Της Μαρίας Μουρελάτου
Ο τέταρτος στη σειρά εγγονός του Ανδρέα Παπανδρέου παίζει ποδόσφαιρο δύο φορές την εβδομάδα με φίλους ως δεξί μπακ. «Στο "6Χ6" οι ρόλοι είναι λίγο θολοί, από ένα σημείο και μετά όλοι κάνουν τα πάντα», παραδέχεται χαμογελώντας. Τα βράδια έχει ραντεβού με τον «Μεσσία» στο Netflix, τη σειρά που έχει διχάσει το κοινό παγκοσμίως, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας τον γοητεύει η τεχνητή νοημοσύνη και οι εφαρμογές της στον τομέα της Υγείας. Ακούει Μετάλικα και Μπλακ Κιζ, λατρεύει τον Μάνο Χατζιδάκι, ενημερώνεται μόνο από το διαδίκτυο, βλέπει τα σόσιαλ μίντια με «μισό μάτι», καθώς τον αγχώνει η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από μεγάλες εταιρείες και τον φοβίζει ότι πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Τραμπ.
«Είναι σαν να βάζεις την όπισθεν, θέλω να χάσει τις επόμενες εκλογές», ομολογεί. Σχολιάζει θετικά την πρόταση για Σακελλαροπούλου Πρόεδρο της Δημοκρατίας και απορεί για τις αφίσες κατά των αμβλώσεων. «Νόμιζα ότι είχαμε ξεπεράσει αυτό το σημείο ως κοινωνία...», σχολιάζει.
Ξυπνά πολύ πρωί -κάτι που δεν του αρέσει καθόλου-, παίρνει το μετρό από Δουκίσσης Πλακεντίας και κατεβαίνει Πανεπιστήμιο, όπου για 8 ώρες εργάζεται σε ασφαλιστική ως υπεύθυνος ερευνών, εφαρμόζοντας τις γνώσεις από το μεταπτυχιακό του στη Συμπεριφορική Οικονομική, μια επιστήμη που υπόσχεται να αλλάξει τις συνήθειες των πολιτών προς το καλύτερο, «για παράδειγμα σε πείθει να πληρώνεις τους φόρους σου», εξηγεί. Τον απωθεί η γραφειοκρατία, αλλά τον αποζημιώνει το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς. Το απόγευμα περπατά μέχρι την Πειραιώς στο Ίδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου, που είναι από τον Σεπτέμβρη αντιπρόεδρος και μαζί με μία ομάδα παιδιών, αυτόν τον καιρό, «κατεβάζει» ιδέες.
«Ξεκίνησα από τα πολύ βασικά, σκούπισμα - καθάρισμα, γιατί ήταν καιρό κλειστό. Τα Χριστούγεννα κάναμε την πρώτη κοινωνική κουζίνα στην αυλή και σχεδιάζουμε κάτι πρωτοποριακό για το μέλλον, ώστε να μην είναι απλώς ένα μουσείο. Θέλω να είναι ένας χώρος κοντά στην κοινωνία», λέει με ενθουσιασμό. Μετά, αν δεν έχει να πάει για εθελοντισμό στον «Διογένη» στον Πειραιά -έναν σύλλογο που τον κρατά σε επαφή με την ελληνική κουλτούρα- το τέλος της ημέρας τον βρίσκει με φίλους.
Γεννήθηκε στην Αθήνα την πρώτη μέρα της άνοιξης του 1991, 21 Μαρτίου, αλλά έχει ζήσει 16 χειμώνες στους -35 βαθμούς στον Καναδά, όπως πολλά μέλη της οικογένειάς του. Σήμερα στα 28 του ξέρει πια ότι θέλει να περάσει τη ζωή του στην Ελλάδα και, γιατί όχι, στο κέντρο της Αθήνας. Τον συναρπάζει ότι εδώ μπορείς να πιάσεις κουβέντα με έναν άγνωστο αλλά δεν κατανοεί γιατί όλοι έχουν γνώμη για το τι κάνει ο διπλανός τους. Ζητά ευγενικά συγγνώμη αν κάνει κάποιο λάθος στα ελληνικά -ακόμα τα βελτιώνει-, καθώς σε ηλικία 6 ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του έφυγε με τη μαμά του και τον αδερφό του για Τορόντο.
Στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, από όπου πήρε πτυχίο στις Πολιτικές Επιστήμες και τη Δημόσια Διοίκηση, άφησε στο πέρασμά του μία... μόνιμη έδρα Ελληνικών σπουδών. Είχε βρει ανυπόφορο ότι ο οδηγός σπουδών δεν περιείχε ελληνικά και κίνησε γη και ουρανό, με τη βοήθεια του προξένου κι ενός δασκάλου, να πείσουν το Ίδρυμα Ελληνικής Κληρονομιάς να συγκεντρώσει 2 εκατ. δολάρια για τον σκοπό αυτό. Κι αν αναρωτιέται κάποιος πώς να τον κάνει ευτυχισμένο, το μυστικό βρίσκεται στα «συστατικά» μιας επιχείρησης που λέγεται... ελληνική ταβέρνα: κόκκινο κρασί, παϊδάκια, ζωντανή μουσική και καλοί φίλοι.
«Χαρισματικός, αλλά άνθρωπος...»
Ήταν δέκα ετών όταν συνειδητοποίησε ότι κάτι είναι «διαφορετικό» με τη δική του οικογένεια. «Σε μια τοπική του ΠΑΣΟΚ στον Καναδά, ένας άνθρωπος γονάτισε μπροστά μου, μ’ έπιασε από τα χέρια και άρχισε να κλαίει. «'Έχεις το αίμα του Ανδρέα μέσα σου», φώναξε. Όπως ήταν φυσικό, φοβήθηκα». Από τότε κρατά απόσταση από την έννοια του «φανατικού», είτε πρόκειται για φίλο είτε για εχθρό, θεωρώντας και τα δύο άκρα λάθος. «Ο παππούς έδωσε κάποια αυτονόητα δικαιώματα στον κόσμο, τους έδωσε αξία κι αυτό είναι που τον έχει θεοποιήσει στα μάτια τους. Τον είδαν σαν Σωτήρα. Ήταν χαρισματικός, αλλά ήταν άνθρωπος».
Εχει συναντήσει τον παππού του λίγες φορές, ήταν όμως αρκετά μικρός για να έχει μνήμες και αυτές έχουν πια μπλεχτεί με τις διηγήσεις και τις φωτογραφίες στο μυαλό του. Στενοχωριέται που δεν τον άφησε η μητέρα του να πάει στο Ωνάσειο. «Δεν θες να τον θυμάσαι με σωληνάκια», του έλεγε για να τον προστατεύσει στα 5 του. Θυμάται όμως την τελευταία του «βόλτα» με τον παππού, από το παρεκκλήσι της Μητρόπολης στο Μετς. «Στη ζωή μου ήρθε μέσα από αφηγήσεις ως ένας μύθος». Μοιράζεται μαζί μας μια ανέκδοτη ιστορία... συνωμοσίας, με πρωταγωνιστές τον παππού Ανδρέα, τους δύο συνονόματους εγγονούς και... μερικούς υπουργούς. Τα βράδια ο Ανδρέας ως πρωθυπουργός δεχόταν σπίτι υπουργούς για δείπνο και συζήτηση. Στην προσπάθειά του να συνδυάσει και τα καθήκοντα του παππού, επέτρεπε στους μικρούς, ενώ επάνω από το τραπέζι οι μεγάλοι έλυναν τα προβλήματα, κάτω από το τραπέζι εκείνοι να λύνουν τα... κορδόνια των παπουτσιών των καλεσμένων του και να τα δένουν στη συνέχεια μεταξύ τους, το δεξί με το αριστερό, με αποτέλεσμα όταν επιχειρούσαν να σηκωθούν να χάνουν την ισορροπία τους και οι μικροί να διασκεδάζουν.
Για... στρατηγική σχέσεων παίρνει τηλέφωνο τον θείο Αντρίκο, για συμβουλές εργασιακών τον θείο Γιώργο και για τα πολύ προσωπικά τον θείο Νίκο. Η μαμά Σοφία ζει ως μια τυπική, δυτική γυναίκα συνταξιούχος, στον Καναδά, κοντά στην ελληνική κοινότητα, με τις περισσότερες ώρες της μέρας της αφιερωμένες σε ό,τι αγαπάει περισσότερο, τον χορό και τον εθελοντισμό. Στην καθημερινή επικοινωνία με τους γιους της, όμως, αποδεικνύεται κλασική Ελληνίδα μάνα, όταν τους «πετάει» σπόντες για... εγγόνια στο τηλέφωνο.
