Το αίτημα που εκφράστηκε από βουλευτές, εκπρόσωπους των επιμελητηρίων, παραγωγικές τάξεις και τοπικούς δημοτικούς παράγοντες όλων των πολιτικών αποχρώσεων, για την επανίδρυση του αυτόνομου Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδας με έδρα το Αγρίνιο, αντήχησε με ιδιαίτερα παράφωνο τρόπο στην Ελλάδα του 2021.
Την ίδια στιγμή, που η αναδιάρθρωση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις, για το «ξεβάλτωμα» της ελληνικής οικονομίας, οι δυνάμεις της αντίδρασης, σηκώνουν το χειρόφρενο, απέναντι στον μονόδρομο της πραγματικότητας.
Οι λεγόμενες «ντόπιες» κοινωνίες που για πολλά χρόνια, οι εκπρόσωποι τους στο κοινοβούλιο και στον κυβερνητικό μηχανισμό, τους έκαναν δώρο μια σταθερή «πελατεία», για τα ακίνητα τους, για τα εμπορικά καταστήματα τους, για τις καφετέριες, τα εστιατόρια και τα ΚΤΕΛ, αντιδρούν στη ορθολογικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Φυσικά και δεν ανησυχούν ούτε για το επίπεδο σπουδών, ούτε για την ποιότητα των πτυχίων, ούτε για τη διασύνδεση ανάμεσα στα πανεπιστήμια και την αγορά εργασίας. Ανησυχούν για τις γκαρσονιέρες και τα «πανωσηκώματα» που θα μείνουν ξενοίκιαστα, για τις καφετέριες που θα χάσουν τους τακτικούς θαμώνες τους και τα εμπορικά καταστήματα που θα απωλέσουν έσοδα που προέρχονταν από τους φοιτητές.
Και δεν είναι μόνο το Αγρίνιο. Στη χώρα μας σήμερα, 55 διαφορετικές πόλεις, φιλοξενούν πάνω από 430 τμήματα, των 23 ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το παρακμιακό σύνθημα του υπουργού αθλητισμού της δικτατορίας, «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», βρήκε εφαρμογή κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, στο χώρο των Πανεπιστημίων.
Ο πανεπιστημιακός χάρτης της χώρας έχει σχεδιαστεί με βάση συμφέροντα, που ουδεμία σχέση έχουν να κάνουν με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη διασύνδεση της με την πραγματική οικονομία. Ιδρύθηκαν Πανεπιστήμια σε περιοχές με καθαρά ψηφοθηρικά κριτήρια. Ιδρύθηκαν τμήματα με περιεχόμενο σπουδών, που να ταιριάζει με συγκεκριμένα καθηγητικά συμφέροντα. Διδάσκονται μαθήματα, με επικαλυπτόμενα αντικείμενα, με αντικείμενα ξεπερασμένα, που όμως «δένουν» με τα διδακτορικά και τις εξειδικεύσεις του διδακτικού προσωπικού. Με δυο λόγια ο πανεπιστημιακός χάρτης δεν αφορά κυρίως τις σπουδές των φοιτητών, αλλά τη διατήρηση ενός ανορθολογικά κτισμένου κατεστημένου.
Σαν αποτέλεσμα, τα στατιστικά δεδομένα δεν είναι ευχάριστα. Έτσι η χώρα μας βρίσκεται πρώτη στην ΕΕ στον αριθμό φοιτητών, που υπερβαίνει το 6% του συνολικού πληθυσμού. Όμως στο ποσοστό αποφοίτων, φιγουράρει στη τελευταία θέση, αφού ποσοστό κάτω από το 10%, αποφοιτά από τα ΑΕΙ. Αυτό σημαίνει ότι κάποια εκατομμύρια ευρώ πετάχτηκαν από το παράθυρο, για να εισαχθούν νέα παιδιά στα πανεπιστήμια και ακόμα περισσότερα εκατομμύρια ευρώ πετάχτηκαν, για να βρεθούν αυτά τα παιδιά αντιμέτωπα με την αδυναμία ολοκλήρωσης των σπουδών τους και με το φάσμα της ανεργίας μπροστά στα μάτια τους.
Κατά τα άλλα, μας χαλάει η υιοθέτηση της βάσης και η ορθολογική συγχώνευση, ή και κατάργηση τμημάτων. Και όμως, όχι μόνο η αντιπολίτευση της Αριστεράς που θεωρεί τα πανεπιστήμια ως εκκολαπτήρια πολιτικών στελεχών, αλλά και μέλη του υπόλοιπου πολιτικού φάσματος, ανθίστανται στις αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις. Φορτίζοντας συναισθηματικά τους γονείς και τους υποψήφιους των εξετάσεων, με το επιχείρημα ότι τα παιδιά θα μείνουν «έξω από τις σχολές», αποκρύπτοντας την πραγματικότητα των σχολών.
Η Αριστερά θέλει τα πανεπιστήμια ως ορμητήρια αγωνιστικών εξεγέρσεων. Η πλειονότητα του καθηγητικού κατεστημένου, δεν επιθυμεί να αλλάξει ούτε το παραμικρό στο υπάρχον «status quo», όπως είχε φανεί και από τις αντιδράσεις στο νόμο Διαμαντοπούλου. Οι μικρές τοπικές κοινωνίες με τη δύναμη των ψήφων τους, αντιδρούν στον επανασχεδιασμό του πανεπιστημιακού χάρτη, καθώς θίγεται μια σειρά από οικονομικά συμφέροντα.
Η κυβέρνηση, καλείται να ανατρέψει το υπάρχον καθεστώς και να οδηγήσει την παιδεία στα πλαίσια του σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Διότι καλοί οι ευρωπαϊκοί πόροι, καλές και οι επενδύσεις, αλλά το βασικότερο όλων είναι να κτισθεί το επαγγελματικό και τεχνολογικό προσωπικό, που θα στηρίξει την ανάπτυξη και θα περάσει τη χώρα απέναντι. Και εδώ η κυβέρνηση, χρειάζεται να σπάσει πολλά αβγά.