Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Το δημοψήφισμα για την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ένα Βατερλώ για τον εμπνευστή της, πρώην πρωθυπουργό και πρώην αρχηγό του Συντηρητικού κόμματος Ντέιβιντ Κάμερον. Τόσο οι πολιτικές, όσο και οι οικονομικές συνέπειες, μόνο με «τσουνάμι» μπορούν να συγκριθούν. Ας δούμε ψύχραιμα ποιες είναι οι πρώτες συνέπειες και πού οδηγούν τη μεγάλη αυτή δημοκρατική χώρα της Ευρώπης.
Το πρώτο που συνέβη μετά το δημοψήφισμα ήταν όχι μόνο η παραίτηση του Κάμερον, αλλά ένα τεράστιο σοκ στα τμήματα του πληθυσμού που σχετίζονται με το κοσμοπολίτικο τμήμα της Αγγλίας. Η έξοδος από την Ε.Ε. δημιούργησε σημαντικό προβληματισμό τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο, όσο και στην επιχειρηματική κοινότητα, καθώς τα δυο αυτά τμήματα έχουν μεγάλη σχέση με με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός ο προβληματισμός τώρα αρχίζει να επηρεάζει την αγορά εργασίας. Οι νέες θέσεις εργασίας στο Λονδίνο έχουν περιοριστεί σημαντικότατα. Χωρίς να είναι εύκολο να γίνει υπολογισμός, μια ψύχραιμη εκτίμηση, από όσα διασταυρώνω από ανθρώπους της αγοράς και προκηρύξεις θέσεων για φοιτητές, είναι ότι οι προσφερόμενες θέσεις έχουν μειωθεί 50% - 80% σε σχέση με την περσινή περίοδο. Αυτό δείχνει ότι οι εταιρείες βλέπουν τις δυνατότητες ανάπτυξης στο επόμενο διάστημα μειωμένες. Πρόσφατη έρευνα σε 80 μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες (Credit Suisse) δείχνει μάλιστα ότι 20% των εταιρειών αυτών με πολυεθνική δραστηριότητα σκοπεύουν να μειώσουν προσλήψεις, το 50% να τις παγώσουν και το 30% να τις αφήσουν ως έχουν. Εν ολίγοις, 70% αυτών προσλαμβάνουν λιγότερο κόσμο ή θα καθυστερήσουν να προσλάβουν. Σε αυτό έχει αναμφίβολα συντελέσει η πολιτική αβεβαιότητα, καθώς υπήρξαν σειρά παραιτήσεων σημαντικών πολιτικών αρχηγών όλων των κομμάτων με προσπάθεια μάλιστα εκθρόνισης ακόμη και του ηγέτη του Εργατικού κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν. Πάντως, παρά την προσπάθεια ακύρωσης της αξίας του δημοψηφίσματος, που δεν είναι δεσμευτικό κατά την άποψη νομικών κύκλων, και παραγκωνισμού των πολιτικών που δεν κράτησαν θέση υπέρ της παραμονής, τώρα φαίνεται ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η νέα κυβέρνηση να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ε.Ε. στα επόμενα τρία χρόνια.
Η αβεβαιότητα οδήγησε ήδη σε υποχώρηση και του βρετανικού νομίσματος, όμως αναμφίβολα η μετακίνηση των κεντρικών γραφείων σημαντικών τραπεζών, και άλλων πολυεθνικών, από το Λονδίνο στην ηπειρωτική Ευρώπη (Φρανκφούρτη, Παρίσι), αναμένεται να οδηγήσει σε χάσιμο δεκάδων χιλιάδων σημαντικών (καλοπληρωμένων) θέσεων εργασίας, σε άμεση απώλεια περίπου 0,75% - 1% του ΑΕΠ της Βρετανίας. Αυτό, πάντως, δεν είναι κάτι που φαίνεται να αφήνει ασυγκίνητο τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών και την Κεντρική Τράπεζα (Τράπεζα Αγγλίας), που πλέον στοχεύουν σε ένα συνδυασμό μείωσης φορολογικών συντελεστών και μείωσης επιτοκίων. Ειδικά το τελευταίο (μείωση επιτοκίων) θα έχει ευεργετικό αποτέλεσμα και στην αγορά ακινήτων, που φαίνεται να πλήγεται από τις αποχωρήσεις εταιρειών και μείωση εργατικού δυναμικού. Όμως, μια μείωση επιτοκίων, την οποία σχεδιάζει ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Αγγλίας, ενδεχομένως θα επηρεάσει και τα επιτόκια σε ΗΠΑ, ίσως βοηθώντας σε καθυστέρηση την εκεί άνοδο επιτοκίων, ενώ αναμφίβολα θα οδηγήσει σε χρηματιστηριακό ράλι. Ράλι, που έρχεται την κατάλληλη στιγμή, καθώς τα χρηματιστήρια τόσο σε ΗΠΑ, όσο και Αγγλία οδεύουν προς νέα υψηλότερα επίπεδα.
Η Αγγλία συνέστησε κυβέρνηση υπό την ηγεσία της αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας πολιτικό Τερέζας Μέι, αλλά με σύνθεση που περιλαμβάνει ως υπουργό Εξωτερικών τον δυναμικό Μπόρις Τζόνσον, πρώην δήμαρχο Λονδίνου, που είναι μισητός στους πολεμοκάπηλους σε Βρετανία και Βρυξέλλες, λόγω του ότι έχει ισορροπημένη στάση που δεν ευνοεί επεμβάσεις σε τρίτες χώρες. Όμως, οι ΗΠΑ υπό την καθοδήγηση του Μπαράκ Ομπάμα κατάφεραν συνεχή ανάπτυξη για άλλη μια τετραετία ακριβώς με ένα μείγμα πολιτικής που δεν περιλαμβάνει τις βάρβαρες επεμβάσεις του παρελθόντος. Άλλες όμως πολιτικές της νέας κυβέρνησης είναι ατυχείς ως καταστροφικές, όπως νομοσχέδιο (HΕARB) που καταργεί τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων (1/3 εσόδων), ανεβάζει τα δίδακτρα και οδηγεί ενδεχομένως σε χρεοκοπία πολλά πανεπιστήμια, κλάδο που όμως μαζί με την Υγεία και τον Χρηματοοικονομικό κλάδο είναι οι σημαντικότεροι της χώρας.
Συνολικά, η Αγγλία σε αυτήν τη φάση φαίνεται ότι θα αναπτύξει ένα μοντέλο για προσέλκυση επενδύσεων που έχει στοιχεία που του επιτρέπουν να προσελκύει βιομηχανικές επενδύσεις, αλλά θα υπάρχουν απώλειες από τον τραπεζικό κλάδο, τον κλάδο υγείας και τον κλάδο εκπαίδευσης που είναι οι σημαντικότεροι, και όπου η χώρα έχει παγκόσμια στρατηγικό πλεονέκτημα. Μετά το πρώτο σοκ, λοιπόν, και παρά τις απώλειες που θα έχει η Βρετανία από τη λαθεμένη, από οικονομικής άποψης, επιλογή να κινηθεί εκτός Ε.Ε., δείχνει πολιτικά να ανασυντάσσεται και μάλλον θα κερδίσει κάποιο έδαφος βραχυχρόνια, δίνοντας σημαντικό μήνυμα στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές, που πιθανότατα θα συνεχίσουν με νέα υψηλά στους επόμενους μήνες, όχι όμως για πολύ για την ίδια τη Βρετανία λόγω απώλειας ανταγωνιστικότητας στους τρεις βασικούς κλάδους (Τράπεζες, Εκπαίδευση, Υγεία).
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.