Του Γιάννη Παντελάκη
Αρχηγοί στα κόμματα, δεν εκλέγονται απαραίτητα αυτοί που διατυπώνουν τις πιο αποτελεσματικές και πειστικές πολιτικές προτάσεις. Ούτε καν, όσοι διαθέτουν επαρκέστερη συγκρότηση και υπόβαθρο. Αρχηγοί συνήθως εκλέγονται κάποιοι που από πολλούς θεωρούνται «χαρισματικοί». Και αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, δεν συνδέεται πάντα με κάποια ιδιαίτερα προσόντα, αλλά με την ικανότητά τους να φέρουν σε ελάχιστο χρόνο το κόμμα τους στην εξουσία. Με όποιο τρόπο χρειαστεί. Πρόκειται για ένα ιδιοτελές και με ισχυρές δόσεις κυνισμού κριτήριο επιλογής, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Με αυτό το κριτήριο θα επιλέγει και αυτός που θα ηγηθεί του νέου φορέα της κεντροαριστεράς. Όχι στην προκειμένη περίπτωση για να οδηγήσει το κόμμα στην εξουσία, αλλά για να το βγάλει τουλάχιστον άμεσα από τη μίζερη πολιτική πραγματικότητα και να του δώσει μια στοιχειώδη προοπτική.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κ. Σημίτης, ο Κ. Καραμανλής, ο Γ. Παπανδρέου, ο Ε. Βενιζέλος και τελευταία ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν εκλέχτηκαν επειδή διατύπωσαν απαραίτητα (χωρίς αυτό να αποκλείει την επάρκεια και ικανότητά τους) ελκυστικότερες προτάσεις και προγράμματα από τους συνυποψήφιούς τους. Αλλά, επειδή κρίθηκαν πως είναι ικανότεροι για να φέρουν τα κόμματά τους κοντά στην πολυπόθητη εξουσία. Το μοναδικό αυτό κριτήριο, μπορεί να έχει χαρακτηριστικά μιας πολιτικής πασαρέλας, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί μια πραγματικότητα. Αν εξαιρεθούν ελάχιστες περιπτώσεις, οι εκλέκτορες δεν στάθμισαν ικανότητες και προγράμματα, αλλά την προοπτική σχετικά άμεσης επαναφοράς στην εξουσία ή διατήρησης της σε αυτήν.
Το 1984, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κέρδισε την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας (με αντίπαλο τον Κ. Στεφανόπουλο). Αυτό δεν συνέβη επειδή συγκέντρωνε τις μεγαλύτερες συμπάθειες στο εσωτερικό του κόμματος, το αντίθετο, ο Στεφανόπουλος θεωρείτο σάρκα εκ της σαρκός του κόμματος και ο Μητσοτάκης ένα σχεδόν ξένο σώμα. Προερχόταν από τον κεντρώο χώρο, είχε το βαρίδι της αποστασίας και οι προτάσεις του ήταν οικονομικά φιλελεύθερες χωρίς να συγκεντρώνουν μεγάλη απήχηση στους κόλπους της λαϊκής αλλά και Καραμανλικής δεξιάς. Κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές ωστόσο, γιατί θεωρήθηκε ικανότερος για να ξανα-φέρει το κόμμα στην εξουσία μετά από μια οκταετία του ΠΑΣΟΚ. Κάποιοι στη συντηρητική παράταξη, είδαν στο πρόσωπό του τον αντι-Ανδρέα.
