Σε μια πρώτη ανάγνωση της πολιτικής πραγματικότητας, η πλειοδοσία σε υποσχέσεις οικονομικού χαρακτήρα δείχνει μια καλή στρατηγική.
Η δημοσιονομική πειθαρχία που κάποτε ήταν το «Ευαγγέλιο» για την ΕΕ σήμερα είναι σχεδόν δαιμονοποιημένη. Σε πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης στη Μεγάλη Βρετανία, οι μισοί ψηφοφόροι των Συντηρητικών, δηλαδή του κόμματος της Μάργκαρετ Θάτσερ, ζητούν την κρατικοποίηση των εταιρειών ενέργειας, έστω και προσωρινά, για να συγκρατηθούν οι τιμές ενώ στην Ελλάδα η πιο οργανωμένη και σοβαρή κριτική που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακόμα κι από τους πιο στενούς πολιτικούς της φίλους, αφορά την έκρηξη στις κρατικές δαπάνες, την ανορθολογική αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης με την αναγνώριση νέων δικαιούχων σύνταξης στο όνομα, μάλιστα, της κοινωνικής δικαιοσύνης και τα οριζόντια μέτρια στήριξης για τις αλλεπάλληλες κρίσεις.
Ποιος μπορεί στ' αλήθεια να κατηγορήσει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ για οικονομική παραφροσύνη, όταν σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουμε μπει προ πολλού σε αυτές τις παρα-λογικές;
Όχι. Το πρόβλημα του κ.Τσίπρα δεν είναι ότι το Σάββατο στη ΔΕΘ υποσχέθηκε ένα νέο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» και μάλιστα στο πολλαπλασιο του δείχνοντας ότι δεν έχει διδαχθεί τίποτα από το πρόσφατο παρελθόν.
Δεν έχουμε οι Έλληνες πρόβλημα με ιδέες όπως η ΑΤΑ, η κρατικοποίηση της ΔΕΗ, η υπόσχεση γα σύνταξη σε όλους, γιατί κατά τα χρόνια της κρίσης κανείς δεν μιλούσε για εξορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών μόνον όλοι, ανεξαιρέτως, έκαναν λόγο για μνημονιακές υποχρεώσεις που είχαν επιβάλλει οι δανειστές κι αν οι κυβερνήσεις μας είχαν τη δυνατότητα θα τις αθετούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη για να επιδοθούν στο δημοσιονομικό business as usual.
Το βασικό πρόβλημα του κ. Τσίπρα είναι ότι οι Έλληνες δεν πιστεύουν πως αν έρθει στην εξουσία θα δώσει όσα υποσχέθηκε γιατί απέτυχε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του όταν του δόθηκε η ευκαιρία.
Άλλωστε η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν υπόσχεται ότι ΘΑ δώσει λεφτά.
Δίνει ήδη πολλά λεφτά, σε όλους αδιακρίτως.
Και το σημαντικότερο είναι ότι ακόμα και σήμερα, σύμφωνα με όλες τις έρευνες κοινής γνώμης, αξιολογείται από τους πολίτες ως καταλληλότερη να διαχειρίζεται την καθημερινότητά τους και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως ο καταλληλότερος να διατηρεί τη θέση του πρωθυπουργού.
Σε μια εποχή δημοσιονομιής ακολασίας που «βρέχει λεφτά» και μάλιστα με ξετσιπωσιά, ο κ. Τσίπρας δεν πείθει ότι μπορεί εκείνος να δώσει περισσότερα. Δεν είναι ότι οι πολίτες έχουν φρίξει με όσα υποσχέθηκε. Είναι ότι δεν μπορούν να είναι σίγουροι ότι εκείνος θα τα δώσει, αν ξαναβρεθεί στην εξουσία με κίνδυνο μάλιστα να τα κάνει πάλι μαντάρα σε όλους τους υπόλοιπους τομείς της διακυβέρνησης.
Η κατάσταση θα ήταν απίθανα κωμική αν δεν ήταν τόσο τραγική. Στην Ελλάδα οι οικονομικές ιδεοληψίες αντί να συρρικνωθούν γιγαντώθηκαν. Η δημοσιονομική κραιπάλη είναι πλέον η κυρίαρχη ιδεολογία.
