Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Και αίφνης, εις τον δημόσιο διάλογο της χώρας εισήλθαν οι θαλαμηγοί και η εις αυτές φιλοξενία, καθώς και το ζήτημα κατά πόσον η αποδοχή της συνιστά ατόπημα για έναν πολιτικό. Και δη για έναν αριστερό πολιτικό.
Ας το ξεκαθαρίσουμε: Τουλάχιστον κατά την ταπεινότητά μου, κάθε άνθρωπος, άρα και κάθε πολιτικός, δικαιούται να έχει φιλίες και συναναστροφές από όλους τους κοινωνικούς κύκλους, προφανώς και τους πλέον εύπορους. Σε καμία περίπτωση, επομένως, δεν μπορεί να καταλογιστεί σε έναν έναν πολιτικό, ακόμη και tribunus plebis, η συναναστροφή φίλων του που ανήκουν σε έναν τέτοιο κύκλο. Ούτε ασφαλώς η αποδοχή προσκλήσεών τους για φιλική παρέα σε υπερπολυτελείς επαύλεις, θαλαμηγούς, πύργους κοκ.
Η αποδοχή, όμως, της δωρεάν ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ της χρήσης στον πολιτικό τέτοιας αξίας περιουσιακών στοιχείων (προφανώς μαζί και με το υπηρετικό προσωπικό), προκειμένου αυτός να τα απολαύσει επί κάποιο διάστημα, μόνος ή αποκλειστικά με πρόσωπα που ο ίδιος επιλέγει, χωρίς την παρουσία των ιδιοκτητών, συνιστά αναμφίβολα υψηλής αξίας –και όχι μόνον συμβολικής- δώρο, το οποίο ο πολιτικός, ο πρωθυπουργός εν προκειμένω, αποδέχεται από ιδιώτες.
Να δεχθώ πως δεν υπάρχει συναλλαγή και διαπλοκή στο βαθμό που η προσφορά ενός τέτοιου δώρο δεν συνοδεύεται από αντιπαροχή, προσδοκώμενη από τους δωρητές ή ήδη καταβληθείσα σε αυτούς. Να δεχθώ, δηλαδή, πως η περίπτωση δεν είναι ίδια με εκείνη των δύο απίστευτων δικαστικών που απήλαυσαν φιλοξενίας στο κότερο εφοπλιστή, τον οποίον, ως ανακριτές –δεν θυμάμαι αν και οι δύο ή ο ένας εκ των δύο- είχαν ως ανακριτές απαλλάξει για πολύνεκρη έκρηξη σε σταθμό βενζίνης της ιδιοκτησίας του. Μάλιστα, με τη δημόσια εικόνα του ζεύγους Παναγοπούλου είναι εξαιρετικά πιθανόν, πράγματι, να μην έχει υπάρξει τέτοια, δηλωτική διαπλοκής ή συναλλαγής, συντελεσμένη ή προσδοκώμενη αντιπαροχή.
Ωστόσο και μόνη η, ανιδιοτελής έστω, προσφορά –και η, ουδόλως ανιδιοτελής βέβαια, αποδοχή- μεγάλης αξίας δώρου σε φορέα ανώτατου δημόσιου αξιώματος δεν συνιστά κραυγαλέα προσβολή της πολιτικής δεοντολογίας, της αξιοπρέπειας και της αισθητικής που πρέπει να διέπει τη δράση και τη στάση του ύπατου πολιτικού αξιωματούχου της χώρας; «Εισαγγελομόρφως» καταγγέλλοντα έως τώρα κάθε άλλον πολιτικό που θα διανοείτο έστω να αποδεχθεί ανάλογης αξίας δώρο;
Και κάτι ακόμη, επί της αισθητικής μάλλον του όλου θέματος. Ο Τσίπρας δεν είναι ένας γερασμένος Ανδρέας Παπανδρέου ή ένας επίσης γερασμένος Λεονίντ Μπρέζνιεφ, οι οποίοι στο τέλος της ζωής και της πολιτικής καριέρας τους αποδέχτηκαν να απολαύσουν κάποιες από τις ηδονές, τις φύσει συνδεόμενες με την κατοχή της εξουσίας.
Είναι ένας νεότατος –κατά τον αυτοχαρακτηρισμό του ακόμη- αριστερός σαραντάρης ο οποίος, χωρίς κανείς να του αμφισβητεί το δικαίωμα στην ανάπαυση και απόλαυση, μάλλον θα έπρεπε να επιστρατεύει όλη τη βιολογική του ενέργεια στην ανακούφιση των πληβειακών στρωμάτων της κοινωνίας που έχει ταχθεί να υπηρετεί (για να μη μιλήσω για την ανακούφιση των θυμάτων μιας πρόσφατης τότε εθνικής τραγωδίας).
Πόσο δίκιο, λοιπόν, είχε ο λόρδος Άκτον που αιώνες πίσω έγραψε «power corrupts, absolute power corrupts absolutely»;
Αλλά θα κλείσω το κείμενο αυτό με μια άλλου είδους παρατήρηση-διερώτηση.
Πώς μπορεί ο ψηφοφόρος να εμπιστευθεί ως προς τη νοημοσύνη του και την ικανότητά του να διαφυλάττει κρατικά μυστικά έναν πολιτικό, ο οποίος –ενώ γνωρίζει πως το όλο θέμα βλάπτει την εικόνα του, γι' αυτό άλλωστε δεν το δημοσιοποίησε και αυτοβούλως- δεν αντιλαμβάνεται πως κάποιος θαλαμηπόλος, κάποιος καμαρότος, κάποιος ναυτικός ή κάποιος σερβιτόρος θα αντιληφθεί ότι μια φωτογραφία, του πρωθυπουργού της χώρας στη συγκεκριμένη στάση και μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία, θα μπορούσε να αποτελέσει για τον ίδιο σημαντική πηγή πλουτισμού;