Τακτική αναδίπλωση της Τουρκίας στο θέμα των S-400, που μπορεί να είναι προσχηματική, ακόμη και ευθέως προκλητική, αν για παράδειγμα προταθεί τελικά η μετεγκατάστασή τους στα κατεχόμενα της Κύπρου, «βλέπει» ενόψει της συνάντησης της Δευτέρας Μπάιντεν-Ερντογάν ο Κώστας Λάβδας.
Αποκλείει να υπάρξει από την Αγκυρα στρατηγική αναπροσαρμογής των στόχων της, οπότε ο Μπάιντεν και η ομάδα του θα αναζητήσουν ένα νέο πεδίο συνεννόησης με την Τουρκία, προσθέτοντας ότι τη θέλουν στο ΝΑΤΟ, παρ’ ότι όχι σε ένα στενό κύκλο συμμάχων με αυξημένη συνεργασία και εμπιστοσύνη σε θέματα ανταλλαγής και επεξεργασίας πληροφοριών και συντονισμού σε κρίσιμα ζητήματα.
Στα ελληνοτουρκικά, η Αθήνα, όπως λέει, ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο, οφείλει να επιμείνει στην θέση ότι η Τουρκία πρέπει οπωσδήποτε κάτι να δώσει, σε κάτι ουσιαστικά να υποχωρήσει από τη μεγάλη πια γκάμα των αναθεωρητικών της απαιτήσεων.
«Διαφορετικά, η Αγκυρα θα έχει πετύχει τους στόχους της με τον αναθεωρητικό μαξιμαλισμό που επιδεικνύει και την πρόσθετη νομιμοποίηση μιας δήθεν εποικοδομητικής προοπτικής συνομιλιών με την Αθήνα», σημειώνει ο κ. Λάβδας.
Μεγάλες προσδοκίες, δύσκολες προοπτικές, αυτό έχουμε συνολικά μπροστά μας, όπως λέει, για τις κρίσιμες συναντήσεις της Δευτέρας, εκτιμώντας ότι η ιδανική τους έκβαση θα ήταν να αφήσουν όλες τις πλευρές προσωρινά ικανοποιημένες.
Οι συναντήσεις της Δευτέρας αντιμετωπίζονται ως εξαιρετικά κρίσιμες από τα διεθνή μέσα. Αρχής γενομένης από τη συνάντηση Μπάιντεν - Ερντογάν, όλα δείχνουν ότι το ζήτημα των S-400 θα κυριαρχήσει. Αλλά οι ΗΠΑ κάνουν με κάθε ευκαιρία σαφές ότι δεν πρόκειται να αποδεχτούν την παραμονή των S-400 στην Τουρκία μέσω μιας συμβιβαστικής λύσης. Θα δεχτεί τελικά ο Ερντογάν να τους ξεφορτωθεί;
Οι ΗΠΑ με τη νέα κυβέρνηση επιθυμούν να δώσουν την εντύπωση μιας πλήρους επιστροφής στις ευρωατλαντικές σχέσεις. Με αυτή την έννοια, η ιδανική έκβαση των συναντήσεων θα ήταν μια σειρά συνεννοήσεων που θα άφηναν όλες τις πλευρές ικανοποιημένες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Όμως, σε τελική ανάλυση, οι συναντήσεις κορυφής διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Κάποιες αποτελούν επιστέγασμα μιας επίπονης πορείας που καταλήγει σε νέες εκβάσεις, σφραγίζουν μια νέα ισορροπία που έχει διαμορφωθεί. Κάποιες άλλες συνιστούν σημαντικό βήμα σε μια σύνθετη διαδικασία που βρίσκεται υπό εξέλιξη. Οι συναντήσεις της 14ης Ιουνίου ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία.
Ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, παρά τα όσα λέγονται, παρά τις υπερβολικές προσδοκίες, μεταξύ άλλων και τις προσδοκίες των οικονομικών δρώντων που οδήγησαν την Παρασκευή σε υψηλά επίπεδα την τουρκική λίρα.
Θα ικανοποιηθούν προσωρινά και αυτοί, όπως όλοι, με κάποιες από τις δηλώσεις. Μεγάλες προσδοκίες, δύσκολες προοπτικές: αυτό έχουμε μπροστά μας συνολικά.
Σε κάθε περίπτωση, τι κλίμα διαμορφώνεται για την Τουρκία ενόψει των κρίσιμων συναντήσεων της Δευτέρας; Η φιλοδοξία του Μπάιντεν να φτιάξει μία «συμμαχία δημοκρατιών» δεν έρχεται σε σύγκρουση με το όλο και πιο αυταρχικό στυλ του Ερντογάν; Ποια η πρόβλεψή σας;
Επιχειρώντας με ακροβατισμούς μεταξύ Ανατολής και Δύσης να προωθήσει την αναθεωρητική ατζέντα της, η Άγκυρα έχει οδηγηθεί σε δύσκολες σχέσεις με αρκετούς δυτικούς δρώντες.
