Ο μεταλλαγμένος Τσίπρας και η κεντροαριστερά...

Του Γιάννη Παντελάκη

Μπορεί να συνδέεται η χθεσινή ομιλία Τσίπρα στην  Παπαστράτος με την εκλογή νέου ηγέτη της κεντροαριστεράς; Φαινομενικά όχι, ουσιαστικά ναι. Η πολιτική μετάλλαξη του πρωθυπουργού, ο οποίος ξαφνικά κολακεύει ιδιωτικές επενδύσεις και επιχειρηματίες που τολμούν, συνδέεται απόλυτα με την διάθεσή του να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σ'' ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα εξουσίας σαν κι εκείνα της Δυτικής Ευρώπης. Και αυτοί που ψάχνονται για μια ενιαία εκπροσώπηση στην κεντροαριστερά ωστόσο, το ίδιο επιδιώκουν. Δυο υποψήφιοι, για έναν ρόλο.

Αν άκουγες χθες τον πρωθυπουργό να υπερηφανεύεται για το «Ένα δισ. ευρώ άμεσες ξένες επενδύσεις το πρώτο εξάμηνο του 2017» και για την «Ελλάδα που γίνεται ξανά ένας ελκυστικός τόπος για επενδύσεις», δεν θα μίλαγες για απλή μετάλλαξη, αλλά κάτι περισσότερο. Ποιος να φανταζόταν πως ο Τσίπρας του 2014 που αποδεχόταν μόνο τις δημόσιες επενδύσεις ως εργαλείο ανάπτυξης, το 2017 θα υπερασπιζόταν την υγιή επιχειρηματικότητα και αυτό θα το έκανε από τον χώρο μάλιστα μιας πολυεθνικής, της Philip Morris.

Η μετάλλαξη Τσίπρα -που ισοδυναμεί και με την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ- έχει πολλές και αιτιολογημένες αιτίες. Επιχειρεί την παγίωση του κόμματος ως μια εναλλακτική σοσιαλδημοκρατική πρόταση απέναντι σ εκείνη της κεντροδεξιάς. Γνωρίζει και γνωρίζουν στο κόμμα του, πως όταν χαθεί η εξουσία-που αποτελεί σήμερα ενός είδους συνεκτικό κρίκο για το πολιτικό συνονθύλευμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση-θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά ενός κόμματος εξουσίας την οποία θα μπορεί να διεκδικήσει πάλι στο μέλλον. Όσοι ακόμα έχουν απομείνει από το 3% που αποτελεί την εκλογική βάση με την οποία ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ, σύντομα θα αποτελούν παρελθόν. Ο Τσίπρας, οδεύει ολοταχώς προς ένα νέο κόμμα.

Ανάλογη ωστόσο, είναι και η επιδίωξη εκείνων που εμπλέκονται στις διαδικασίες για μια ενιαία έκφραση στην κεντροαριστερά. ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, ΚΙΔΗΣΟ και ανεξάρτητοι υποψήφιοι όπως ο Καμίνης. Στόχος τους, δεν είναι μόνο την επόμενη ημέρα με τον ενιαίο αυτό φορέα (αν τελικά προχωρήσει) να αυξήσουν λίγο ή περισσότερο τα μικρά ποσοστά που αθροιστικά πήραν στις προηγούμενες εκλογές. Αλλά, η μετατροπή αυτού του φορέα σε εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στην κεντροδεξιά.

Το ερώτημα και για τις δυο περιπτώσεις είναι ποιος θα καταφέρει να κερδίσει αυτόν τον χώρο ως κύριος εκφραστής του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει ένα πλεονέκτημα απέναντι στον ενιαίο φορέα. Βρίσκεται στην εξουσία και ήδη έχει αλώσει ένα μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού, κάτι που εκλογικά και ψηφοθηρικά, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Έχει και ένα σοβαρό μειονέκτημα ωστόσο. Βρίσκεται σε πορεία έντονης πολιτικής φθοράς και αδυνατεί να διατυπώσει μια πρόταση με προοπτική που θα λειτουργούσε ελκυστικά για ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων. Ο,τι είχε να πει-και να κάνει-το έχει πει.

Η άλλη πλευρά, αυτή των κομμάτων και προσώπων που διεκδικούν τον ίδιο ζωτικό πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς, έχουν επίσης ένα σοβαρό μειονέκτημα. Όχι απλά βρίσκονται εκτός εξουσίας, αλλά σε κάποιο βαθμό, αποτελούν και ξεχωριστές εκφράσεις προσωπικών πολιτικών φιλοδοξιών. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο πως αυτές θα υποχωρήσουν όταν -και αν-  ένας από αυτούς πετύχει να εκλεγεί σαν εκείνος που θα ηγηθεί του συνόλου αυτών των πολιτικών εκφράσεων. Η διατήρηση μικρών «μαγαζιών» και μετά τις διεργασίες που θα συμβούν, δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκλειστεί.

Το πλεονέκτημα τους, αποτελεί ενός είδους στοίχημα. Αν θα κερδηθεί, θα εξαρτηθεί από το αν θα καταφέρουν να αφήσουν στην άκρη μικρές ή μεγαλύτερες πολιτικές φιλοδοξίες και εκφράσουν μια συνεκτική και ρεαλιστική πολιτική πρόταση με ορατές διαφορές από εκείνη της Νέας Δημοκρατίας. Για το πρώτο, τις φιλοδοξίες που πρέπει να παραμερίσουν, θα δείξει ο χρόνος. Το δεύτερο, είναι θεαματικά πιο δύσκολο. Ο μονόδρομος των οικονομικών επιλογών λόγω μνημονίων αλλά και κυριαρχίας της ελεύθερης αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο, ανεβάζει πολύ τον βαθμό δυσκολίας. 

Παρακολουθώντας κάποιος την προεκλογική περίοδο στην Γερμανία, διαπιστώνει πως ανάλογο πρόβλημα έχει και το SPD. Απουσία διατύπωσης μιας εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης από εκείνη των Χριστιανοδημοκρατών. Και εκεί, η μάχη θα κριθεί (κάτι που όλα δείχνουν ότι έχει συμβεί ήδη) στις προσωπικότητες των ηγετών των δυο κομμάτων και όχι στις θεαματικά μεγάλες διαφορές των προγραμμάτων των δυο κομμάτων. Αυτό το τελευταίο, μπορεί κάποιος να το διακρίνει μόνο στην περίπτωση των πρόσφατων εκλογών στη Βρετανία, όπου ο Korbyn, είχε πραγματικά ένα διαφορετικό πρόγραμμα από εκείνο της May. Τα πολιτικά δεδομένα στη χώρα μας ωστόσο, περισσότερο παραπέμπουν σ εκείνα της Γερμανίας, παρά της Βρετανίας…