Οι θεωρίες συνωμοσίας που ήθελαν τον παππού αρχηγό της 17Ν και τη γιαγιά κατάσκοπο της CIA δεν τον προβλημάτισαν ποτέ γιατί είχαν ήδη... διαλευκανθεί όταν τις έμαθε. Δεν συνέβη το ίδιο, όμως, και με τις σύγχρονες, στο απόγειο των οποίων το 2011 σε ένα μπαρ στην Αθήνα άκουσε κάποιον που μόλις γνώρισε να του μιλά για το πώς ζει ο ίδιος με τη μητέρα του στον Καναδά, ότι διαθέτουν δύο ουρανοξύστες και μια τεράστια λιμουζίνα με λεφτά από κομπίνες! Λίγα λεπτά αργότερα είδε τον άνθρωπο αυτόν να «ασπρίζει» όταν κατάλαβε σε ποιον μιλούσε. Αυτό το περιστατικό απλώς τον στενοχώρησε. Εκείνο που τον θύμωσε ήταν η εμπλοκή του ονόματος της γιαγιάς του με τη λίστα Λαγκάρντ. «Δεν το χωρούσε το μυαλό μου», λέει. Όπως και η ιστορία με τα CDS εναντίον του θείου Αντρίκου, που έληξε με την καταδίκη των συκοφαντών. Ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει... πισίνα με λεφτά, σαν αυτή του Σκρουτζ, σε κάποιο υπόγειο των Παπανδρέου, στην οποία βουτάνε όταν δεν τους βλέπει κανείς, ενώ τον εντυπωσιάζει το μέγεθος της φαντασίας ορισμένων.
Τα τραπέζια της γιαγιάς
«Η γιαγιά Μαργαρίτα είναι είδωλο», λέει και περιγράφει τα τραπέζια στο Καστρί που έκανε κάθε καλοκαίρι για να μαζεύει όλη την οικογένεια, τα οποία σφραγίζονταν πάντα από μια συμβολική πρόποση από την ίδια. «Μπορεί να πονάει στη μέση της, πάντα όμως μας υποδέχεται στην ''τρίχα'' με αισιοδοξία και χιούμορ. Της αρέσει να γνωρίζει τους φίλους μας και να γίνεται μέλος της παρέας. Θαυμάζω τη δύναμή της και την αγάπη της για ζωή», μας λέει και αποκαλύπτει ότι η γιαγιά ψάχνει ανάμεσα στα εγγόνια να βρει τον επόμενο... διάδοχο. Τον ίδιο δεν τον έχουν ανακαλύψει ακόμα από κάποιο πολιτικό κόμμα. Δεν αποκλείει κάποια στιγμή στο μέλλον να ασχοληθεί με την πολιτική, σίγουρα όμως όχι για τα επόμενα δέκα χρόνια. Ονειρεύεται να κάνει οικογένεια και να δημιουργήσει κάτι καινοτόμο μέσα από τις γνώσεις που θα αποκτήσει ολοκληρώνοντας και το διδακτορικό του στο ΠΑΠΕΙ.
Μετά τη μητέρα του και τον αδερφό του, το αμέσως επόμενο αγαπημένο του πρόσωπο από τους Παπανδρέου είναι ο Ανδρέας, ο μεγαλύτερος ξάδερφος, που αποτελεί για εκείνον πρότυπο ανεξαρτησίας και στήριγμα για τις δύσκολες ώρες κάποιας... ερωτικής απογοήτευσης. Οταν είναι ώρα αποφάσεων, στο πίσω μέρος του μυαλού του πάντα έχει «τι θα έλεγε ο Ανδρέας». Ως... ερευνητής της οικογένειας, διαπίστωσε ότι όλοι έχουν άλλη άποψη για το «τι θα έκανε ο Ανδρέας» που ίσως επηρεάζεται από τη σχέση που είχε ο καθένας μαζί του. Για τις φήμες που θέλουν τον Τσίπρα να μοιάζει με τον παππού του, χαρακτηρίζοντας... «φτηνό» το αποτέλεσμα της μίμησης, αναγκάζεται να καταφύγει στα αγγλικά για να την αποδώσει με ακρίβεια, με μια λέξη που τη μεταφράζει ως «άδειο κέλυφος, ολόγραμμα χωρίς σάρκα και οστά, δίχως ουσία».
Ο τέταρτος στη σειρά εγγονός του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν είναι τυπικά Παπανδρέου. Τον λένε Κατσανέβα. Η γιαγιά όμως είχε άλλη γνώμη, όταν κάποιος της είπε ότι ο εγγονός της δεν φέρει το βαρύ επώνυμο της οικογένειας. «Εμένα δεν με νοιάζει. Είναι και Παπανδρέου». Ο Κωστής Κατσανέβας δύσκολα λέει «όχι», και αυτό το χρεώνει και στα θετικά και στα αρνητικά του, γιατί συχνά πιάνει τον εαυτό του να «πνίγεται» αλλά τελικά κάνει περισσότερα από όσα χωράνε σε ένα 24ωρο και χάρη σε αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα του χώρεσε και αυτή, η πρώτη του συνέντευξη, σε ένα απόγευμα της εβδομάδας του, που αντικειμενικά δεν χωρούσε.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββάτου 25 Ιανουαρίου