Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Είμαι στο λεωφορείο και διαβάζω το βιβλίο μου, και έχω φτάσει σε ένα σημείο που βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας μιλά για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, και αναρωτιέται πόσο αξιόπιστος είναι. Στο μεταξύ, από το μεγάφωνο ηχεί εκείνη η γλυκιά γυναικεία φωνή με την ολοκάθαρη, κρυστάλλινη άρθρωση που λέει ποια θα είναι η επόμενη στάση. Σκύβω, στρώνω τα γυαλιά στη μύτη μου, και διαβάζω.
Λόγω της προφανούς δυσκολίας των οπτικών διεργασιών και της ευκολίας με την οποία φαίνεται να πραγματοποιούνται, το οπτικό σύστημα έχει θεωρηθεί ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της εξέλιξης.
Ρίχνω μία ασυναίσθητη, ή περίπου, ματιά από το παράθυρο. Η πόλη απλώνεται μονομιάς μπροστά μου, με εξαντλητική λεπτομέρεια. Τα μάτια σου δεν μπορούν να σε προδώσουν, αν λειτουργούν στοιχειωδώς σωστά. Ξανασκύβω στο βιβλίο μου.
Το μάτι είναι το τέλειο παράδειγμα πρότυπου συστήματος — ο αμφιβληστροειδής χιτώνας είναι κατανοητός, καλά οργανωμένος (με την έννοια ότι έχει έναν περιορισμένο αριθμό κυτταρικών τύπων που συνδέονται μεταξύ τους με στερεοτυπικά μοτίβα, τα οποία αποκαλούνται κυκλώματα, που σημαίνει ότι μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα διάγραμμα σύνδεσης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα πάνω-κάτω όπως και στην περίπτωση του ραδιοφώνου), ενώ εκτελεί μία ξεκάθαρη, αν και περίπλοκη εργασία. Επομένως, το μάτι μπορεί να ερευνηθεί, για να μάθουμε περισσότερα για τον τρόπο που λειτουργεί ως μεμονωμένο όργανο, αλλά και επειδή θα αποκαλύψει θεμελιώδεις αρχές για τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλος.
Σωστά, λέω από μέσα μου. Σωστά. Και συνεχίζω την ανάγνωση.
Μια διεργασία που θα μπορούσε να θεωρηθεί το άλλο άκρο της κλίμακας είναι το περπάτημα — κοινό, απλό, κάτι που κάνει κάθε υγιές άτομο μετά την ηλικία των δώδεκα μηνών. Φαίνεται να το κάνουμε χωρίς σκέψη, αντανακλαστικά, ασυνείδητα, οπότε το παίρνουμε ως δεδομένο, καθώς νομίζουμε ότι απαιτεί ελάχιστη εγκεφαλική ενέργεια. […] Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, η έρευνα στη ρομποτική έχει αποτύχει να κατασκευάσει ένα μηχάνημα που να μπορεί να κάνει περισσότερα από ένα-δυο βήματα με δύο πόδια, πόσο μάλλον να περπατάει προς τα πίσω ή σε ένα ελαφρώς επικλινές επίπεδο, για να μην αναφέρω τα σκαλοπάτια. Στην πραγματικότητα, το περπάτημα στα δύο πόδια είναι πιο περίπλοκη και απαιτητική νοητική διεργασία, σε σύγκριση με τις διεργασίες του οπτικού συστήματος.
Όπα, σκέφτηκα, τι γίνεται εδώ; Τι μας λέει αυτός ο άνθρωπος; Γιατί μάς τα γυρίζει τώρα; Έριξα πάλι μια ματιά έξω, συμβουλεύτηκα τον ηλεκτρονικό πίνακα που δείχνει τις στάσεις, και ξανάσκυψα το κεφάλι.
