Με τους στίχους του κλέφτικου τραγουδιού «αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν…», θα μπορούσε να περιγραφεί όλο το σκηνικό που έστησε ο ΣΥΡΙΖΑ με την επίσκεψη επιφανών στελεχών του, στους καταυλισμούς των Ρομά, σε μια προσπάθεια δημιουργίας νέου κλίματος αναταραχής, αλλά και ανάδευσης οργής και αλίευσης ψήφων.
Δε θα σταθούμε στη δήλωση του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, που έκπληκτος διαπίστωσε ότι οι εικόνες που αντίκρισε στον καταυλισμό, «είναι εικόνες ακραίας φτώχειας που αναδεικνύουν με τον πιο σαφή τρόπο την εγκατάλειψη του κράτους απέναντι στους Ρομά.»
Είναι φανερό, ότι το ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, έλειπε σε κάποιο υπερδεκαετές διαπλανητικό ταξίδι και δε γνωρίζει ότι ο Σύριζα έχει κυβερνήσει σε αυτόν τον τόπο, μαζί με το κόμμα του Πάνου Καμμένου. Κι ότι είχε μοιράσει αφειδώς προεκλογικές υποσχέσεις, με τόσο πειστικό τρόπο, ώστε οι Ρομά να έχουν δώσει στον Σύριζα τα μεγαλύτερα ποσοστά ψήφων σε όλη την Ελλάδα, της τάξης του 65% με 80%. Ποσοστά, που υπολείπονται μόνο των αντίστοιχων ποσοστών, που είχε λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ από τους κρατούμενους στα σωφρονιστικά καταστήματα.
Ίσως, και να «μην είχε προλάβει η κυβέρνηση» να κάνει κάτι. Που αποτελεί άλλωστε την κλασσική επωδό, σε κάθε συζήτηση και ερώτηση που απευθύνεται στα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σχετικά με τα έργα της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.
Εκεί που θα σταθούμε, είναι στις εμπρηστικές εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο πρώην υπουργός, απευθυνόμενος σε αγράμματους κατά βάση και αστοιχείωτους ανθρώπους, που διατελούσαν σε καθεστώς έντονης συναισθηματικής φόρτισης και εξεγερτικής διάθεσης. Σε ανθρώπους που ζουν –πολύ κακώς- στο περιθώριο της κοινωνίας και που δεν αντιλαμβάνονται την έννοια του δικαίου και των θεσμών, όπως την αντιλαμβάνονται οι υπόλοιποι πολίτες.
Η αναφορά στον «δίκαιο θυμό», επαναφέρει στη συζήτηση το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Ένα θέμα, λυμένο εδώ και χρόνια, στις δημοκρατίες. Η μόνη σταθερή εγγύηση της δημοκρατίας, είναι το κράτος δικαίου και οι θεσμοί του. Διότι το κράτος δικαίου είναι αυτό που θέτει τους κανόνες λήψης των αποφάσεων, ώστε αυτές να είναι σεβαστές από όλους τους πολίτες. Διασφαλίζοντας συγχρόνως, τις δύο βασικές αρχές κάθε ευνομούμενης πολιτείας. Η πρώτη είναι η ισότιμη μεταχείριση των πολιτών και η απαγόρευση αυθαίρετων διακρίσεων. Και η δεύτερη είναι η προστασία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένου και του τεκμηρίου αθωότητας.
Στις σύγχρονες δημοκρατίες, η άσκηση της νόμιμης βίας γίνεται μόνο από την αστυνομία. Οτιδήποτε άλλο είναι παράνομο. Και ασφαλώς η αστυνομία και τα εντεταλμένα όργανα της τάξεως, οφείλουν να ακολουθούν τους κανόνες εμπλοκής και εξουδετέρωσης, όπως αυτοί περιγράφονται από το νόμο και τον αστυνομικό κανονισμό. Αν υπάρχει περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω, αναλαμβάνει η δικαιοσύνη. Και αν το νομικό πλαίσιο της αστυνόμευσης, θεωρείται αναχρονιστικό ή ξεπερασμένο ή ανεπαρκές, τότε το νομοθετικό σώμα προχωρά στις προβλεπόμενες διαδικασίες.