Ανάλογη ιστορία με διαφορετικές παραμέτρους και αυτή που αφορά τον Κ. Σημίτη. Ποτέ δεν είχε μεγάλη επιρροή στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα τα χρόνια που προηγήθηκαν του 1996. Κυρίαρχος στον κομματικό μηχανισμό ήταν ο Α. Τσοχατζόπουλος, όσοι ψήφισαν ωστόσο τον Σημίτη το έκαναν γιατί έκριναν εκείνη την εποχή ότι είναι ικανότερος να διατηρήσει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Όπως και συνέβη. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα με ανάλογα χαρακτηριστικά, είναι αυτό του σημερινού προέδρου της Ν.Δ. Όσοι τον επέλεξαν για την ηγεσία του κόμματος, δεν ανακάλυψαν τα χαρίσματα του οικονομικού φιλελευθερισμού τον οποίο κατά βάσει εκπροσωπεί. Η πλειονότητα των ψηφοφόρων της Ν.Δ. δεν κινείται προς αυτή την ιδεολογική κατεύθυνση. Ψήφισαν ένα αουτσάιντερ που συγκέντρωνε ωστόσο σύμφωνα με την εκτίμησή τους, τις μεγαλύτερες πιθανότητες για να φέρει το κόμμα στην εξουσία.
Αυτό ακριβώς θα αποτελέσει και το βασικό κριτήριο στις εκλογές για την ανάδειξη εκείνου που θα ηγηθεί του νέου φορέα της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Μικρή σημασία έχουν τα κομματικά ένσημα, η προϋπηρεσία, η πίστη σ'' ένα κόμμα ή ακόμα η διατύπωση από έναν υποψήφιο συγκεκριμένων προτάσεων και για το νέο φορέα, αλλά ιδιαίτερα για τη χώρα.
Αυτό που θα κυριαρχήσει – στην πλειονότητα των ψηφοφόρων – είναι ένα και μοναδικό κριτήριο. Να θεωρηθεί ικανός ότι θα πετύχει εκλογικές επιδόσεις που θα φέρουν το νέο φορέα πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις της επόμενης ημέρας. Όσο πιο μεγάλη και ανοικτή στο ευρύτερο σώμα των ψηφοφόρων του συγκεκριμένου χώρου είναι η συγκεκριμένη διαδικασία, τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες για ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Η παράμετρος αυτή, συνδέεται απόλυτα με τη δομή των ιδίων των κομμάτων, αλλά και την κουλτούρα των ψηφοφόρων. Τα κόμματα στη χώρα μας είναι ουσιαστικά αρχηγικά, δεν βασίζονται σε θέσεις και προτάσεις, ούτε καν σε ύπαρξη πολλών τάσεων μέσα στο ίδιο κόμμα. Αλλά, στον ένα και μοναδικό αρχηγό ο οποίος καθορίζει σχεδόν εν λευκώ – με κάποιους συμβούλους από την αγορά- τη στρατηγική με την οποία θα πορευτεί το κόμμα. Η οργανωτική δομή των κομμάτων είναι λειψή και έχει προσαρμοστεί στις επιθυμίες των εκάστοτε αρχηγών, πολιτική δεν παράγεται με τη συμμετοχή των πολιτικών στελεχών αλλά κάποιων συμβούλων, η σχέση με τους πολίτες – ψηφοφόρους παραπέμπει σε μια περισσότερο πελατειακή σχέση.
Η κοινωνία από την πλευρά της, σ'' ένα μεγάλο μέρος έχει εθιστεί σ'' αυτή την πολιτική νοοτροπία που θέλει κάποιον «χαρισματικό» ηγέτη να φέρνει το κόμμα στην εξουσία ή κοντά σε αυτήν και αμέσως μετά συνήθως να απογοητεύεται από τις επιδόσεις του άλλοτε εκλεκτού της. Ο Γιώργος Παπανδρέου συγκέντρωσε πρωτοφανή ποσοστά αποδοχής το 2009 και σε ελάχιστο πολιτικό χρόνο βρέθηκε στο ναδίρ της δημοτικότητάς του. Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η πολιτική συμπεριφορά αυτού του κομματιού της κοινωνίας συνήθως διακρίνεται από ιδιοτέλεια, η ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα της επιλογής του, συνδέεται με προσωπικές φιλοδοξίες για τακτοποίηση στον κρατικό μηχανισμό ή αποκόμιση ανάλογων κερδών από τη συναλλαγή με την εξουσία…