Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Με την αχρείαστη ευκαιρία του Δρομέα και της… ανταλλαγής του με κάποιον Μεγαλέξαντρο, καταλήξαμε σε μία συζήτηση με φίλους να κάνουμε συγκρίσεις της εικόνας που παρουσίαζε η Πλατεία Ομονοίας προ τριάντα ετών, όταν τοποθετήθηκε εκεί το γυάλινο γλυπτό του Βαρώτσου, με την εικόνα της τα επόμενα χρόνια, ή κάθε φορά τέλος πάντων που προχωρούσαν στην ανάπλασή της. Καθώς παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς αυτό το φαινόμενο αστικής παράνοιας όλον αυτό τον καιρό —εγώ και μερικά εκατομμύρια άλλοι—, τυχαίνω να ξέρω από πρώτο χέρι τις αντιδράσεις του κόσμου μετά από κάθε τέτοια «ανάπλαση». Και δεν μιλώ για τις αναπόφευκτες αντιδράσεις απέναντι σε κάτι «μοντέρνο» που ξεφυτρώνει αναπάντεχα μέσα στην πόλη. Μιλώ για το σοκ που παθαίνεις βλέποντας μια έκπτωση. Μια αχρείαστη αδικία. Όπως επίσης έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια την αδιανόητη κατάντια της Ομόνοιας, αυτής της χωματερής, του γκέτο αυτού, που παρόμοια δεν πρέπει να έχει συμβεί σε τόσο προβεβλημένο σημείο άλλης πρωτεύουσας. (Μιλώ για περιόδους ειρήνης).
Η συζήτηση με τους φίλους, που προείπα, εξελίχθηκε περίπου ως εξής. Σταχυολογώ ορισμένα σχόλια:
«Το Εθνικό μας κρατικό έγκλημα έχει ορολογία: λέγεται συναρμοδιότητα». «Πραγματικά απορώ, ποιος καταράστηκε την Ομόνοια και κάθε αλλαγή είναι χειρότερη από την προηγούμενη». «Η μεγάλη ζημιά έγινε το 2004. Αν ήμουν στην ομάδα των αρχιτεκτόνων που εκπόνησαν το σχέδιο τότε, και εγκρίθηκε, θα ντρεπόμουν να γίνει φανερό το όνομά μου». «Επίσης τίνος ιδέα ήταν να τοποθετηθεί εκεί το γλυπτό του Ζογγολόπουλου, που μέσα στο αρχιτεκτονικό συγκείμενο μοιάζει με ξεχασμένη σκαλωσιά αν δεν γίνεται εντελώς αόρατο; Θα ήθελα να μάθω το όνομα του γραφειοκράτη που έκρινε ότι η άκρη της Ομόνοιας ήταν το καταλληλότερο σημείο για μια τέτοια γλυπτική σύνθεση». «Η υδροκινητική λειτουργία του γλυπτού επί σειρά ετών παρέμενε ημιτελής, καθώς είχε διακοπεί η παροχή νερού. Εξαίρεση αποτελεί ένα σύντομο χρονικό διάστημα, τέλη 2008 με αρχές 2009, κατά το οποίο το έργο συντηρήθηκε σε συνεργασία με τον Δήμο Αθηναίων και λειτούργησε υδροκινητικά, όπως το είχε σχεδιάσει ο δημιουργός του». «Ναι, αλλά πέρα από την κίνηση η μη, χάνεται τελείως μέσα στα κτίρια της Ομόνοιας. Και πραγματικά λέω έλεος κάθε φορά που όλοι πλακώνουν τα τσιμέντα και τα μάρμαρα στο κέντρο της Αθήνας, που κάνουμε κρα για νερό και πράσινο». «Ο λόγος που προσωπικά απέφευγα την Ομόνοια όταν έμενα στην Αθήνα (δέκα βήματα από εκεί) δεν είναι ούτε τα γλυπτά, ούτε τίποτε τέτοιο. Είναι ο σκουπιδότοπος. Το ότι έχει γίνει στέκι ανέστιων φουκαράδων, ένα μέρος που απλώς θέλεις να αποφεύγεις και να προσπερνάς. Δεν μιλώ καν για το χάλι των καταστημάτων στα πέριξ, που δίνουν μια αίσθηση Βηρυτού». «Όλο μα όλο το κέντρο έτσι είναι πλέον. Σε λίγο καιρό θα έχουμε και κάνα κρούσμα πανούκλας από τη βρόμα και θα λέμε ότι ήρθε απέξω. Είναι δυνατόν μισό τετράγωνο από το μετρό στο Πανεπιστήμιο να γίνεται dealing και να σκέφτεσαι, “Θα πάω από βελόνα ή από σκουπίδια;”»
