Του Χάρη Τσιλιώτη*
Μία από τις βασικές προεκλογικές εξαγγελίες της ΝΔ ήταν η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του μεταναστευτικού-προσφυγικού σε σχέση με αυτήν της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Η ΝΔ κατηγορούσε δικαίως την προηγούμενη Κυβέρνηση ότι ενώ πήρε 1,6 δις ευρώ από την ΕΕ για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, τελικά τα χρήματα κατέληξαν σε ΜΚΟ, προσκείμενες οι περισσότερες στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, και σε άλλες αδιευκρίνιστες κατευθύνσεις και το πρόβλημα οξύνθηκε υπέρμετρα με το όνειδος της Μόριας που εκθέτει την χώρα μας διεθνώς. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι στο εκλογικό αποτέλεσμα έπαιξε σημαντικό ρόλο και η αποτυχημένη πολιτική της προηγούμενης Κυβέρνησης και κυρίως η αδιαφάνεια στην διαχείριση των ενωσιακών πόρων και οι θέσεις της ΝΔ, οι οποίες ακούγονταν εξορθολογισμένες, μετριοπαθείς και μακριά από εθνολαϊκιστικές κορώνες, υποσχόμενες μία καλλίτερη αντιμετώπιση.
Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το αποτέλεσμα των εκλογών της 7 Ιουλίου και ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, άνοιξε την στρόφιγγα των μεταναστευτικών ροών κατά παράβαση της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας και εκατοντάδες μετανάστες κυρίως από χώρες της Αφρικής, Βόρειας και υποσαχάριας, αλλά και από το Ιράν, Αφγανιστάν και άλλες ασιατικές χώρες, άρχισαν να αποβιβάζονται στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, οξύνοντας το ήδη οξυμένο πρόβλημα έτι περαιτέρω. Ομολογουμένως η νέα Κυβέρνηση έδειξε να αιφνιδιάζεται από αυτή την δυσμενή εξέλιξη και να απολογείται αυτή την στιγμή όχι τόσο στις υποκριτικές αιτιάσεις του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αλλά στους κατοίκους των νησιών και σε μεγάλο μέρος της εκλογικής της βάσης.
Δεν κομίζουμε γλαύκα ες Αθήνας εάν πούμε ότι το μεταναστευτικό είναι ένα πολυδιάστατο και πολύπλοκο πρόβλημα που δεν επιδέχεται μονοσήμαντων και απλουστευτικών λύσεων. Το λάθος που γίνεται από την Αριστερά και τους «αλληλέγγυους» είναι ότι το βλέπουν μονοσήμαντα και μονοδιάστατα, παρά το γεγονός ότι η επιχειρησιακή του αντιμετώπιση από αυτούς ως Κυβέρνηση ήταν εντελώς διαφορετική από την δική τους θεώρηση των πραγμάτων. Ας δούμε, λοιπόν, το αφήγημά τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι «αλληλέγγυοι» βλέπουν την προσφυγική κρίση μόνο ως θέ
μα ανθρωπισμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του Διεθνούς Δικαίου των προσφύγων. Κατ' αυτούς όλοι όσοι έρχονται στην χώρα μας στοιβαγμένοι σε άθλια σαπιοκάραβα, έχοντας καταβάλει σε απάνθρωπους δουλέμπορους 5.000 ευρώ το κεφάλι, είναι δυνάμει πρόσφυγες, χρήζουν διεθνούς προστασίας, πρέπει να τους αφήσουμε να εισέλθουν υπό αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες, να δώσουμε σε όλους το δικαίωμα να υποβάλουν αίτημα ασύλου, με όσο το δυνατόν περισσότερους βαθμούς στην διοικητική και δικαστική διαδικασία, που μπορεί να κρατήσουν χρόνια και επειδή δεν μπορούμε να τους παράσχουμε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, θα πρέπει να τους αφήσουμε να προχωρήσουν προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη ή τουλάχιστον να επιβάλουμε στους Ευρωπαίους της Κεντρικής, Ανατολικής και Βόρειας Ευρώπης να τους δεχθούν ως ένδειξη αλληλεγγύης στην χώρα μας. Όποιος έχει διαφορετική θεώρηση με το παραπάνω αφήγημα είτε εγχώριος είτε αλλοδαπός, μεταξύ των οποίων και οι κυβερνήσεις και οι λαοί των ευρωπαϊκών χωρών, είναι απάνθρωπος, ακροδεξιός, ρατσιστής, φασίστας κ.τ.ό.
