Του Ανδρέα Λοβέρδου
Ο πρόσφατος ανασχηματισμός έχει δύο όψεις. Η μία είναι η προφανής όχι μόνο στον γράφοντα, αλλά και στο πανελλήνιο. Αδύναμος και απελπισμένος ο Πρωθυπουργός καταφεύγει σε απολειφάδια, υπολείμματα και όπως πολύ εύστοχα λέει ο λαός, για όλους εκείνους που μένουν στα αζήτητα, αποδιαλεγούρια. Και ουδείς αναρωτιέται γιατί ο Α. Τσίπρας προχώρησε σε τέτοιες απεγνωσμένες επιλογές, επειδή όλοι καταλαβαίνουμε ότι κανένας σοβαρός πολιτικός που διαθέτει έστω και ψήγματα αυτοσεβασμού δεν θα καταδεχόταν να γίνει μέλος ελάχιστες εβδομάδες πριν το τέλος της πιο καταστροφικής, αντιθεσμικής, αποτυχημένης κυβέρνησης που γνώρισε η χώρα εδώ και πολλές δεκαετίες.
Κανένας πολιτικός δεν θα καταδεχόταν να προσκυνήσει αυτόν που λίγους μήνες πριν αποκαλούσε τυχοδιώκτη. Κανένας πολιτικός δεν θα διεκδικούσε τη θέση του Γενικού Γραμματέα του κόμματός του κι όταν δεν επιλέγονταν θα γινόταν διμηνίτης υφυπουργός. Κανένας σοβαρός πολιτικός εννοείται! Κανένας, πλην εκείνων που στην ιδέα της κατοχής ενός υπουργικού θώκου αγνοούν ακόμη και την κοινή λογική και την εικόνα του αυτοεξευτελισμού του. Άρα πορεύεται ο πρωθυπουργός με ό,τι από τον σωρό, γιατί δεν έχει άλλη καλύτερη επιλογή.
Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον έχει η δεύτερη πτυχή του τελευταίου, όπως φαίνεται, ανασχηματισμού της πάλαι ποτέ αλλά και νυν, εν τίνι μέτρω, κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και προσφάτως κυβέρνησης και ευκαιριακών συνθέσεων, γιατί επιβεβαιώνει τη θέση, που προσωπικά από το προηγούμενο καλοκαίρι είχα επισημάνει στο δημόσιο διάλογο: κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο μέγεθος στις επερχόμενες εθνικές εκλογές δεν είναι το πρώτο κόμμα, γιατί αυτό έχει γίνει σαφές στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η διαφορά μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου (το επονομαζόμενο και 40-20-10).
Ο Πρωθυπουργός, ως άμεσος ενδιαφερόμενος, ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συντριβεί. Αυτό που δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια αλλά σίγουρα φοβάται είναι η βουβή δυναμική που αναπτύσσει και κυρίως που θα αναπτύξει το Κίνημα Αλλαγής, ως ο μόνος πλέον αυθεντικός εκφραστής και πολιτικός κληρονόμος της μεγάλης ιστορικά παράταξης του κέντρου και της κεντροαριστεράς. Επειδή όμως αντιλαμβάνεται ότι στρατηγικός του ανταγωνιστής είναι η παράταξη, την οποία υπηρετώ, καταφεύγει σε θλιβερές απόπειρες να την λεηλατήσει. Ασφαλώς και οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό. Γιατί μπορεί να προσεταιρίζεται ορισμένα αποδιαλεγούρια-στελέχη, αλλά ψηφοφόρους από μας δεν πρόκειται και δεν έχει την δυνατότητα να αποσπάσει. Αντίθετα, θα χάσει τους πολίτες που εξαπάτησε.
Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα παρασύρει για άλλη μια φορά τα μεσαία οικονομικά στρώματα που ισοπέδωσε. Είναι τουλάχιστον ανόητο να εκτιμά ότι οι προοδευτικοί πολίτες θα εμπιστευτούν εκείνους που τάσσονται αλληλέγγυοι με το αποτυχημένο, διεφθαρμένο και αυταρχικό καθεστώς του Μαδούρο. Είναι τουλάχιστον απερίσκεπτο να θεωρεί ότι οι δημοκράτες πολίτες θα συνταυτιστούν με εκείνους που στράφηκαν εναντίον της Δικαιοσύνης. Είναι τουλάχιστον βλακώδες να ελπίζει ότι θα ενώσει δυνάμεις έχοντας μετουσιώσει σε καθημερινή πολιτική πρακτική το ή «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Και είναι τουλάχιστον τραγικό να ποντάρει σε ψήφους στήνοντας τρισάθλιες πλεκτάνες εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων.
Και όμως με αυτή την επιχειρηματολογία ο Πρωθυπουργός και οι συν αυτώ θα προχωρήσουν νομίζοντας πως πορεύονται προς τις κάλπες, ενώ στην πραγματικότητα μπαίνουν στις συντριπτικές συμπληγάδες του πολιτικού αφανισμού. Στις επόμενες εκλογές θα επικρατήσει επιτέλους η πολιτική δικαιοσύνη.