Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Η τύχη των κρατών κρίνεται από την καλή δημοσιονομική τους κατάσταση. Όπως είχε επισημάνει ο μεγάλος Γάλλος πολιτικός Μορίς Ρουβιέ, ο Μέγας Ναπολέων ηττήθηκε από τους Άγγλους λόγω κυρίως της δημοσιονομικής και όχι της στρατιωτικής ισχύος των τελευταίων, η οποία τους επέτρεψε να εξαγοράσουν τη συμμαχία όλων των άλλων κρατών εναντίον του και να χρηματοδοτήσουν τη μακροχρόνια στρατιωτική αντιπαράθεση μαζί του.
Έτσι και η σύγχρονη Ελλάδα παραγνώρισε τα διδάγματα της οικονομικής ιστορίας και οδηγήθηκε σε χρεοκοπία. Το κρίσιμο λοιπόν πολιτικό διακύβευμα της εποχής μας είναι ο δραστικός και στοχευμένος περιορισμός των δαπανών. Δυστυχώς, η παρούσα κυβέρνηση αντί να περιορίζει αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες, υπονομεύοντας ευθέως το μέλλον της χώρας. Έτσι αυξάνει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, κυρίως με παράνομους διορισμούς συμβασιούχων, ομήρων κατ' ουσίαν του κυβερνώντος κόμματος. Δύο δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον κοστίζουν στον φορολογούμενο και την οικονομία μόνο οι παράνομοι διορισμοί της τελευταίας τετραετίας. Και στο ποσό αυτό αναμένεται να προστεθούν άλλα 500 εκατομμύρια ευρώ από τις προσλήψεις που έχουν εξαγγελθεί.
Θα σταθώ μόνο σε μία περίπτωση? στην εκπαίδευση έχουν εξαγγελθεί για το 2019 και εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο 4.500 προσλήψεις εκπαιδευτικών. Ο αριθμός των προσλήψεων εκπαιδευτικών μέχρι το 2021 θα αγγίξει τις 15.000. Εφόσον ισχύσουν οι -προεκλογικές πάντως- εξαγγελίες της κυβέρνησης, ο αριθμός του εκπαιδευτικού προσωπικού στη δημόσια εκπαίδευση το 2021 θα ανέρχεται περίπου σε 160.000.
Από την άλλη πλευρά, οι μαθητές που θα φοιτούν σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης δεν θα ξεπερνούν κατά τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις το 2021 το 1.300.000 από 1.340.000 που είναι σήμερα. Ένας εκπαιδευτικός θα αναλογεί το 2021 σε 8,1 μαθητές, από περίπου 9 που είναι σήμερα. Στις χώρες του ΟΟΣΑ η αναλογία μαθητών προς εκπαιδευτικούς είναι 13 προς 1 και στην Ε.Ε. 12 προς 1. Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς παρατηρούνται χρόνια τώρα ελλείψεις προσωπικού που καλύπτονται από αναπληρωτές και ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς.
Η αναλογία, εάν συμπεριληφθούν κι αυτοί, μειώνεται κι άλλο. Οι κύριοι λόγοι της ελληνικής εκπαιδευτικής «απόκλισης» είναι ο ανορθολογισμός που επικρατεί στην κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού και ο αριθμός των σχολικών μονάδων. Η Ελλάδα έχει 65% περισσότερες σχολικές μονάδες από την Πορτογαλία, ένα κράτος με περίπου τον ίδιο πληθυσμό με εμάς. Σε κάποιες περιφέρειες της Ελλάδας υπάρχουν μεγάλα πλεονάσματα προσωπικού, ενώ σε άλλες σημαντικά ελλείμματα.
Εάν ο αριθμός των σχολικών μονάδων είχε μέσω συγχωνεύσεων περιοριστεί δραστικά και επιτρέπονταν οι μετακινήσεις εκπαιδευτικού προσωπικού από τις περιφέρειες με πλεονάσματα στις περιφέρειες με ελλείψεις, το κράτος θα εξοικονομούσε εκατοντάδες εκατομμύρια και ο αριθμός των εκπαιδευτικών θα επαρκούσε με το παραπάνω για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών. Οι προσλήψεις αναπληρωτών στην περίπτωση αυτή θα ήταν ελάχιστες και θα γίνονταν σε έκτακτες περιστάσεις (ασθένεια, εγκυμοσύνη κ.λπ.).
Ας συνειδητοποιήσουμε ότι οι περιττές κρατικές δαπάνες για λόγους πελατειακούς και ψηφοθηρικούς είναι η αιτία της οικονομικής μας κατάρρευσης. Ο περιορισμός τους είναι το πρώτο ενδεδειγμένο βήμα για την απελευθέρωση πόρων που θα διοχετευθούν στην οικονομία και με τη σειρά τους θα τροφοδοτήσουν τα φορολογικά έσοδα του κράτους.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 18ης Ιανουαρίου