταλείψει την προσπάθεια να πείσει τους διστακτικούς να εμβολιαστούν και οφείλει να αγνοήσει παραπλανητικά ευρήματα δημοσκοπήσεων που δείχνουν δήθεν ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος οι ανεμβολίαστοι να πειστούν. 

Επιπροσθέτως, πρέπει να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στην επέκταση της υποχρεωτικότητας, δίνει την εντύπωση ότι την υπαγορεύει η πολιτική σκοπιμότητα. Ακόμα κι αν υπολογίσουμε τα ρίσκα με οδηγό το τεφτέρι της μικροπολιτικής δεν προκύπτει από πουθενά ότι η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού θα έχει εκλογικό κόστος. Αυτό που θα στοιχίσει είναι η απώλεια ελέγχου της πανδημίας γιατί ένα τέτοιο ενδεχόμενο προσκρούει στη θεμελιώδη υπόσχεση της Νέας Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού προσωπικά να διαχειρίζεται συγκροτημένα, με σχέδιο την καθημερινότητα.


Οι επιστημονικοί σύλλογοι της χώρας με προεξάρχοντες τους Ιατρικούς και Δικηγορικούς Συλλόγους. πρέπει, επιτέλους, έστω και τώρα, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να τιμωρούν σκληρά τα μέλη τους που προτρέπουν τους πολίτες να υιοθετήσουν αυτοκτονικές συμπεριφορές.


Οι Δήμαρχοι έχουν κι αυτοί να διαδραματίσουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Πληροφορούμαστε και οι πληροφορίες αυτές δεν επιδέχονται καμία διάψευση ότι αρκετοί Δήμαρχοι της Περιφέρειας παρεμβαίνουν στην Αστυνομία για να ακυρωθούν πρόστιμα σε επιχειρήσεις εστίασης στους Δήμους τους. Αντί δηλαδή οι Δήμαρχοι να γυρνάνε ολημερίς την πόλη τους και να ενθαρρύνουν την τήρηση των μέτρων, μεσολαβούν υπέρ των παραβατών τους. Τι περιμένουμε, λοιπόν να συμβεί στη χώρα;


Η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων πρέπει να αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες. Είναι κωμικοτραγικό σήμερα, δύο χρόνια μετά, να προσπαθούμε να προτρέψουμε την Τοπική Αυτοδιοίκηση να αναλάβει το ρόλο που από τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας επισημαίνουμε ότι έχει.


Τέλος, όλοι εμείς μπορούμε να συμβάλλουμε καθοριστικά στον έλεγχο της κατάστασης επιβάλλοντας με διπλωματία και όχι με καυγάδες, επιστρατεύοντας το χιούμορ και την ευγένεια, τον έλεγχο των μέτρων. 


Οι 60 συνάνθρωποί μας που πεθαίνουν κάθε μέρα είναι συμπολίτες μας, γείτονές μας, φίλοι μας, γνωστοί μας. Δεν μπορούμε να παρατηρούμε το γεγονός απαθείς ή αμήχανοι αρνούμενοι να εμπλακούμε προσωπικά στη διαχείρισή της και να εξαντλουμαστε σε ανόητους τελετουργικούς καυγάδες.  Σε αυτό, το τελευταίο, τα κόμματα έχουν τεράστιες ευθύνες. Όμως, τα κόμματα δεν υπάρχει περίπτωση να φτιάξουν σύντομα ενώ ο καθένας από μας μπορεί να δράσει άμεσα. Σήμερα. Τώρα.