Του Κώστα Μποτόπουλου
Δύο πιστεύω πως είναι οι ασφαλέστεροι τρόποι για να κριθούν όσο πιο αντικειμενικά γίνεται οι επιδόσεις της απερχόμενης κυβέρνησης. Ο πρώτος είναι να σκεφτούμε τι έκανε σε τομείς που δεν επηρεάστηκαν άμεσα από τα μνημόνια. Ο δεύτερος με τι τρόπο προσπάθησε να «γυρίσει» την κατάσταση μετά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια. Όποιον τρόπο και να επιλέξουμε, ιδίως δε τον συνδυασμό τους, η κυβέρνηση μένει κάτι παραπάνω από μετεξεταστέα.
Το τι συνέβη μετά τις μεγαλόστομες εξαγγελίες της Ιθάκης και την έκτοτε αδιάλειπτη προπαγάνδα περί «κανονικότητας» ήταν προβλέψιμο, γιατί ήταν γραμμένο στα γονίδια της συγκεκριμένης ομάδας εξουσίας: η «έξοδος» ποτέ δεν έγινε αντιληπτή ως ευκαιρία για μια νέα αρχή πάνω σε υγιέστερες βάσεις, από την πρώτη στιγμή αντιμετωπιζόταν ως αφορμή για επιστροφή στις χειρότερες συνήθειες του πελατειακού κράτους.
Την κυβέρνηση δεν ενδιέφερε και συνεχίζει να μην ενδιαφέρει να τεθούν οι βάσεις της πραγματικής ανάπτυξης, δηλαδή να τονωθεί η παραγωγικότητα, να βελτιωθούν οι υποδομές, να τεθούν και να ακολουθηθούν προτεραιότητες, να γίνει φιλικότερη και αποτελεσματικότερη η Δημόσια Διοίκηση, πιο γρήγορη η Δικαιοσύνη, πιο προβλέψιμη η φορολόγηση και πιο ελκυστική η χώρα μας για επενδύσεις.
Η οικονομία είναι μέσο για άσκηση επιδοματικής πολιτικής, κρατικών προσλήψεων, εξάπλωσης της φτώχειας διά του διαμοιρασμού της και δημιουργίας φραστικών διαχωριστικών γραμμών. Δεν προκαλούν έκπληξη, συνεπώς ούτε η υπεράσπιση των ασήκωτων πλεονασμάτων ούτε οι συνεχείς εξαγγελίες παροχών ούτε η άρνηση να σεβαστεί το κράτος τις υποχρεώσεις του και τις αντοχές όσων πολιτών δεν ζουν και δεν θέλουν να ζήσουν από ελεημοσύνη ούτε η αύξηση της γραφειοκρατίας και η εκδίωξη των επενδύσεων. Δεν είναι να απορούμε, αλλά όχι βέβαια και να αδιαφορούμε.
Πιο αποφεύξιμη, και γι' αυτό πιο δραματική ως προς τις συνέπειές της, είναι η υστέρηση σε τομείς στους οποίους τις βασικές αποφάσεις δεν καθόριζαν, από τότε που ήλθε στην εξουσία η παρούσα κυβέρνηση, ούτε τα μνημόνια ούτε οι δανειστές. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε αρκετούς, με πρώτον ίσως τον τομέα του Κράτους Δικαίου, στον οποίο έχω αναφερθεί επανειλημμένως, ας σταθούμε όμως σήμερα, λόγω επικαιρότητας αλλά και εμβληματικότητας, μόνο σε έναν: την Παιδεία.
Τρεις υπουργοί διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον, χωρίς κανείς να αποστεί από το κυβερνητικό μείγμα και δόγμα πισωγυρίσματος, ιδεοληψίας και προχειρότητας, αλλά και κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί και ως προς τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, τον σημερινό κατέχοντα το θώκο.
Αλλαγές συστημάτων στο πόδι, περιλαμβανομένων των πανελλήνιων εξετάσεων, ακατανόητες και αντισυνταγματικές συγχωνεύσεις, καταργήσεις και συμμείξεις πανεπιστημιακών και επαγγελματικών σχολών, αδιαφορία για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και φληναφήματα για τη δευτεροβάθμια, νομοσχέδια - σκούπες και σκούπισμα ικανών αλλά μη αρεστών προσώπων - όλα αυτά, μαζί και χύμα, μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, από έναν άνθρωπο κατά τα άλλα έντιμο, μορφωμένο, αντισυμβατικό και αυτοσαρκαζόμενο, δεν μπορεί παρά να αποτελούν απόδειξη του πόσο διαφθείρει όχι μόνο η ίδια η εξουσία αλλά και η καταραμένη για την «Αριστερά» διαχείρισή της.
Χωρίς διαχείριση, όμως, χωρίς δηλαδή αποφάσεις υπέρ του γενικού συμφέροντος σε τομείς που αγγίζουν τη ζωή των πολιτών, καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έπραξε το καθήκον της. Και, κυρίως, καμία χώρα δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 19 Απριλίου