Όμως, έτσι έχουν τα πράγματα.
Παλαιότερα θα γράφαμε ότι ο κ. Τσίπρας είναι πάλι αντιμέτωπος με τα γνωστά στρατηγικά του διλήμματα μεταξύ του συμπαγούς Συριζανέλ, εθνολαϊκιστικού εκλογικού του σώματος που το έχει εκπαιδεύσει να καταναλώνει ένα πολύ συγκεκριμένο είδος πολιτικού λόγου: αυτού που απωθεί τους κεντρώους και κάποιες περιφερειακές ομάδες καθηγητών όπως ο κ. Τσακαλώτος που επιζητούν την επανάκτηση της αριστερής ταυτότητας.
Αυτά πλέον είναι δευτερεύοντα.
Από την άλλη, ο κ. Τσίπρας διατηρεί κι ένα σοβαρό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του: υπάρχει ένα πλαφόν προς τα κάτω ως προς τα ποσοστά επιρροής του στο εκλογικό σώμα. Αν υπάρχουν ακόμα και σήμερα κάποιοι που φαντασιώνουν την εκλογική συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ, απλώς δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία είναι αυτή και δεν θα περιοριστεί αλλά σίγουρα δεν θα διευρυνθεί κι όλας.
Εκτός εάν...
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο μόνος εχθρός του Κυριάκου Μητσοτάκη στις επόμενες εκλογές είναι η αποχή των κεντρώων μετριοπαθών ψηφοφόρων, αυτών που το 2019 ψήφισαν ΝΔ για πρώτη φορά. Σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε, τουλάχιστον σήμερα που πληκτρολογούμε αυτές τις γραμμές, δεν θα εκπλαγούμε καθόλου αν το ΠΑΣΟΚ του κ.Ανδρουλάκη δεν καταφέρει να συγκεντρώσει 10%. Πιστεύουμε δε ότι θα πάει σε εκλογές με δείκτη πρόθεσης ψήφου στις δημοσκοπήσεις κάτω του 10%.
Αν όλους αυτούς ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν καταφέρει να τους ξαναφέρει στην κάλπη για να τον ψηφίσουν, τότε θα καθίσουν στο σπίτι τους.
Αυτός ο κόσμος που θα κρίνει την ουσία του εκλογικού αποτελέσματος από τις πρώτες κάλπες, θεωρητικώς είναι απρόσιτος για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως αναρωτιόμαστε: έχοντας εξασφαλίσει ένα πλαφόν (και ως εκ τούτου και τα νώτα του) τι θα πείραζε τον κ. Τσίπρα αν επιχειρούσε να τους πλησιάσει με ένα πολιτικό λόγο σαν αυτόν που ακούσαμε στην ομιλία του το Σάββατο, από την αρχή μέχρι το σημείο που αρχίζει να περιγράφει τα 6 σημεία του προγράμματος του κόμματός του; Αυτό ήταν το καλύτερο και πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ομιλίας του.
Αν μη τι άλλο αυτή η προσπάθεια μπορεί να λειτουργήσει ως η τόσο αναγκαία διαδικασία επαναλανσαρίσματος της πολιτικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το στραπάτσο που της προκάλεσε η συγκυβέρνηση με τη ρατσιστική Ακροδεξιά.
Δύσκολα ένα τέτοιο εγχείρημα θα έφερνε αποτελέσματα στην κάλπη. Όμως πιστεύουμε ότι εκκρεμεί κι ένα χρέος του κ. Τσίπρα απέναντι στη Γ' Ελληνική Δημοκρατία: οφείλει να εξιλεωθεί για όσα έκανε για να την κλονίσει, την Αντιμνημονιακή και εθνικολαϊκιστική του παραφροσύνη και το παράνομο δημοψήφισμα του 2015. Ας πούμε ότι αυτό θα είναι και η συγγνώμη που οφείλει στον προοδευτικό κόσμο της χώρας. Η συγγνώμη που ακόμα και σήμερα δεν έχει εκστομίσει.