Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, μετά από 38 χρόνια εφαρμογής, άλλαξε ορισμένες διατάξεις του οικογενειακού δικαίου αναφορικά με τις σχέσεις διαζευγμένων γονέων και τέκνων. Ωστόσο υπήρξε διαφορετική άποψη για ορισμένες από τις προτάσεις αυτές από τους επιστημονικούς φορείς και εν τέλει από την επιστημονική υπηρεσία της Βουλής.
Ορισμένες έννοιες όπως είναι διατυπωμένες είναι μάλλον ασαφείς και οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά που διατύπωσε προφορικώς ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Αυτό που έχει σημασία στην περίπτωση διαζευγμένων γονέων είναι το συμφέρον του παιδιού, έννοια που εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση µε κριτήρια αξιολογικά.
Όσον αφορά στην γονική μέριμνα, η πρόταση οι διαζευγμένοι να την ασκούν από κοινού και «εξίσου», όφειλε να αποσαφηνιστεί, αφού θα µπορούσε να υποστηριχθεί ότι οδηγεί στην εισαγωγή της υποχρεωτικής ίσης χρονικής κατανοµής αυτής και της εναλλασσόμενης κατοικίας, αλλά και σε μειωμένη διατροφή.
Όμως, σύµφωνα µε τα πορίσµατα της επιστήμης, τα παιδιά έχουν ανάγκη κατοχύρωσης της συναισθηματικής ευστάθειας και της συνέχειας στη φροντίδα τους, που θα τους επιτρέψει να αναπτύξουν έναν ασφαλή ψυχοσυναισθηματικό δεσµό, όχι μόνο µε το βασικό πρόσωπο φροντίδας τους, αλλά και με τον άλλο γονέα.
Επίσης, η πρόβλεψη ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου µε φυσική παρουσία µε τον γονέα, µε τον οποίο δεν διαμένει, να τεκµαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, θα έπρεπε, για λόγους νοµοτεχνικής αρτιότητας και σαφήνειας, να είχε αναδιατυπωθεί, αφού δεν αναφέρει πως προσδιορίζεται ο συνολικός χρόνος επικοινωνίας, ούτε η βάση υπολογισμού του 1/3, πχ. 24ωρο, εβδομάδα, μήνας.
Επιπλέον, η υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, για καθημερινά ζητήματα συνιστά παράγοντα άνισης αντιμετώπισης του υπόχρεου της επιμέλειας και μπορεί να οδηγήσει σε παραλογισμούς, ακόμα και σε κατά κανόνα ήσσονος σημασίας ζητήματα.
Τέλος, σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, αναφέρεται πως χρειάζεται οριστική καταδίκη του γονέα, δηλαδή 2-5 χρόνια, όπου με αυτό τον τρόπο ο κακοποιητικός γονέας θα βρίσκει νόμιμες αφορμές να παρεμβαίνει και να συνεχίζει την κακοποιητική συμπεριφορά.
Διαπιστωμένη πράξη θα έπρεπε να είναι το πιο σωστό ή αν αυτό δεν ήταν εφικτό, θα έπρεπε η φράση «για ενδοοικογενειακή βία» να είχε αντικατασταθεί «για τα αδικήματα που προβλέπονται στον ν.3500/2006 και στα άρθρα 312, 330 και 333 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκαν με τον Ν. 4619/2019».
Στο δια ταύτα, σκοπός σε ένα τέτοιο κοινωνικό, επιστημονικό -και σε τελευταία ανάλυση- ηθικό ζήτημα είναι να βρεθούν λύσεις, χωρίς όμως να προσθέσουμε άλλα προβλήματα.
* Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι Βουλευτής Επικρατείας (ΝΔ), Αντιπρόεδρος Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης ΝΑΤΟ