Ο ΣΥΡΙΖΑ φαινομενικά είναι πολιτικό κόμμα. Κατά βάση έχει γίνει η συνεπής πολιτική έκφραση των διαδοχικών κυμάτων του λαϊκισμού στη χώρα χρησιμοποιώντας τον και ως υποκείμενο και ως αντικείμενο.
Απ’ αυτό εκπορεύεται και το νέο «αντάρτικο» κατά των ΜΜΕ και των εταιρειών δημοσκοπήσεων. Πώς λειτουργούν τα Μέσα και πώς λειτουργεί ο κλάδος των δημοσκοπήσεων ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του το γνωρίζουν άριστα.
Τον κλάδο των ΜΜΕ τον ανίχνευσαν και τον ακτινογράφησαν από την περίοδο του ραντεβού με την γάτα των Ιμαλαΐων και την απαίτηση να μπει κομματικός γκαουλάιτερ στο ΔΟΛ μέχρι το τελικό επεισόδιο κλεισίματος του Mega. Αν υπήρξε ένα πεδίο όπου το moto ΣΥΡΙΖΑ «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας» παραφρασμένο στο «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» κυριάρχησε ήταν ο χώρος των μέσων ενημέρωσης.
Συστηματικά με τη μέθοδο «πες - πες» υπονόμευσαν - την προβληματική σε πολλές περιπτώσεις αξιοπιστία των Μέσων, και έριξαν βορά στον λαϊκισμό του συνθήματος «αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» και του γενικού αφορισμού «πουλημένοι» χιλιάδες εργαζόμενους στον κλάδο. Για να χειραγωγήσουν τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ στη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, των πρακτικών και των ανθρώπων του δεν δίστασαν να θυσιάσουν εκατοντάδες που έβγαζαν μεροκάματο στον κλάδο.
Ήταν αλήτες και ρουφιάνοι οι τεχνικοί και οι μοντέρ, οι καθαρίστριες, οι θυρωροί στο Mega ή ήταν πουλημένοι στο σύστημα; Δημοσιογράφοι που άλλοτε έκαναν καριέρες και λεφτά εντός του «παλιού συστήματος» που ο ΣΥΡΙΖΑ κατεδάφισε εντάχθηκαν και υπηρέτησαν μια χαρά το σύστημα ενώ κυβερνούσε και τώρα υπηρετούν μια χαρά στο νέο διαφημιζόμενο αντισυστημισμό του.
Ο λαϊκισμός είναι ο κοινός παρανομαστής του τότε και του τώρα.
Βαφτίζεται στρατηγική ποδηγέτησης η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ΜΜΕ στη διάρκεια του lock down όπως έγινε με όλες τις επιχειρήσεις της χώρας, από καφέ μέχρι ινστιτούτα ομορφιάς αλλά δεν ήταν επιχειρούμενος εξανδραποδισμός της μη αρεστής ενημέρωσης ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες με τα ράντζα και τα βοσκοτόπια.
«Να διερευνηθούν όλες οι περιπτώσεις χειραγώγησης της κοινής γνώμης, με σπατάλη δημοσίου χρήματος. Από λίστα Πέτσα ως εταιρίες
δημοσκοπήσεων που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο» ζήτησε ο κ. Τσίπρας.
Πώς ακριβώς τεκμαίρεται η χειραγώγηση της κοινής γνώμης μέσω των δημοσκοπήσεων; και άντε και αυτό συμβαίνει, πως ακριβώς θα αποδειχθεί
στην εξεταστική επιτροπή που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Θα ήταν μια πρωτοποριακή διαδικασία να καλέσουν στη Βουλή τους ψηφοφόρους να ρωτήσουν γιατί τον Ιανουάριο του 2015 ψήφισαν δαγκωτό ΣΥΡΙΖΑ ενώ οι δημοσκοπήσεις και τα κυρίαρχα μέσα ήθελαν ΝΔ;
Ή να αποκαλύψουν πως στο δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015 «χειραγωγήθηκαν» τελικά να ψηφίσουν ΟΧΙ όταν οι δημοσκοπήσεις έδειχνα το ΝΑΙ να νικάει κατά κράτους.
Για την καταλυτική επίδραση των δημοσκοπήσεων στην τελική ψήφο και επιλογή των ψηφοφόρων, απόδειξη είναι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ!
Μάλλον, εκείνες οι δημοσκοπήσεις και εκείνα τα ΜΜΕ εκείνο τον καιρό δεν ήταν αρκετά…χειραγωγικά.
Το αφήγημα ότι οι δημοσκόποι κατά παραγγελία και τα ΜΜΕ με τσουβάλια κρατικό χρήμα, φτιάχνουν το «κοινωνικό ρεύμα» που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις σερβίρεται ξαναζεσταμένο για την ευάριθμη ομάδα ανθρώπων – ψηφοφόρων που πιστεύουν ότι το εμβόλιο έχει τσιπάκι και τον ιό τον έφτιαξε ο Μπίλ Γκέιτς.
Το λεκτικό χειραγωγούν και όχι στήνουν που χρησιμοποιείται είναι ηπιότερο. Εξάλλου η εξεταστική αν γίνει μπορεί να θέλει να ψάξει εκείνη τη διαβόητη εταιρία δημοσκοπήσεων η οποία έδινε έρευνες συριζαϊκά μέσα και μάταια την έψαχναν από τον ΣΕΔΕΑ να την βρουν και να την εγγράψουν στο μητρώο. Η εταιρία εξαφανίστηκε αλλά κάπου θα έχουν ξεμείνει τα raw data της. Για να έχουμε λίγο το κλίμα από πάνω προς τα κάτω στην Κουμουνδούρου κρατήστε το σχόλιο του Νίκου Παππά λίγο μετά την ανακοίνωση της πρωτοβουλίας για την εξεταστική:
«Δυστυχώς ή ευτυχώς στις ημέρες μας δεν είχαμε, οικονομική άνεση να ενισχύσουμε τον τομέα της ενημέρωσης».
Ακούστηκε λίγο σαν τον Σάντσο Πάντσα όταν προειδοποιούσε τον Δον Κιχώτη ότι αυτό που φαίνεται σαν το κράνος του Μαμπρίνου μπορεί και να μην είναι κράνος. «Πρόσεξέ το καλά, αφεντικό μου, αυτό που λες, κι ακόμα περισσότερο αυτό που πα να κάνεις, είπε ο Σάντσος · γιατί δεν έχω όρεξη να 'χουμε πάλε τίποτα κόπανους που στο τέλος να μας ξετινάξουν πια ολότελα το μυαλό».