Του Αλέξανδρου Σκούρα
Πολλές αντιδράσεις και έντονη ανησυχία προκάλεσε η φετινή έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σύμφωνα με την οποία ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών στα ελληνικά σχολεία είναι εξαιρετικά πιθανό να αποφοιτήσουν από την υποχρεωτική εκπαίδευση λειτουργικά αναλφάβητοι. Συστημικά προβλήματα που ξεκινούν από το δημοτικό - αν όχι από την προσχολική εκπαίδευση - και εντείνονται στο γυμνάσιο και το λύκειο έχουν ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των μαθητών να έχουν σημαντικά χαμηλότερες από τη βάση επιδόσεις στη νεοελληνική γλώσσα, τα μαθηματικά, τη φυσική και τη χημεία.
Μάλιστα, ο λειτουργικός αυτός αναλφαβητισμός επεκτείνεται και σε άλλα, απαραίτητα για τη ζωή ενός αυριανού πολίτη αντικείμενα, όπως η πολιτική αγωγή και οι βασικές αρχές της οικονομίας. Πολλοί ακόμη και απόφοιτοι λυκείου - με δυσκολία αντιμάχομαι τον πειρασμό να γράψω “οι περισσότεροι” - αγνοούν ακόμη και τις βασικές προβλέψεις του Συντάγματος για τις ατομικές ελευθερίες, και αδυνατούν ακόμη και να κάνουν έναν στοιχειώδη οικονομικό προγραμματισμό, για να μη μιλήσουμε για την κατανόηση όρων όπως “χρέος”, “έλλειμμα”, “επιτόκιο” και ούτω καθεξής.
Αυτός ο αναλφαβητισμός είναι τόσο εκτεταμένος και βαθύς που πλέον έχει εμποτίσει την κοινωνία μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη αποστροφή της πρώην Υπουργού κ. Έφης Αχτσιόγλου, η οποία σε ένα τουίτ έγραψε κατά λέξη “Εμείς δεν περιμένουμε την ανάπτυξη για να αυξηθούν οι μισθοί. Με την αύξηση των μισθών έρχεται η ανάπτυξη”.
Ένας και μόνο τρόπος υπάρχει ώστε οι μισθοί να μην ακολουθούν την ανάπτυξη: η αποσύνδεση του ονομαστικού από τον πραγματικό μισθό, δηλαδή ο πληθωρισμός. Όντως, ένα κράτος μπορεί να κάνει τον μέσο εργαζόμενο ακόμη και δισεκατομμυριούχο. Κι αυτό συνέβη πρόσφατα, σε χώρες όπως η Ζιμπάμπουε. Όμως η αγοραστική δύναμη αυτών των ονομαστικώς δισεκατομμυριούχων στο τοπικό νόμισμα, όχι μόνο δεν αυξάνεται, αλλά κατά κανόνα μειώνεται δραματικά.
Όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για την αύξηση των μισθών δεν πρέπει να κοιτούν προς το κράτος και τη νομοθεσία με σκοπό την επιβολή τους. Αντίθετα θα ενθάρρυναν και θα υποστήριζαν πολιτικές που αυξάνουν την κερδοφορία των επιχειρήσεων, αυξάνουν τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας και βελτιώνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, δηλαδή την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας μας.
Κάποιοι βεβαίως, μπορούν να αντιτάξουν ότι μερικές φορές στον καπιταλισμό οι μισθοί σημειώνουν καθυστέρηση σε σχέση με την ανάπτυξη. Αυτό όντως συμβαίνει, όμως κι εδώ η αιτία δεν είναι αυτή που φαντάζεται η τέως Υπουργός - συμβαίνει όταν το κράτος, διευθύνοντας την οικονομία όπως ονειρεύεται η κ. Αχτσιόγλου και οι σύντροφοί της, δημιουργεί καρτέλ και τεχνητά ολιγοπώλια.
Οι μισθοί, όταν η οικονομία λειτουργεί σωστά, αντανακλούν την προστιθέμενη αξία που παράγει η εργασία για τους καταναλωτές. Κάθε προσπάθεια διατάραξης αυτής της σχέσης υπονομεύει τις προοπτικές πραγματικής αύξησης των μισθών, δηλαδή αύξησης των πραγμάτων που μπορούμε να κάνουμε με την αμοιβή της εργασίας μας. Αυτή η αρχή, που όχι μόνο θεωρητικά είναι ακλόνητη, αλλά και εμπειρικά επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά, διαφεύγει της διατελέσασας Υπουργού Εργασίας. Ευτυχώς, η κ. Αχτσιόγλου δεν έχει σήμερα, λόγω της πρόσφατης ψήφου των Ελλήνων, τη δυνατότητα να δοκιμάσει στην πράξη τις οικονομικά αναλφάβητες ιδέες της. Το αν όμως θα αποκτήσει ξανά στο μέλλον αυτή τη δυνατότητα, θα εξαρτηθεί από το πώς θα αντιδράσουμε ως κοινωνία στον ευρύτερο λειτουργικό αναλφαβητισμό - από το πόσο αποτελεσματικά θα μεταρρυθμίσουμε το σχολείο ώστε να δίνει στους αυριανούς πολίτες και πολιτικούς τις στοιχειώδεις γνώσεις για την κατανόηση της πραγματικότητας και την θετική παρέμβαση επ' αυτής.