Το παραπάνω αφήγημα πάσχει σε πολλά σημεία και μπάζει νερά περισσότερο και από τις σαπιόβαρκες που μεταφέρουν τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους. Βεβαίως το μεταναστευτικό ζήτημα είναι και θέμα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου. Δεν θα πρέπει αυτά να τηρηθούν; Βεβαίως κα πρέπει. Δεν θα πρέπει το ζήτημα να το εξετάσουμε με ανθρωπιστικές ευαισθησίες; Βεβαίως και η ανθρωπιστική διάσταση έχει την σημασία της και πρέπει να ληφθεί υπόψη. Όμως, το Διεθνές Δίκαιο δεν δίνει δικαίωμα σε κανέναν αλλοδαπό να διέλθει παράνομα τα σύνορα μίας χώρας, χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια, τουναντίον δίνει το δικαίωμα στις χώρες να μην δεχθούν αλλοδαπούς που εισέρχονται ή προσπαθούν να εισέλθουν παράνομα στην χώρα. Εξαίρεση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στην ακραία περίπτωση μίας ανθρωπιστικής κρίσης με αλλοδαπούς που αποδεδειγμένα και οφθαλμοφανώς βρίσκονται σε κίνδυνο ζωής σε μία χώρα και ζητούν την παράτυπη διέλευση των συνόρων μίας άλλης γειτονικής χώρας για να διαφυλάξουν την ζωή και την αξιοπρέπειά τους, οπότε δημιουργούν κατάσταση ανωτέρας βίας που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της εισόδου χωρίς νόμιμες διατυπώσεις και υποχρεώνει το κράτος υποδοχής να επιτρέψει την είσοδο στους αποδεδειγμένα κινδυνεύοντες. Αλλά η περίπτωση με τους μετανάστες που εισέρχονται στα ελληνικά νησιά δεν είναι αυτή και διότι οι περισσότεροι προέρχονται από χώρες που δεν υφίσταται ένας τέτοιος προφανής κίνδυνος και διότι εισέρχονται από χώρα (Τουρκία) που δεν υπάρχει ένας τέτοιος κίνδυνος.
Κατά συνέπεια η χώρα μας νομιμοποιείται διά νομίμων μέσων, ακόμη και με την συνδρομή ξένων δυνάμεων, όπως η ΕΕ, το ΝΑΤΟ ή μεμονωμένα κράτη να διαφυλάξει τα σύνορά της και να αποτρέψει την παράνομη είσοδο σε αλλοδαπούς, με τήρηση των λοιπών υποχρεώσεών της, μεταξύ των οποίων και της διάσωσης όσων κινδυνεύουν. Εάν, βέβαια, κάποιος αλλοδαπός βρεθεί έστω και παράνομα στο ελληνικό έδαφος έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτημα για να του παρασχεθεί διεθνής προστασία (άσυλο), το οποίο πρέπει να εξετασθεί με βάση τις εγγυήσεις του Διεθνούς, Ενωσιακού και εσωτερικού Δικαίου, και να του χορηγηθεί εάν πράγματι το δικαιούται. Εάν διαπιστωθεί, όμως, ότι δεν το δικαιούται πρέπει να επαναπροωθείται. Επειδή είναι δύσκολη για πολλούς λόγους η επαναπροώθηση στην χώρα καταγωγής θα πρέπει με βάση την Συμφωνία ΕΕ και Τουρκίας να επαναπροωθείται στην χώρα από την οποία εισήλθε στην χώρα μας, δηλ. την Τουρκία.
Ο ανθρωπισμός βεβαίως και πρέπει να αποτελεί οδηγό στην άσκηση της όποιας μεταναστευτικής πολιτικής. Δεν μπορεί, όμως, να φτάσει στο σημείο να επιβάλει σε μία χώρα που δεν έχει τις υποδομές και τις οικονομικές δυνατότητες, που αιμορραγεί σε ανθρώπινο δυναμικό και δεν μπορεί να παράσχει τις απαραίτητες υπηρεσίες στους πολίτες της, να υποδέχεται χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες με εντελώς διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο και όχι πάντα θετικούς στο να προσαρμοστούν στο εγχώριο σύστημα αξιών και να τους χορηγήσει άδεια διαμονής, διότι καμία χώρα δεν είναι υποχρεωμένη από κανένα κανόνα του Διεθνούς ή όποιου άλλου Δικαίου και από καμία ανθρωπιστική αξία να χειροτερεύει τους όρους διαβίωσης των δικών της πολιτών για να παράσχει καλλίτερους όρους διαβίωσης σε πολίτες άλλων χωρών.
Το παραπάνω αφήγημα πάσχει και ως προς τους όρους παροχής διεθνούς προστασίας. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί προέρχονται από χώρες με αυταρχικά ή ημιαυταρχικά καθεστώτα, δεν τους καθιστά αυτομάτως πολιτικούς πρόσφυγες. Πλέον των δύο τρίτων των χωρών του πλανήτη κυβερνώνται από τέτοια καθεστώτα και όχι τα τελευταία χρόνια αλλά εδώ και πολλές δεκαετίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολίτες τους δικαιούνται a priori διεθνούς προστασίας. Η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ατομικά. Όμως, είναι προφανές πλέον ότι οι περισσότεροι των μεταναστών, δεν έχουν το παραμικρό στοιχείο για να αιτηθούν διεθνούς προστασίας και ζητούν απλά να μεταναστεύσουν για οικονομικούς λόγους στις εύπορες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Όσον αφορά τις τελευταίες, δεν θέλουν να δεχθούν παράνομους μετανάστες. Δεν μπορούμε να τους εξαναγκάσουμε να ασπασθούν τις απόψεις μας, ακόμα κι αν είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτές είναι οι σωστές. Το να τους καταγγέλλουμε ως απάνθρωπους, ρατσιστές και ακροδεξιούς, όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά μάλλον μας χαρακτηρίζει ως γραφικούς.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, αλλά η σημερινή Κυβέρνηση που εκλέχθηκε μεταξύ άλλων για να επιλύσει και αυτό το πρόβλημα, στο οποίο απέτυχε η προηγούμενη, θα πρέπει να επιδείξει ιδιαίτερη τόλμη και αποφασιστικότητα. Η υπόσχεση για καλλίτερη και αποτελεσματικότερη φύλαξη των συνόρων πρέπει να υλοποιηθεί. Η Τουρκία θα πρέπει να πιεστεί να μην αφήνει τους μετανάστες να εισέρχονται στην χώρα μας, αλλά και να δεχθεί όσους από αυτούς δεν δικαιούνται ασύλου (και είναι πλέον η συντριπτική πλειοψηφία) με βάση την Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Η παραμονή των μεταναστών στην χώρα μας, ακόμη κι αν αυτοί είναι παράνομοι, πρέπει να γίνεται με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματά τους και να ανταποκρίνεται σε στοιχειώδεις ανθρώπινες συνθήκες.
Όποιος αλλοδαπός δικαιούται ασύλου να του χορηγείται σύμφωνα με όλους τους κανόνες και διατυπώσεις, οι υπόλοιποι ως προελέχθη. Η διαδικασία χορήγησης ασύλου θα πρέπει να καταστεί ταχύτερη, πάντα με τήρηση των κανόνων του εσωτερικού και ενωσιακού Δικαίου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις προφανούς κατάχρησης του δικαιώματος αιτήσεως ασύλου από πολίτες προερχόμενους από χώρες μη υψηλού κινδύνου. Και τέλος θα πρέπει και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να δείξουν στοιχειώδη συμπεριφορά αλληλεγγύης και να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Βεβαίως, η χώρα μας έδειξε τα τελευταία τέσσερα χρόνια ότι δεν εκμεταλλεύθηκε αυτή την αλληλεγγύη, τουλάχιστον την οικονομική. Χρέος αυτής της Κυβέρνησης είναι να λειάνει αυτή την κακή εικόνα, με έργα. Εάν δεν γίνουν τα παραπάνω, τα οποία ανταποκρίνονται απόλυτα στις προεκλογικές εξαγγελίες της Κυβέρνησης, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το πρόβλημα να ξεφύγει και στην συνέχεια να καταστεί εξαιρετικά δύσκολο από κάθε άποψη να μαζευτεί. Φρονώ ότι το έχει υπόψη της η Κυβέρνηση.
*Ο κ. Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.