Επιπρόσθετα, η επιταχυνόμενη αυταρχική διολίσθηση του καθεστώτος στην Άγκυρα έχει πλήξει πολύ έντονα την εικόνα της Τουρκίας στη Δύση.
Με τον Μπάιντεν, οι ΗΠΑ ασκούν πραγματική κριτική σε θέματα αξιών, δημοκρατίας και δικαιωμάτων ενώ παράλληλα καθιστούν σαφές ότι το ζήτημα των S-400 παραμένει κρίσιμο.
Όμως οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να αναζητηθεί ένα νέο – το τονίζω, νέο – επίπεδο και πεδίο συνεννόησης με την Τουρκία. Πολλά έχουν αλλάξει και δεν επιστρέφουν στην προηγούμενη κατάσταση, όποια και αν θεωρούν στην Ουάσιγκτον ότι ήταν η κατάσταση αυτή. Θα πιέσουν για τους S-400 πρωτίστως και για πολλά άλλα ζητήματα δευτερευόντως.
Αλλά ο Μπάιντεν και η ομάδα του θέλουν την Τουρκία στο ΝΑΤΟ, παρότι όχι σε ένα στενό κύκλο συμμάχων με αυξημένη συνεργασία και εμπιστοσύνη σε θέματα ανταλλαγής και επεξεργασίας πληροφοριών, συντονισμού σε κρίσιμα ζητήματα κλπ.
Βλέπετε ενόψει της συνάντησης Μητσοτάκη - Ερντογάν, μια διάθεση από Τουρκία για εποικοδομητικό διάλογο, σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της θάλασσας;
Η Ελλάδα και είναι και πρέπει να φαίνεται ότι είναι προσανατολισμένη στην ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με κάθε χώρα, οπότε οι συνομιλίες είναι πάντα ευπρόσδεκτες.
Όμως μπορεί και οφείλει να επιμείνει με στιβαρό τρόπο στη θέση ότι, σε αυτή τη συγκυρία, η Τουρκία πρέπει οπωσδήποτε κάτι να δώσει, σε κάτι ουσιαστικό να υποχωρήσει από τη μεγάλη, πια, γκάμα των αναθεωρητικών της απαιτήσεων.
Σε διαφορετική περίπτωση η Άγκυρα θα έχει πετύχει τους στόχους της με τον αναθεωρητικό μαξιμαλισμό που επιδεικνύει και την πρόσθετη νομιμοποίηση μιας δήθεν εποικοδομητικής προοπτικής συνομιλιών με την Αθήνα.
Πολύ σωστά ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε προχθές ότι η Αθήνα αποδέχεται τη θετική ατζέντα απέναντι στην Άγκυρα, αλλά με τρόπο σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο, όπως έχει ήδη δηλώσει η ΕΕ από τον Μάρτιο, και υπό την προϋπόθεση ότι η αποκλιμάκωση θα διατηρηθεί και ότι η Τουρκία θα συμμετάσχει με εποικοδομητικό τρόπο στον διάλογο, σεβόμενη τους όρους που θέτει η ΕΕ σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Είναι σημαντικό, όπως έχω εξηγήσει κατά καιρούς, να αντιληφθούμε σε αυτό το πλαίσιο ότι οι σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας πρέπει να φύγουν από την προβληματική εμμονή σε μια αίτηση πλήρους ένταξης που ουσιαστικά είναι ξεπερασμένη και να εστιαστούν σε ένα καθεστώς ειδικών σχέσεων που θα περιλαμβάνει σαφή και ισχυρή πολιτική και γεωπολιτική αιρεσιμότητα.
Προσοχή όμως. Αυτό δεν θα πρέπει να συγχέεται με μια ξαναζεσταμένη λειτουργιστική προσέγγιση για την εξέλιξη προς την ειρήνη, όπως λανθασμένα νομίζουν κάποιοι.
Στη βασική λειτουργιστική λογική, υποτίθεται ότι ξεκινάμε από κάποια επιμέρους ζητήματα αμοιβαίου οφέλους και χαμηλής πολιτικής και σταδιακά διαμορφώνονται συνθήκες εμπιστοσύνης. Πρόκειται για γνωστή, παλαιότατη και πολλαπλώς δοκιμασμένη προσέγγιση, η οποία σε ορισμένα περιβάλλοντα δουλεύει και σε άλλα όχι.
