Τα πάντα, τόσο στην ομιλία του στο Βελλίδειο το Σάββατο όσο και στη συνέντευξη Τύπου την Κυριακή, μαρτυρούσαν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν επιχείρησε απλώς να απευθυνθεί στο μάλλον ετερόκλητο πλήθος που τον Ιούλιο του 2019 έδωσε στο κόμμα του την αυτοδυναμία, κάποιοι ψηφίζοντας για πρώτη φορά τη Νέα Δημοκρατία αλλά θέλησε να επανανοηματοδοτήσει τους όρους αυτής της συνύπαρξης δίνοντας το επόμενο ραντεβού μαζί του στις κάλπες.
Ο μετριοπαθής αλλά σταθερός του τόνος, η αποφυγή κάθε «εμπρηστικής» αναφοράς στην Αντιπολίτευση αλλά και η ίδια η δομή της ομιλίας, η καλά επεξεργασμένη και όχι απλώς διακηρυκτική παρουσίαση των οικονομικών μέτρων, θέλησε να δώσει το μήνυμα «Ναι μεν ξοδεύουμε πολλά αλλά δεν το κάνουμε τυφλά με κίνδυνο να οδηγηθούμε πάλι στην καταστροφή. Ξέρουμε τι μας γίνεται».
Είναι αλήθεια ότι ο περίφημος χώρος του Κέντρου που φέρει τη συμβολική επωνυμία «Μένουμε Ευρώπη» ο οποίος θα κρίνει την έκβαση και των επόμενων εκλογών υπό δραματικές, αυτή τη φορά, συνθήκες, είχε αρχίσει να διαλύεται. Όχι βέβαια εξαιτίας των τελευταίων γεγονότων αλλά νωρίτερα.
Η τριετής διακυβέρνηση ανέδειξε πως το Αντισύριζα από μόνο του καθώς και η υπεράσπιση του ευρωπαϊκού κεκτημένου της χώρας από τις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού που το έθεσαν υπό σοβαρή αμφισβήτηση, δεν λειτούργησε ως δυνατό συγκολλητικό υλικό όταν η κυβέρνηση δοκιμάστηκε στα καθημερινά.
Για την πλειοψηφία του Μένουμε Ευρώπη δεν είναι αρκετό το να μην κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ. Σοβαρά ζητήματα όπως το μέγεθος του Κράτους (η κυβέρνηση έκανε πολλές κομματικές προσλήψεις), η Κοινωνική Ασφάλιση (ξεφυτρώνουν διαρκώς νέες κατηγορίες συνταξιούχων με την αιτιολογία ότι διορθώνονται «κοινωνικές αδικίες»), η saga της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, η μη εφαρμογή του νόμου για τις συναθροίσεις, οι σοβαρές περιβαλλοντικές ατασθαλίες στο όνομα της ανάπτυξης και δη της ευτελέστερης, της Τουριστικής αλλά και η ρητορική της κυβέρνησης για τα θέματα ασφάλειας και το προσφυγικό/μεταναστευτικό που όχι σπάνια ξεφεύγει στα άκρα, έχουν δημιουργήσει εντάσεις που το αναμφισβήτητα θετικό έργο της κυβέρνησης σε όλους τους τομείς, δεν είχε καταφέρει να εκτονώσει γιατί και η ίδια η κυβέρνηση αντί υπερασπίζεται το έργο της καθημερινά και να το νοηματοδοτεί με όρους πολιτικούς, δηλαδή με τον τρόπο που το Κέντρο καταναλώνει την πολιτική, προτιμούσε την εύκολη αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια στιγμή ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι η μεγάλη πολιτική απογοήτευση για τον προοδευτικό κόσμο που δείχνει να αδυνατεί να αναδείξει προσωπικότητες ανάλογες της πολιτικής του παράδοσης.
Ο κίνδυνος λοιπόν το Μένουμε Ευρώπη να διαρραγεί οριστικά δια της αποχής και όχι δια της μετατόπισης ενός μέρους του στο ΠΑΣΟΚ ήταν υπαρκτός και σε αυτόν ακριβώς θέλησε να απαντήσει το διήμερο που μας πέρασε.
Ο πρωθυπουργός δεν περιορίστηκε στον απολογισμό του κυβερνητικού έργου από το οποίο εμείς τουλάχιστον ξεχωρίζουμε την κοινωνική του διάσταση και την ψηφιακή διακυβέρνηση που όμως αν περιοριστεί στο επίπεδο των υπηρεσιών, χωρίς να προχωρήσει παράλληλα ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της διοίκησης δεν θα δείξει τη δυναμική του.
Ο πρωθυπουργός παρουσίασε ένα καλά επεξεργασμένο σχέδιο στοχευμένων οικονομικών παρεμβάσεων, αντί για τις συνηθισμένες «ατάκτως ερριμένες» προεκλογικές υποσχέσεις, η στόχευση του οποίου περιγράφηκε με όρους πολιτικούς: στόχος να στηριχθούν οι νέοι, οι αδύναμοι και να περιοριστούν οι ανισότητες με παράλληλη ενίσχυση του ελευθέρως επιχειρείν και του κόσμου της παραγωγής μέσα από φοροελαφρύνσεις και κίνητρα για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Στην πραγματικότητα ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε ένα σχέδιο που δίνει ένα νέο νόημα στη συνύπαρξη του ετερόκλητου κόσμου του Κέντρου με το κόμμα του δίνοντας ένα νέο ραντεβού στην κάλπη που υπερβαίνει κατά πολύ το δίλημμα «Νέα Δημοκρατία ή χάος».
Η υπόσχεση δεν περιορίζεται στο «να μην επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ» αλλά επαναλαμβάνει τη βούληση να προχωρήσουμε μπροστά σ’ένα κόσμο κινδύνων, αβεβαιότητας στον οποίο όμως η ελπίδα δεν έχει σβήσει.
Δεν ξέρουμε πόσοι γνωρίζουν και πολύ περισσότερο πόσοι εμπνέονται σήμερα από τον Γιώργο Θεοτοκά που ο Πρωθυπουργός ανέφερε στην κατακλείδα της ομιλίας του. Στα άρθρα του στον Τύπο υποστήριζε παθιασμένα την πολιτική του New Deal, τη «Νέα Συμφωνία» του Φραγκλίνου Ρούσβελτ που ήθελε το Κράτος μιας δημοκρατίας με καπιταλιστική δομή οικονομίας να παρεμβαίνει για να περιορίζει τις ανισότητες.
Λίγο αργότερα και πιο πολύ από την επιθυμία του να στηρίξει ιδεολογικά τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο Θεοτοκάς είχε πάντα την αγωνία η Ελλάδα να προλάβει τις εξελίξεις της εποχής ώστε να μην μείνει πίσω.
Το να μην μείνουμε πίσω από τις εξελίξεις της εποχής μας παραμένει και σήμερα η αγωνία των μετριοπαθών δημοκρατών Ελλήνων, λιγότερο ή περισσότερο προοδευτικών.
Είναι βέβαιο ότι η υπόσχεση του Κυριάκου Μητσοτάκη καταγράφηκε. Τους επόμενους μήνες, μέχρι τις κάλπες, ο κόσμος του Κέντρου θα περιμένει να βλέπει τον κεντρώο, δημοκρατικό τρόπο διακυβέρνησης που θα περιγράφεται και θα νοηματοδοτείται με την ανάλογη ρητορική στο ανάλογο ύφος.
Στις δυτικές κοινωνίες του 21ου αιώνα, σε κανένα δεν αρκεί το να μπορεί απλώς να πληρώνει τους λογαριασμούς του ρεύματος. Παρά τις δυσκολίες αξιώνουμε τον αξιοπρεπή βίο που μόνο η ανοιχτή, δημοκρατική πολιτεία μπορεί να εξασφαλίσει.