Και ούτω καθεξής. Και τότε, ένας φίλος μίλησε για το υπέδαφος, για τον σταθμό του Ηλεκτρικού κάτω από την πλατεία. Και νά τι είπε:
Τελευταία φορά είχα περάσει πριν δύο βδομάδες. Ο σταθμός από κάτω έχει σοβαρό πρόβλημα με νεροφαγώματα και ξεφλούδισμα του τσιμέντου στις αποβάθρες, σε βαθμό που φαίνεται πλέον ο οπλισμός
Ο ίδιος ανέβασε τότε και τη φωτογραφία που βλέπετε. Μια ανησυχαστική φωτογραφία. Και ταυτόχρονα μια φωτογραφία που άνετα θα μπορούσε να βάλει η σημερινή Ελλάδα στην ταυτότητά της.
Γιατί αυτό είναι.
Μια διαρκής από τα μέσα φθορά, μια υποδόρια σαπίλα, μια μούχλα, έχει ποτίσει και ραγίσει όποια εξωτερική, κάπως εμφανίσιμη, μόστρα είχαμε — και έχει ξεχυθεί έξω. Έχει βγει στο μεϊντάνι. Και φαίνεται αυτό. Και πονάει. Και φυσικά δεν γίνεται ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ για να επιδιορθωθεί — για να επιδιορθωθεί οτιδήποτε. Ούτε καν ένα μερεμέτι. Δεν έχει σημασία που (περνά από κει και) μας βλέπει όλος ο κόσμος. Όχι. Μια πρόχειρα βαλμένη κορδέλα —και φυσικά ΔΕΝ μιλώ πια για τον Ηλεκτρικό, να εξηγούμεθα— είναι αρκετή. Κι εσύ βέβαια, πνιγμένος πια στην απάθεια, λες πως δεν είναι τίποτα. Πως δεν πειράζει, ρε αδερφέ. Δεν πάθαμε και κάτι. Δεν έχει πέσει δα να μας πλακώσει η κατάντια της χώρας — τέλος πάντων, όχι ακόμα. Θα τα καταφέρουμε. Θα έρθει κάποια στιγμή το τρένο —ένα επίδομα, μια προσληψούλα, μια υπόσχεση, μια ακόμη αποκάλυψη για τις φαρμακευτικές και τους παλιούς υπουργούς, ένα γυαλιστερό χαμόγελο, κάτι τέλος πάντων: το δικό μας τρένο, το δικό μας βαγόνι— και θα φύγουμε. Δεν θα το βλέπουμε. Και όλα θα πάνε καλά. Θα πάμε και στο σπίτι το βράδυ, θα βγάλουμε τα παπούτσια μας, θα φορέσουμε τις παντόφλες, θα πλύνουμε τα χέρια μας και το μούτρο μας και θα βάλουμε κάτι να τσιμπήσουμε μπροστά από την τηλεόραση. Όλα καλά. Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς. Κι αύριο πάλι που θα περάσουμε από κει, θα… ναι, αύριο πάλι θα παρακάμψουμε το σημείο με τα νεροφαγώματα και με το ξεφλούδισμα του τσιμέντου. Εκείνο το σημείο με την κορδέλα. Και μετά πάλι θα 'ρθει να μας πάρει το τρένο.
Κι έτσι θα περάσουν όλα. Κι όλα θα είναι καλά. Μην ανησυχείς. Θα φύγουμε. Και δεν θα το βλέπουμε.
Και το βράδυ, στο σπίτι, θα πλύνουμε τα χέρια μας και το μούτρο μας και θα βάλουμε κάτι να τσιμπήσουμε μπροστά από την τηλεόραση.