Όσοι αφελώς επιμένουν να την εφαρμόσουν στις σχέσεις μας με την Τουρκία θα απογοητευτούν οικτρά. Βέβαια, για να είμαι απολύτως σαφής, θα απογοητευτούν στο μέτρο που στόχος μας παραμένει – όπως επιμένω από χρόνια – όχι απλώς η πρόσκαιρη αποφυγή συγκρούσεων αλλά μια βιώσιμη ειρήνη με την Τουρκία χωρίς υποχωρήσεις απέναντι στα αναθεωρητικά σχέδιά της.
Το καθεστώς στη γείτονα έχει χαράξει μια σαφή αναθεωρητική στρατηγική που ενέχει κινδύνους αβυσσαλέας αντιπαράθεσης στην περιοχή.
Συμφωνείτε με την άποψη ότι στριμωγμένος ανάμεσα στον κίνδυνο μίας οικονομικής κρίσης και τις περιορισμένες επιλογές εξωτερικής πολιτικής, τελικά ο Ερντογάν θα υποχρεωθεί να μετριάσει τις διεθνείς φιλοδοξίες του;
Η σύντομη απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Δεν συμφωνώ, με την έννοια ότι είναι άλλο πράγμα η τακτική αναδίπλωση και άλλο η στρατηγική αναπροσαρμογή.
Βλέπω μια ενδεχόμενη τακτική αναδίπλωση – στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να υπάρξουν και υποχωρήσεις σε σχέση με τους S-400, όπως π.χ. να μετεγκατασταθούν στο Κατάρ – αλλά όχι στρατηγική αναπροσαρμογή.
Άλλωστε και η υποτιθέμενη τακτική αναδίπλωση μπορεί να είναι προσχηματική, ακόμη και ευθέως προκλητική, αν π.χ. προταθεί η μετεγκατάσταση των S-400 όχι στο Κατάρ αλλά στα κατεχόμενα.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ως προς την Τουρκία σήμερα ότι δεν πρόκειται για «εξαγωγή των εσωτερικών προβλημάτων», όπως ακούμε συχνά. Οι μετατοπίσεις στις εσωτερικές συνθήκες προφανώς διαδραματίζουν ρόλους, αλλά δεν αποτελούν αιτία της τουρκικής εξωτερικής συμπεριφοράς.
Όπως έχουμε εξηγήσει από χρόνια, η Τουρκία γίνεται περισσότερο αναθεωρητική, επεκτατική και επικίνδυνη όταν ισχυροποιείται. Όχι μόνον όταν έχει εσωτερικά προβλήματα ή/και πιέζεται, αλλά κυρίως όταν αποκτά ισχύ. Αυτό, όπως έχω ξαναπεί, είναι το κρίσιμο σημείο για μένα.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπως επισημαίνει εδώ και δεκαετίες ο François Géré, έδωσε στην Τουρκία την αίσθηση μιας νέο-οθωμανικής οπτικής. Αυτό ενισχύθηκε με την έκρηξη των οικονομικών μεγεθών σε μια χώρα με εντυπωσιακή δημογραφική δυναμική.
Το τουρκικό ΑΕΠ πλησίασε το 1 τρισ. δολάρια το 2013-14 και συγκρατήθηκε, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, σχεδόν στα 700 δισ. το 2020.
Ο Ερντογάν έχει αποκτήσει σήμερα ένα διεθνές και διεθνικό μουσουλμανικό ακροατήριο με σημαντική δυναμική. Παράλληλα, οι τουρκικές ελίτ συνάντησαν τα απωθημένα σχέδια του τουρκικού βαθέως κράτους σε ένα όραμα επέκτασης και ηγεμονικής αναρρίχησης. Μόλις προχθές ο ηγέτης της Κεμαλικής αντιπολίτευσης δήλωσε ότι στηρίζει τη λύση των δυο κρατών στην Κύπρο.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως περαιτέρω εμβάθυνση περιφερειακών συνεργασιών σε κάθε επίπεδο (όπως η εξαιρετική συμφωνία με τα Εμιράτα), χρειάζεται ουσιαστική εμβάθυνση της σχέσης με τη Γαλλία εντός του πάντα πολύτιμου ευρωατλαντικού πλαισίου, χρειάζεται συνεχές χτίσιμο της στρατηγικής αποτρεπτικής ικανότητας χωρίς ψευδο-τεχνικά διλήμματα και συνεπή ανάδειξη του ρόλου της Ελλάδας ως αξιόπιστου και αξιόμαχου συνόρου της Δύσης στα ανατολικά.
Ανεξαρτήτως συναντήσεων και πρωτοσέλιδων, κάθε απόκλιση από αυτούς τους στόχους θα έχει σοβαρό εθνικό κόστος.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη