Τις τελευταίες ημέρες, η κυβέρνηση Μπάιντεν επιτάχυνε την απομάκρυνσή της από τα δεδομένα και τις πρακτικές της περιόδου Τραμπ. Τόσο σε επίπεδο δηλώσεων όσο και σε επίπεδο πράξεων. Αλλά – όπως είχαμε εξηγήσει από τον Ιανουάριο – η απομάκρυνση είναι (και δεν θα μπορούσε παρά να είναι) επιλεκτική και, κατά συνέπεια, μόνον μερική.
Η νέα, σκληρή αντιμετώπιση της Ρωσίας από την Ουάσιγκτον έρχεται να προστεθεί στη συνεχιζόμενη ένταση με την Κίνα. Η διαλεκτική συνέχειας – ασυνέχειας που παρατηρείται στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τις δυο δυνάμεις της Ασίας έχει αντίκτυπο στη συνολική επανατοποθέτηση των ΗΠΑ στη διεθνή πολιτική.
Ενώ η αντιπαλότητα με την Ρωσία είναι γεωπολιτική, τα προβλήματα με την Κίνα έχουν – μέχρι σήμερα – περισσότερο οικονομική βάση χωρίς να λείπουν οι πολιτικές και γεωστρατηγικές εντάσεις.
Σε αντίθεση με την οικονομικά αδύναμη Ρωσία, η Κίνα αποτελεί τον αναδυόμενο γίγαντα της διεθνούς οικονομίας. Βρίσκεται ήδη στη θέση του τρίτου εμπορικού εταίρου των ΗΠΑ ενώ η συνεχιζόμενη οικονομική διείσδυση στην Ασία και την Αφρική αναδεικνύει τη δυναμική των σχέσεων μεταξύ οικονομικής απογείωσης και γεωπολιτικών αλλαγών.
Ως προς την Κίνα, είναι πιθανό πολλοί να παρανόησαν τις προθέσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Σε αυτούς πιθανότατα περιλαμβάνονται και οι αξιωματούχοι στο Πεκίνο. Η αντίληψη ότι η νέα κυβέρνηση απλώς θα εξαφάνιζε τα τομεακά μέτρα της προηγούμενης εναντίον της κινεζικής υπερπαραγωγής και τις καταγγελίες για το υποτιμημένο γουάν εκπροσωπεί μια απλοϊκή ανάγνωση της πραγματικότητας στην Ουάσιγκτον.
Το ίδιο, σε ένα βαθμό, ισχύει για τις αναλύσεις που ήδη αναφέρονται σε κύκλους. Στην πραγματικότητα, παρά κάποιες προσπάθειες να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους οι κυκλικές θεωρήσεις της ιστορίας, επανάληψη σε μεγάλη, καθοριστική κλίμακα δεν υφίσταται. Υπάρχουν ανάμεικτα στοιχεία στις πάντα νέες περιόδους, παρουσιάζονται επιμέρους επαναλαμβανόμενα και μεταλλασσόμενα στοιχεία, σε προσωρινή συνύπαρξη με νέα φαινόμενα, καινοτόμες ιδέες και πρακτικές και εξωγενείς παράγοντες που ωθούν σε επανάληψη παλιών συνταγών ή διερεύνηση νέων.
Έτσι και με την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Δεν θα δούμε – ευτυχώς σε ότι αφορά την Μέση Ανατολή – επανάληψη της περιόδου Ομπάμα, αλλά μια νέα σύνθεση με υλικά ξαναζεσταμένα αλλά και με υλικά καινούργια. Η σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία, η απόσταση από την φιλική προσέγγιση της προεδρίας Τραμπ στον Ερντογάν που σε ένα βαθμό οφείλεται και πάλι στον παράγοντα Ρωσία (S-400, πυρηνική συνεργασία) και η συνέχιση της επικριτικής στάσης απέναντι στην Κίνα έχουν συγκεκριμένες πιθανές ερμηνείες.
Η ανάλυση για τη νέα περίοδο μπορεί να ξεδιπλωθεί σε τρία βήματα. Πρώτον, η επάνοδος στη διεθνή σκηνή από τις ΗΠΑ συνδυάζεται με προσπάθειες παροδικής επανισχυροποίησης του δυτικού μπλοκ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία έχει προφανείς δυσκολίες. Εδώ εντάσσονται οι εντάσεις με Ρωσία και Κίνα αλλά και η νέα έμφαση στα δικαιώματα και το κράτος δικαίου ως κριτήρια αποτίμησης διεθνών δρώντων. Αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δίνουν έμφαση εκ νέου σε κάτι που η ΕΕ θεωρούσε προνομιακό πεδίο της που όμως απαξιώνει στην πράξη στις σχέσεις της με την Τουρκία.
Δεύτερον, η περίοδος Τραμπ ενθάρρυνε τις πιο τολμηρές τακτικές του Πούτιν, κάτι που σήμαινε πολλά, ερχόμενο μετά από την αποτυχία Ομπάμα στην Κριμαία. Παρότι ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι υπήρξε «πολύ πιο σκληρός απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με τον Ομπάμα», η αλήθεια είναι ότι η ιδιωτικοποίηση των κριτηρίων άσκησης πολιτικής οδήγησε – για διαφορετικούς λόγους – σε στενές σχέσεις τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ερντογάν. Από τον Ιανουάριο του 2021, η νέα προεδρία επιχειρεί να κερδίσει έδαφος απέναντι στην Ρωσία.
Τέλος, οι αργά εξελισσόμενες δομές στη διεθνή πολιτική οικονομία διαμορφώνουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την Κίνα.
Για τις ευρωατλαντικές σχέσεις πάντως, η περίοδος Μπάιντεν θα μοιραστεί τελικά σε δυο φάσεις. Αρχικά θα παρακολουθήσουμε μια προσπάθεια διόρθωσης της κακής κατάστασης των σχέσεων ΗΠΑ – ΕΕ που αφήνει πίσω της η προεδρία Τραμπ.
Στη συνέχεια, από το 2022-23 ή λίγο αργότερα, οι ΗΠΑ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επανέλθουν στις ράγες της μακροπρόθεσμης, αργής κίνησης που ξεκίνησε επί Ομπάμα και συνοψίζεται στο εξής: Σταδιακή, προσεκτική και μέσω πολυμερούς συνεννόησης απομάκρυνση από την Ευρώπη και άλλες περιοχές στις οποίες οι ΗΠΑ δεν μπορούν ή/και δεν επιθυμούν να εκπληρώνουν τους ρόλους που υπηρετούσαν επί δεκαετίες.
Είναι βέβαιο ότι η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον έχει αντιληφθεί ότι στην Ευρώπη σήμερα κάτι κινείται και αυτό οφείλεται εν μέρει στη στρατηγική προσπάθεια της Γαλλίας στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας στην ασφάλεια και την άμυνα, σε συνεργασία πάντα με το ΝΑΤΟ. Με τη Βρετανία κυριολεκτικά στην μέση του Ατλαντικού μετά το Brexit και την ήττα του Τραμπ, θα είναι σημαντικό για τις ευρωατλαντικές σχέσεις εάν οι ΗΠΑ προσεγγίσουν τη νέα γαλλική προσπάθεια με θετική και δημιουργική διάθεση. Άλλωστε η παλαιότερη αμερικανική καχυποψία αναφορικά με τις ανεξάρτητες στρατηγικές επιδιώξεις της Γαλλίας έχει προ πολλού ξεπεραστεί με δεδομένο τον σημαντικό ρόλο του Παρισιού και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ μετά την επανένταξη στο στρατιωτικό σκέλος από το 2009.
Η πολιτική της μονομέρειας και της επιλεκτικής πολυμέρειας, που σε γενικές γραμμές ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Μπους, προκάλεσε ρωγμές στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ ενώ προκάλεσε και σημαντική ζημία στην εικόνα των ΗΠΑ διεθνώς.
Η πολιτική αυτή αφορούσε καταρχήν ζητήματα υψηλής πολιτικής και στρατηγικές επιλογές όπως π.χ. ο πόλεμος κατά του Ιράκ, αλλά γενικότερα εκτεινόταν σε ένα ευρύ πεδίο θεματικών, από την αδιαφορία απέναντι στην κλιματική αλλαγή μέχρι την κυνική αντιμετώπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσων υπόπτων για τρομοκρατία κρατούνταν εκτός αμερικανικού εδάφους. Παράλληλα, οδήγησε και σε κάποιες πιέσεις που έφεραν την Ευρώπη σε αμηχανία.
Όταν ο υπουργός άμυνας των ΗΠΑ αγωνιούσε να κλειδώσει την στήριξη της Άγκυρας για την εισβολή στο Ιράκ, έκρινε σκόπιμο να ασκήσει αφόρητες πιέσεις στην ΕΕ να δει με νέο μάτι την προοπτική της Τουρκίας ως μελλοντικού εταίρου.
Όπως πολύ εύστοχα είχε σχολιάσει ο Τίμοθι Γκάρντον Ας, «φανταστείτε έναν ευρωπαίο πολιτικό να πηγαίνει στην Ουάσιγκτον για να πει στις ΗΠΑ ότι πρέπει να δεχτούν το Μεξικό ως 51η πολιτεία, προκειμένου το Μεξικό να υποστηρίξει μια ευρωπαϊκή εισβολή στη Γουατεμάλα». Η Τουρκία είδε θετικά την προοπτική, στο μέτρο που η τελωνειακή ένωση και πολλά άλλα προγράμματα εξασφάλιζαν πλεονεκτήματα στην τουρκική οικονομία. Και αναρίθμητοι αναλυτές σε χώρες όπως η Ελλάδα έσπευσαν να προσδώσουν αναλυτική και ακαδημαϊκή νομιμοποίηση στο εγχείρημα.
Τα χρόνια του αλλοπρόσαλλου Τραμπ, σε ένα περιβάλλον που είχε στο μεταξύ υποστεί σημαντικές αλλαγές, συνέθεσαν μια νέα και αρκετά ιδιαίτερη περίοδο επιλεκτικής μονομέρειας και εντάσεων με τους εταίρους στη γηραιά ήπειρο. Αλλά τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει και κυρίως η διοίκηση Ομπάμα είχαν στο μεταξύ αλλάξει τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές των ΗΠΑ απέναντι στο διεθνή τους ρόλο. Έτσι ο Τραμπ βρέθηκε να εκπροσωπεί μια ακραία απρόβλεπτη, σπασμωδική και επιλεκτική εκδοχή μιας κατεύθυνσης την οποία ουσιαστικά – σε αδρές γραμμές – κληρονόμησε από τον Ομπάμα.
Στην πραγματικότητα, τα σχηματικά κλισέ περί του καλού «φιλελεύθερου διεθνισμού» που θα επανακάμψει, αντιπαρατιθέμενος με τον κακό «λαϊκιστικό εθνικισμό» δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Σε κάθε περίπτωση, μια απόλυτη στροφή στον απομονωτισμό ήταν τότε και παραμένει σήμερα απίθανη: κάθε ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προϋποθέτει την κατανόηση της σημασίας της παράδοσης του αμερικανικού διεθνισμού. Αλλά η παράδοση αυτή δεν ταυτίζεται με την ηγεμονικά παρεμβατική εκδοχή της, η οποία έχει από δεκαετίες εισέλθει σε αργή αλλά μη αναστρέψιμη πορεία περιορισμού, ανεξάρτητα από επιμέρους αναδιπλώσεις και επανακάμψεις. Αυτό που μένει και που συνεχώς ανανεώνεται είναι η επίμονη εξωστρέφεια των ΗΠΑ, σε πεδία που αναφέρονται τόσο στην ήπια όσο και στη σκληρή ισχύ.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλουμε να προβληματιστούμε και για τα ζητήματα της περιοχής μας. Η σημαντική και απολύτως θετική τάση μερικής επιστροφής στην πολυμέρεια που εκφράζει σε πρώτη φάση η νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον δεν συνεπάγεται αυτόματη επίλυση των προβλημάτων που μας απασχολούν. Αντίθετα, επιβάλλει την προσεκτική ανάλυση της πραγματικότητας που θα αναδυθεί μέσα από την ωρίμανση της δεύτερης φάσης.
Ως προς τα ελληνοτουρκικά, η περαιτέρω, δραματική κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ - Ρωσίας αποτελεί παράγοντα που επηρεάζει τις εξελίξεις σε πολλά επίπεδα, καθιστώντας, μεταξύ άλλων, δύσκολη τη συνέχιση της τουρκικής διπλωματικής, αμυντικής και ενεργειακής ταχυδακτυλουργίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το 2021-23, για λόγους που έχω εξηγήσει διεξοδικά κατά καιρούς σε άρθρα, θα σφραγίσει τη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση, με πιθανότερο το σενάριο μιας ακόμη μεγαλύτερης απομάκρυνσης μεταξύ των δύο μερών. Εκτός απροόπτου, η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και οι επικίνδυνες αναζητήσεις με νεο-οθωμανικό πέπλο θα συνεχιστούν. Η πρόκληση για την κυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι μεγάλη.
Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι καλώς γίνονται οι όποιες συνομιλίες, αλλά η Τουρκία θα πρέπει οπωσδήποτε κάτι να δώσει, κάπου να υποχωρήσει σε αυτή τη συγκυρία. Στα ελληνοτουρκικά, στο Κυπριακό, στο τουρκολιβυκό. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είναι λάθος να συμβάλλουμε στη δημιουργία εντυπώσεων σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες ότι με την Άγκυρα η κατάσταση εισέρχεται σε δρόμο κανονικότητας, ενώ δεν υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη για αλλαγή της τουρκικής στρατηγικής στην ευρύτερη περιοχή.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη