Του Κώστα Χρηστίδη*
Η ανταγωνιστικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από το να αντιμετωπίζεις με επιτυχία τους όμοιούς σου -αυτονοήτως μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων που εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο για όλους. Η επιτυχία δεν σημαίνει απαραιτήτως πρωτιά, σημαίνει όμως μια πολύ καλή επίδοση που εξασφαλίζει μία θέση μεταξύ των πρώτων, μία διάκριση. Οι περισσότεροι, αλλά όχι όλοι, εκτιμούν την επιτυχία στον αθλητισμό, στις επιστήμες, στα γράμματα και στις τέχνες. Σημείωσα «όχι όλοι», γιατί υπάρχει και η αντίθετη, η αριστερή άποψη που εκφράζεται με την αλήστου μνήμης φράση «η αριστεία είναι ρετσινιά»...
Η τελευταία αυτή αντίληψη έχει, ατυχώς, πολλούς οπαδούς στον κρίσιμο τομέα της οικονομίας. Αν και τα άτομα, οι επιχειρήσεις και τα κράτη που επιτυγχάνουν οικονομικά απολαμβάνουν μεγαλύτερη ευημερία και ανεξαρτησία, και διαθέτουν περισσότερα υλικά μέσα για να προσπαθήσουν να εκπληρώσουν τους στόχους τους σε κάθε άλλον τομέα, επομένως θα έπρεπε κατ' αρχήν να γίνονται σεβαστά από φίλους και αντιπάλους, εν τούτοις πολύ συχνά αντιμετωπίζονται με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα, αν όχι με φθόνο («that most evil of human evils», κατά την έκφραση του John Stuart Mill).
Μεγαλογιατροί», «μεγαλοδικηγόροι», «μεγαλοκαρχαρίες» είναι συνηθισμένες υποτιμητικές εκφράσεις. Και όμως, ο μεγάλος τζίρος και τα υψηλά κέρδη είναι στοιχεία που θα έπρεπε να ενθαρρύνονται αντί να αποδοκιμάζονται, ειδικά στην Ελλάδα, όπου το μικρό μέγεθος των οικονομικών μονάδων και το πλήθος των αυτοαπασχολούμενων δεν επιτρέπουν την εφαρμογή σύγχρονων οργανωτικών μονάδων, την ανάπτυξη καινοτομιών και τον εξωστρεφή προσανατολισμό. Αντί, ωστόσο, να ενθαρρύνουμε τη μεγέθυνση και τις συγχωνεύσεις μικρών επιχειρήσεων, αν μεγαλώσουν τους επιφυλάσσουμε «προοδευτική» φορολογία, περισσότερες ρυθμίσεις, αυστηρότερους ελέγχους.
Η νοοτροπία αυτή, καθώς και η επί δεκαετίες λειτουργία ενός απροκάλυπτα πελατειακού κράτους οδήγησαν στη δημιουργία του «λάθους ανταγωνισμού»: αντί παραγωγικών επενδύσεων, καινοτομικών μεθόδων και κοπιώδους εργατικότητας, καταβάλλονται προσπάθειες για καλλιέργεια πολιτικών γνωριμιών, πελατειακών σχέσεων και αναξιοκρατικών επιλογών (ανάπτυξη ευνοιοκρατικού καπιταλισμού).
Είναι καιρός οι αντιλήψεις αυτές να αντικατασταθούν από μία κουλτούρα υγιούς ανταγωνιστικότητας. Αυτή προϋποθέτει, κατ' αρχάς, κατάλληλο θεσμικό περιβάλλον: πολιτική και νομισματική σταθερότητα (κυρίως σταθερούς εκλογικούς κύκλους), περιστολή γραφειοκρατίας, βελτίωση του τρόπου απονομής της Δικαιοσύνης. Προϋποθέτει εξορθολογισμό και ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα (με εφαρμογή σε πολύ μεγαλύτερη έκταση της αρχής της αποτελεσματικότητας, παράλληλα με την αρχή της νομιμότητας), μείωση και απλοποίηση της φορολογίας, επιλεγμένες αλλαγές της διδακτέας ύλης και του τρόπου διδασκαλίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες.
Υπόβαθρο όλων αυτών είναι η αύξηση της εμπιστοσύνης προς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, που επιτυγχάνεται με διαφάνεια, αξιοκρατική επιλογή συνεργατών, αντικειμενική αξιολόγηση, υποχρέωση λογοδοσίας και, ασφαλώς, ύπαρξη σχετικώς ολίγων αλλά σταθερών νόμων που τυγχάνουν βέβαιης και ομοιόμορφης εφαρμογής έναντι πάντων. Αυτά δημιουργούν κουλτούρα υγιούς ανταγωνιστικότητας. Οι ευεργετικές συνέπειες θα ακολουθήσουν.
*Ο κ. Κώστας Χρηστίδης είναι Νομικός - οικονομολόγος
** Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 23 Αυγούστου