Το νευρικό σύστημα χωρίζεται συνήθως σε δύο κεντρικά λειτουργικά μέρη: τα αισθητηριακά συστήματα και τα κινητικά συστήματα. […] Τα αισθητηριακά συστήματα περιλαμβάνουν τις πέντε βασικές αισθήσεις της όρασης, της ακοής, της αφής, της όσφρησης και της γεύσης, παρόλο που υπάρχουν πολύ περισσότερες αισθήσεις που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε αυτή τη λίστα, η οποία έχει να αναθεωρηθεί από τότε που ο Αριστοτέλης τη διατύπωσε για πρώτη φορά. Για παράδειγμα, στην αφή περιλαμβάνονται ο πόνος (οξύς και έντονος), η θερμοκρασία, ο κνησμός, η τριβή και το τρίψιμο, η σκληρή και η απαλή αφή. Επίσης, υπάρχει και η έκτη αίσθηση, η ιδιοδεκτικότητα, μία λέξη που ακόμα χρειάζεται να προφέρω συλλαβιστά για να την πω και σημαίνει να έχουμε αντίληψη της θέσης του σώματος μας και συγκεκριμένα, του κεφαλιού μας, κάθε στιγμή. Σπάνια κατατάσσεται στις βασικές αισθήσεις, χωρίς αυτήν όμως ο κόσμος θα χοροπηδούσε χωρίς ισορροπία, δεν θα μπορούσαμε να σταθούμε ή να καθίσουμε, πόσο μάλλον να περπατήσουμε, ενώ είναι αμφίβολο αν θα είχαμε καν μία πραγματική αίσθηση του εαυτού μας στον κόσμο.
Κούνησα λίγο το κεφάλι μου. Ήταν στη θέση του. Ωραία. Συνέχισα να διαβάζω.
Τα κινητικά συστήματα αντιστοιχούν στα μέρη του εγκεφάλου που θέτουν σε λειτουργία και ελέγχουν τη δράση και τη συμπεριφορά, δηλαδή την κίνηση. Κάποιες από αυτές τις κινήσεις είναι εκούσιες, όπως το να τεντωθούμε για να πιάσουμε κάτι, να πετύχουμε μια καλή αθλητική επίδοση ή να περπατήσουμε, ενώ κάποιες από αυτές είναι μικρές και ασυνείδητες, όπως οι ανεπαίσθητες αλλά συνεχείς κινήσεις των ματιών μας που ονομάζονται σακκαδικές κινήσεις ή τακτικές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις, όπως η μάσηση και η αναπνοή. Πρέπει να παραδεχτούμε, όμως, πως ό,τι σχετίζεται με το κινητικό σύστημα το βρίσκουμε λιγότερο ενδιαφέρον από τα υπέροχα αισθητηριακά συστήματα μέσω των οποίων μπορούμε να απολαύσουμε έναν όμορφο πίνακα, ένα κοντσέρτο, ένα άρωμα, ένα πολυτελές γεύμα, ή να εκτιμήσουμε ένα μαγευτικό τοπίο ή ένα όμορφο πρόσωπο. Επίσης, τα αισθητηριακά συστήματα μας προειδοποιούν όταν υπάρχει κίνδυνος, μας προφυλάσσουν από το να σκουντουφλάμε πάνω σε πράγματα, και γενικώς κάνουν τη ζωή μας πιο ενδιαφέρουσα. Το κινητικό σύστημα, όμως, που ακόμα και το όνομά του παραπέμπει σε μία βαρετή μηχανή, σε ένα είδος τεχνικής παρά πνευματικής δραστηριότητας του νευρικού συστήματος, πιθανότατα ευθύνεται για το ότι είμαστε διανοητικά προικισμένα όντα.
