Στην έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), αναφέρεται ότι η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες, στη διαδικασία μετάβασης των νέων από την εκπαίδευση στην απασχόληση. Φυσικά, δεν χρειαζόταν να μας το επισημάνει ο ΟΟΣΑ, αφού όλοι μας ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι με αυτήν τη θλιβερή εικόνα.
Με την εικόνα νέων παιδιών, που αφού τελειώνουν τις σπουδές τους, έχουν μια απολύτως στρεβλή αντίληψη για το τι σημαίνει πραγματική ζωή, εργασία, εταιρική δομή και επιχειρηματικότητα.
Η πραγματικότητα αυτή, οφείλεται βασικά σε δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι η απουσία διασύνδεσης ανάμεσα στα πανεπιστήμια και στην πραγματική οικονομία, όσον αφορά το αντικείμενο και τα προγράμματα σπουδών. Ο δεύτερος λόγος είναι η ουσιαστική απουσία της διόδου, που συνδέει τις σπουδές με την εργασία, που δεν είναι άλλη, από την πρακτική άσκηση των φοιτητών των τελευταίων ετών σε επιχειρήσεις.
Έτσι στην πλειονότητα των περιπτώσεων έχουμε νέους πτυχιούχους που δεν διαθέτουν τη στοιχειώδη αντίληψη, για το τι πρέπει να περιμένουν από την ένταξη τους, στην πραγματική οικονομία. Εκτός και αν η προσδοκία τους σταματά στην είσοδο στο Δημόσιο, οπότε και θα συνεχίσουν να βρίσκονται εσαεί σε ένα προστατευτικό κουκούλι, έξω και πάρα από τους μηχανισμούς, τις διαδικασίες και τις πρακτικές της πραγματικής οικονομίας.
Δυστυχώς, στη χώρα μας, το σημαντικότατο τρίγωνο ανάπτυξης και καινοτομίας, που πάνω στηρίζεται η παγκόσμια οικονομία, που έχει ως κορυφές τα πανεπιστήμια, την έρευνα και τις επιχειρήσεις, παραμένει ελλιπές για δεκαετίες. Στην πράξη υπάρχουν τρία συνεπίπεδα σημεία. Απουσιάζουν όμως, τα ευθύγραμμα τμήματα, που τα ενώνουν.
Τα πανεπιστήμια παραμένουν απόρθητα φρούρια στα χέρια του καθηγητικού κατεστημένου και των φοιτητοπατέρων. Η έρευνα, ως επί το πλείστον, δεν έχει σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Και οι επιχειρήσεις, δεν μπολιάζονται με νέα παιδιά, πεινασμένα για δράση, με καινοτόμες ιδέες και θέληση για επιτυχία.
Όλες αυτές οι σκέψεις ξαναβγήκαν στην επιφάνεια, με αφορμή το διάλογο που έχει ανοίξει μετά από τις δηλώσεις του οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού, Αλέξη Πατέλη, σχετικά με τα διδακτορικά πτυχία.
Δηλώσεις που άγγιξαν ένα υπαρκτό πρόβλημα και έναν πραγματικό προβληματισμό. Και που -πολύ κακώς κατά την άποψη μου- μπήκαν στο ίδιο επικοινωνιακό καλάθι, με τα αριστερίστικα τσιτάτα και τις επαναστατικές κορώνες της υπεύθυνης του οικονομικού τομέα του ΣΥΡΙΖΑ, Έφης Αχτσιόγλου. Διότι ο μεν Αλέξης Πατέλης αναφέρθηκε σε ένα θέμα που άπτεται της ανάπτυξης, ενώ η Έφη Αχτσιόγλου κάλυψε ένα θέμα που άπτεται των ονειρώξεων της αριστεράς και μόνο.
Η αλήθεια είναι ότι αν είχα μπροστά μου ένα νέο που θα ρωτούσε αν πρέπει να ακολουθήσει το δρόμο του διδακτορικού ή το δρόμο της εργασίας, θα του έλεγα σχεδόν τα ίδια με αυτά, που είπε ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού.
