Του Γιάννη Παντελάκη
Αρκετές δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες, δείχνουν ότι η διαφορά μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ μειώνεται. Αυτό, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αύξηση της συσπείρωσης του βασικού κυβερνητικού κόμματος, δηλαδή, ένα μικρό μέρος ψηφοφόρων του Σεπτεμβρίου του 2015, σκέφτονται ενός είδους επανάκαμψη στον ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι ανάλογο, δεν μπορεί να συμβεί με τη Νέα Δημοκρατία, η συσπείρωσή της είναι ήδη εντυπωσιακά μεγάλη με δεδομένο ότι δεν διανύουμε προεκλογική περίοδο.Τι σημαίνουν όλα αυτά, όταν μάλιστα οι πιο πολλές πιθανότητες γέρνουν υπέρ της εκτίμησης ότι το 2018 θα είναι χρονιά εκλογών;
Πριν απαντηθεί το ερώτημα, πρέπει να έχουμε υπόψη τα δεδομένα. Ένα βασικό από αυτά είναι πως μια σειρά από μετρήσεις του προηγούμενου μήνα (ALCO, Metron Analysis, Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ProRata ), δείχνουν μείωση της ψαλίδας (στην έρευνα του Πανεπιστημίου Μακ η διαφορά μειώθηκε κατά 5 μονάδες, σε αυτή της Metron 4,9, σ εκείνη της ProRata 6 κ.ο.κ.). Η μείωση αυτή οφείλεται στην αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ η οποία ήταν ιδιαίτερα χαμηλή και δεν ξεπέρναγε το 40-45 %. Αυτό που συμβαίνει στις νέες δημοσκοπήσεις είναι μια μικρή αύξηση αυτής της συσπείρωσης που κινείται μεταξύ 47-51%. Ακόμα και αυτό το ποσοστό, θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό για ένα κόμμα εξουσίας, όταν μάλιστα σημειώνεται σε μια χρονική περίοδο όπου ο Α.Τσίπρας έκανε μεγάλες επικοινωνιακές προσπάθειες (ιδιαίτερα στη ΔΕΘ) αλλαγής του κυβερνητικού προφίλ (φιλική σε επενδύσεις κ.ο.κ.).
Η Ν.Δ. από την πλευρά της, δεν έχει τις δυνατότητες αύξησης των ποσοστών της σε αυτή την χρονική περίοδο γιατί πολύ απλά έχει αγγίξει «ταβάνι» σε ότι αφορά την συσπείρωσή της. Αυτή, σύμφωνα με την πλειονότητα των μετρήσεων αγγίζει το 85%, τα περιθώρια αύξησης της σε μη προεκλογική περίοδο είναι ελάχιστα. Όσοι πίστευαν ότι οι δημοσκοπήσεις προηγούμενων μηνών που έδειχναν διαφορές 15 και περισσότερων μονάδων αποτελούν και μια πρόγευση του εκλογικού αποτελέσματος, θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Ιδιαίτερα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές νωρίτερα από το τέλος της τετραετίας (άρα να έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού) και ν αποφύγει σ'' ένα μέρος τουλάχιστον, να εισπράξει νέα φθορά από τα σκληρά μέτρα που έρχονται το 2019 (νέα μείωση συντάξεων, αφορολόγητου κλπ).
Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τα περιθώρια (και λόγω της επικοινωνιακής ικανότητας να μεταβάλει το άσπρο σε μαύρο) να αυξήσει τα ποσοστά του το επόμενο διάστημα, αλλά σίγουρα όχι να ανατρέψει την σημερινή εικόνα. Οι δυνατότητές του αφορούν στην βελτίωση των ποσοστών του, αλλά είναι σχεδόν σίγουρο πως θα παραμείνει στην δεύτερη θέση. Ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων του τον Σεπτέμβριο του 2015 άλλωστε, δείχνει με σχεδόν απόλυτο τρόπο στις μετρήσεις ότι δεν πρόκειται να τον ξαναψηφίσει. Ενδεχομένως αυτό να ξεπερνάει το 35-40%.
Παρ'' όλα αυτά, υπάρχει ένας παράγοντας που είναι ικανός να αλλάξει αυτά τα δεδομένα. Όχι ως προς την κατάληψη της πρώτης θέσης στις επόμενες εκλογές, αλλά ως προς το ζητούμενο αυτοδυναμίας από τη Ν.Δ. ή το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Αφορά στο πείραμα της κεντροαριστερά και τις προσπάθειες συγκόλλησης διαφόρων εκφράσεών της με την παράλληλη αναζήτηση νέου αρχηγού. Σε μια τελευταία δημοσκόπηση (ΚΑΠΑ Research, 19.9.2017), μετριέται και η δυναμική του νέου φορέα ο οποίος ωστόσο δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί. Το ποσοστό που συγκεντρώνει είναι ιδιαίτερα υψηλό (10,4%) και σίγουρα μεγαλύτερο από το άθροισμα ΔΗΣΥ και Ποταμιού που βρίσκονται ήδη στη Βουλή.
Αναμφισβήτητα, η καταγραφή ενός τέτοιου ποσοστού για ένα κόμμα που δεν έχει καν ακόμα υπάρξει και χωρίς να είναι γνωστό και το πρόσωπο που θα ηγηθεί (ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας), είναι επισφαλές. Ωστόσο, δείχνει μια τάση η οποία σε μεγάλο βαθμό συνδέεται και με τα ποσοστά των δυο κομμάτων εξουσίας και τις μελλοντικές εξελίξεις. Αν καταφέρει αυτός ο νέος φορέας να δώσει την εικόνα μιας εναλλακτικής πρότασης κυρίως προς πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που προβληματίζονται για τις επιλογές τους, συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες να παίξει ένα ουσιαστικό (ως προς τα αριθμητικά δεδομένα) ρόλο. Μπορεί να περιορίσει τις δυνατότητες ανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ και παράλληλα να ανακόψει ένα ποσοστό όχι παραδοσιακά δεξιών ψηφοφόρων οι οποίοι ιεραρχούν ως πιο σημαντική την ανάγκη να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ απο την κυβέρνηση και είναι ικανοί να ψηφίσουν γι αυτό την Ν.Δ.