Τις τελευταίες λέξεις τις διάβασα στο φτερό, ενώ ήδη είχα σηκωθεί από τη θέση μου και κατέβαινα από το λεωφορείο. Είχα φτάσει στον προορισμό μου. Κρίμα, γιατί τώρα ήταν που το πράγμα αποκτούσε πραγματικό ενδιαφέρον, τώρα ήταν που το ντέρμπι (Όραση vs Κίνηση, Μάτια vs Πόδια) έπαιρνε φωτιά. Έκλεισα ελαφρώς μουτρωμένος το βιβλίο μου, το έβαλα στην τσέπη και ανέβηκα τις σκάλες της μικρής πλατείας. Έστριψα δεξιά, προσπέρασα το σουπερμάρκετ, και στην άλλη γωνία έστριψα πάλι δεξιά και βρήκα την είσοδο της υπηρεσίας που ήθελα. Είναι η υπηρεσία υποδοχής μεταναστών, και ήταν η δεύτερη φορά που την επισκεπτόμουν. Η πρώτη ήταν προ δύο εβδομάδων, όταν έκανα την αίτησή μου για να πάρω άδεια προσωρινής παραμονής στη χώρα. (Το «προσωρινής» δεν σημαίνει κάτι άλλο από το ότι δεν έχω την υπηκοότητα, την ιθαγένεια. Κατά τα άλλα, αυτό το προσωρινό είναι απολύτως μόνιμο εδώ για έναν πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Η αίθουσα ήταν γεμάτη, όπως και την προηγούμενη φορά. Πολλοί Ασιάτες, αρκετοί Άραβες, όχι πολλοί Αφρικανοί, πολλές γλώσσες, μπόλικοι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί. Για κάποιο λόγο, όλοι στην τρίχα, ή όπως εννοεί ο καθείς το «στην τρίχα». Πήγα στο μηχάνημα και πάτησα το σημαιάκι της Αγγλίας στην οθόνη αφής: αγγλικά. Μετά, άλλες δύο επιλογές. Στη δεύτερη, φάνηκε το όνομά μου στην οθόνη. Το πάτησα και αυτό, και το μηχάνημα έβγαλε ένα ρόγχο και μου τύπωσε το νούμερό μου: Α42. Οι καρέκλες είναι διακόσιες (τις είχα μετρήσει την πρώτη φορά, ψυχαναγκαστικός ων), και υπήρχαν περί τις τριάντα άδειες σήμερα. Έκατσα σε μία γωνία, κοίταξα λοξά μία από τις δέκα οθόνες με τα νούμερα στον τοίχο, έβγαλα το βιβλίο μου από την τσέπη και συνέχισα να διαβάζω.
Αλλά είχα ξεχάσει να βάλω σελιδοδείκτη (το εισιτήριό μου, ας πούμε, ή το αυτί του βιβλίου, ή οτιδήποτε: έστω, να τσακίσω τη σελίδα), οπότε δεν μπόρεσα να βρω εύκολα πού είχα μείνει. Από την άλλη, είχα και την αγωνία μου μη με καλέσουν και δεν ανταποκριθώ. Έτσι, πήγα στον Επίλογο του βιβλίου, που όπως είδα ήταν σχετικά μικρός.
Το βιβλίο του Γαλιλαίου «Διάλογος για τα Δυο Βασικά Συστήματα του Κόσμου», που δημοσιεύτηκε κατά την Ύστερη Αναγέννηση, θεωρείται η απαρχή της Δυτικής επιστήμης. Είναι γνωστό πως ο Γαλιλαίος είχε σοβαρά προβλήματα με την Εκκλησία για αυτή του τη μελέτη. Όπως έχουμε διδαχθεί, ο λόγος ήταν οι αιρετικές του θέσεις για το σύμπαν ή για αυτό που τότε αποκαλούσαν ουράνιο κόσμο. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν ήταν τόσο οι ισχυρισμοί του Γαλιλαίου για τη σχέση του ήλιου και της γης στην περίφημη μελέτη του. Λέγεται ότι οι πατέρες της Εκκλησίας συμφωνούσαν ως επί το πλείστον με τις θέσεις του, καθώς και οι ίδιοι ήταν λόγιοι, απλώς δεν ήξεραν πώς να τις εξηγήσουν στο ευρύ κοινό που πίστευε κατά γράμμα στη Βίβλο. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν πως ο Γαλιλαίος…
Δεν θα μάθαινα αμέσως ποιο ήταν το πραγματικό πρόβλημα: το επόμενο νούμερο που χτύπησε στον πίνακα ήταν το Α42. Πετάχτηκα όρθιος, είδα σε ποιο γραφείο με καλούσαν, και έσπευσα.
Μετά από 5 λεπτά, είχα τελειώσει. Με το χαρτί στα χέρια, που το θαύμαζα και το κοιτούσα από όλες τις πλευρές, βγήκα από το κτίριο και γύρισα στη στάση, από την απέναντι πλευρά του δρόμου, για να πάρω το λεωφορείο της επιστροφής. Έστριψα και ένα τσιγάρο περιμένοντας, το άναψα, και έκανα να βγάλω το βιβλίο μου από την τσέπη.