Θα πρέπει ο νέος να βάλει στη ζυγαριά, από τη μια πλευρά τις μεγαλύτερες γνώσεις, τη βαθιά και εξειδικευμένη διείσδυση σε ένα αντικείμενο, τη σκληρή και μοναχική ερευνητική δουλειά και την αποχή από την αγορά εργασίας και από την άλλη την τριβή με την εργασιακή πραγματικότητα, την εκ των πραγμάτων ανάπτυξη δεξιοτήτων, την απόκτηση εμπειριών, καθώς και την οικονομική ανέλιξη.
Ειδικά στη χώρα μας η απόκτηση διδακτορικών πτυχίων, αποτελούσε και ίσως να αποτελεί ακόμα, ένα μεγάλο στόχο για αρκετούς. Αφού προφέρει κύρος στην εξάσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος, προσφέρει μοριοδότηση για απασχόληση στο Δημόσιο, ή ακόμα και τη δυνατότητα παράταση της φοιτητικής ζωής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας, τα ποσοστά επιτυχίας στους διδακτορικούς φοιτητές είναι εξαιρετικά χαμηλά. Το ακαδημαϊκό έτος 2015/16 οι διδακτορικοί φοιτητές ανέρχονταν στους 33.452 ενώ οι λαβόντες διδακτορικό στους 2.003. Το 2016/17 ήταν 28.682 και το έλαβαν 1.877, το 2017/18 ήταν 29.221 και το έλαβαν 1.558 και το 2018/19 οι διδακτορικοί φοιτητές ήταν 30.671 και τον διδακτορικό τίτλο τον είχαν λάβει μόλις 1.774. Τα ποσοστά επιτυχούς περαίωσης των διδακτορικών σπουδών δεν φαίνεται να είναι ενθαρρυντικά, αφού κυμαίνονται ανάμεσα στο 5% με 6%.
Σήμερα, για να βρει κάποιος δουλειά, περισσότερο μετράει το ποιος είναι, παρά το «τι χαρτί κουβαλάει». Περισσότερο μετράει η προσωπικότητα του, η ευκολία προσαρμογής του, η ικανότητα να είναι κανείς συνεργάσιμος, δημιουργικός, αναλυτικός, ενθουσιώδης, ομαδικός, γρήγορος και αποτελεσματικός.
Περισσότερο μετρούν οι γνώσεις και η δυνατότητα να μάθει κανείς νέα πράγματα και να αποκτήσει νέες δεξιότητες. Και λιγότερο οι τίτλοι σπουδών. Και ναι, η παρατεταμένη αποχή από τον πραγματικό κόσμο είναι μειονέκτημα. Επίσης, και η μη έγκαιρη ενσωμάτωση στην εργασιακή κανονικότητα, αποτελεί μειονέκτημα.
Από αυτήν την άποψη θα έλεγα ότι είμαι αρκετά κοντά σε αυτά που είπε ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού. Το αν ήταν πολιτικά ορθό ή όχι να κάνει αυτές τις δηλώσεις, δεν είμαι αρμόδιος να το κρίνω, αν και οι περιπολίες της αστυνομίας της πολιτικής ορθότητας είναι υπερβολικά αυστηρές, όταν αφορούν δηλώσεις κυβερνητικών κύκλων.
Ωστόσο, θα έλεγα σε όλους αυτούς, που με μένος τον κατέκριναν, να ασχοληθούν με το ίδιο πάθος και με τις απολιθωμένες πολιτικές σκέψεις, την ξύλινη αριστερίστικη φρασεολογία, την αναζήτηση των ρωγμών και τη συνειδητή διατάραξη της προσπάθειας επαναφοράς της χώρας στην κανονικότητα. Μια κανονικότητα, που τρομάζει την αριστερά, αφού αφοπλίζει όλο το οπλοστάσιο του «επαναστατικού και αντισυστημικού οίστρου», που διακατέχει τους τελευταίους εναπομείναντες εραστές του ολοκληρωτισμού στον πλανήτη. Δηλαδή τους φιλόδοξους δελφίνους του Σύριζα.