Κανένας πολίτης και δη εκλεγμένος νομοθέτης, δεν μπορεί να αμφισβητεί αυτές στις θεμελιώδεις αρχές. Ωστόσο, τα προαναφερθέντα, ίσως να αποτελούν μια πολυτέλεια στη σκέψη των πολιτικών αριβιστών που χαϊδεύουν επιλεκτικά τον πόνο και χειραγωγούν με άπλετη πατερναλιστική διάθεση, σκέψεις και συνειδήσεις.
Έτσι μετά την αμφισβήτηση του τρόπου λειτουργίας της δικαιοσύνης, ακολούθησε ο πλήρης εκτροχιασμός του πρώην υπουργού της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, προς τον χυδαίο λαϊκισμό με τις κατηγορίες απέναντι στην κυβέρνηση για «παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, για επιχείρηση συγκάλυψης, ψεύδους, συκοφαντίας και ρατσιστικού λόγου».
Η δεν ανάρτηση του στο twitter, στην οποία ανέφερε ότι «δεσμευτήκαμε να κάνουμε ό τι περνά από το χέρι μας για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να λάμψει η αλήθεια», οδήγησε κάθε καλοπροαίρετο πολίτη, σε μια σειρά από ερωτήσεις.
Τι ακριβώς είναι αυτό που «περνάει από το χέρι του ΣΥΡΙΖΑ» για να αποδοθεί δικαιοσύνη; Θα φορέσουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τη δικαστική τήβεννο και θα ανέβουν στα δικαστικά έδρανα; Θα ιδρύσουν λαϊκά δικαστήρια; Θα πιέσουν τους δικαστές; Θα εμφανιστούν ως μάρτυρες στη δικαστική αίθουσα που θα εκδικάζεται η υπόθεση; Θα στοχοποιήσουν «τους μπάτσους», όπως αποκαλούσε με αγωνιστικό και περιφρονητικό ύφος τους αστυνομικούς, μόλις προ ημερών, ο πρώην υπουργός Παιδείας της συγκυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου; Ή θα κάψουν την Αθήνα όπως τον Δεκέμβριο του 2008;
Σε άλλα ερωτήματα πρέπει να αποφασίσει να απαντήσει ένα κόμμα εξουσίας, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Να πάρει πίσω όλες τις ανοησίες για την κατάργηση των ΜΑΤ, της ΔΙΑΣ και του αφοπλισμού της αστυνομίας και να πει επιτέλους, αν θέλει αστυνομία και τι είδους αστυνομία θέλει. Μια αστυνομία που να συλλαμβάνει ή μια αστυνομία που να αδρανεί; Μια αστυνομία που να δρα απέναντι στην παραβατικότητα ή μια αστυνομία που απλά να παρακολουθεί; Μια αστυνομία που να περιφρουρεί τη νομιμότητα ή μια αστυνομία που να αφήνει τους πολίτες απροστάτευτους απέναντι στον κάθε λογής παραβατικό; Και εν τέλει, θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ την καταστολή της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας; Και πρέπει να απαντήσει ευθέως και όχι μέσα από λεκτικές «φιοριτούρες», όπως λέμε στα Επτάνησα, περί προοδευτικών προσήμων και κοινωνικών προσταγμάτων.
Εκτός και αν αναζητά εναγωνίως να εντάξει και άλλους νεκρούς στο εικονοστάσιο των «ηρώων» του, που έχει δημιουργήσει για να δικαιολογεί τη διαρκή «αγωνιστική επαγρύπνηση», την πρόκληση ταραχών και την μπαχαλοποίηση, που είναι βαθιά ριζωμένες στο συριζαϊκό DNA.