Δεν ήταν στην τσέπη μου. Δεν ήταν πουθενά. Το είχα ξεχάσει σε εκείνο το γραφείο. Πέταξα το τσιγάρο στο καλάθι —τα στριφτά σβήνουν αμέσως— και έτρεξα πίσω. Ο νεαρός υπάλληλος που με είχε εξυπηρετήσει με κοίταξε μισοχαμογελαστά-μισοειρωνικά, έκανε μία ταχυδακτυλουργική κίνηση και εμφάνισε το βιβλίο κάτω από το γραφείο του, σταματώντας να μιλά με την κοπέλα που είχε πάρει σειρά μετά από εμένα για την άδειά της, μία Ασιάτισσα. Του είπα ευχαριστώ στη γλώσσα του, βλαστημώντας (εμένα) από μέσα μου, στη δική μου γλώσσα.
Πίσω στη στάση, πρόλαβα το λεωφορείο την τελευταία στιγμή. Μπήκα, έκατσα σε μία θέση, και ξανάνοιξα το βιβλίο στον Επίλογο για να δω ποιο διάολο ήταν το πραγματικό πρόβλημα.
Το πραγματικό πρόβλημα ήταν πως ο Γαλιλαίος, ακολουθώντας την επικρατούσα τάση της Αναγέννησης, δημοσίευσε τη σημαίνουσα αυτή μελέτη στα ιταλικά. Ήταν το πρώτο επιστημονικό βιβλίο που εκδόθηκε ποτέ σε μία λαϊκή γλώσσα και όχι στα λατινικά ή στα αρχαία ελληνικά τα οποία γνώριζε μόνο η πνευματική ελίτ. Αυτό που ανησύχησε περισσότερο τους πατέρες της Εκκλησίας δεν ήταν οι ιδέες, μολονότι αιρετικές, αλλά το ενδεχόμενο να διαδοθούν. O φόβος των κληρικών βγήκε αληθινός, καθώς η μελέτη-ορόσημο του Γαλιλαίου αποτέλεσε την αρχή μιας παράδοσης για την έκδοση επιστημονικών βιβλίων στις κοινές γλώσσες — του Καρτέσιου στα γαλλικά, του Χουκ στα αγγλικά, του Λάιμπνιτς στα γερμανικά και ούτω καθεξής. Η άμεση επαφή του κοινού με τις εμπειρικές μεθόδους της επιστήμης θεωρείται σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την πολιτιστική μετάβαση από τον μαγικό και μυστικιστικό τρόπο σκέψης, που χαρακτήρισε τον δυτικό μεσαιωνικό λόγο, στον ορθολογισμό του νεωτερικού λόγου. Πράγματι, η δυνατότητα του κοινού να κατανοεί την επιστήμη είναι ίσως η σημαντικότερη συνεισφορά της Αναγέννησης στην επιστημονική πρόοδο — ακόμα πιο σημαντική, θα μπορούσε να πει κανείς, από όλες τις αξιόλογες ανακαλύψεις της περιόδου, ξεκινώντας με το βιβλίο του Γαλιλαίου το 1652. Για του λόγου το αληθές, μέχρι την εποχή του Μάξγουελ, του Φάραντεϊ και του Χουκ, η δίψα του κοινού για επιστήμη ήταν ακόρεστη. Επιστημονικές επιδείξεις διοργανώνονταν ως εκδηλώσεις ψυχαγωγίας σε αίθουσες παραστάσεων και τα επιστημονικά βιβλία πωλούνταν τόσο γρήγορα όσο και τα μυθιστορήματα.
Έκλεισα το βιβλίο και κοίταξα έξω από το παράθυρο, την πόλη που έτρεχε ανάστροφα με την πορεία του λεωφορείου. Είχε αρχίσει μια ελαφριά ψιχάλα που πασπάλιζε τον δρόμο και το τζάμι. Και ήξερα πως το δικό μου πραγματικό πρόβλημα, αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο στη ζωή μου ήταν να γράφω, να διαβάζω, και να γράφω για αυτά που διαβάζω. Και όχι να βγάζω άδειες προσωρινής παραμονής σε άλλες χώρες.
Όσο όμορφες, όσο υπέροχες και ανθρώπινες και να 'ναι.
ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα μιλήσαμε για το βιβλίο του Stuart Firestein, «Άγνοια. Πώς οδηγεί στην επιστήμη» (μετάφραση Σταυρούλα Βεργοπούλου, Εκδόσεις Ροπή). Στόχος είναι να μιλάμε κάθε Παρασκευή για ένα βιβλίο. Θα προσπαθήσω να τον τηρήσω, εφόσον υπάρξει ανταπόκριση.