Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Ο δημοσιογράφος και επί δεκαετίες διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου, Γιάννης Μαρίνος, ήταν από τους πρώτους celebrities του οικονομικού ρεπορτάζ και κατάφερε το όνομά του να γίνει συνώνυμο της αντικειμενικότητας με τρόπο που ακόμα και σήμερα που το επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν χαίρει και ιδιαίτερης εκτίμησης, να μην έχει απολέσει την αχλύ του.
Κάποιος θα μας αντιτείνει ότι την εποχή που ο Οικονομικός Ταχυδρόμος μεσουράνησε δεν υπήρχε και μεγάλος ανταγωνισμός στην εξειδικευμένη δημοσιογραφία και βέβαια δεν υπήρχαν σόσιαλ μήντια όπου όλοι κρίνονται και αποδομούνται, πολύ συχνά ακριβοδίκαια κι από ανεξάρτητες φωνές που δεν έχουν βρει θέση στον παραδοσιακό, συστημικό Τύπο.. Ισχύει αλλά όλα και όλοι κρινόμαστε in context.
Ο Γιάννης Μαρίνος δήλωνε και δηλώνει φιλελεύθερος ενώ στην πραγματικότητα εξέφραζε απλώς την κοινή λογική σε μία χώρα που ο κρατισμός δεν είναι ιδεολογία αλλά ιδεοληψία, ο «ιδεολογικός φερετζές» ενός πολιτικού συστήματος που αναπαράγεται εδώ και δεκαετίες μέσα από τα καλά οργανωμένα πελατειακά δίκτυα.
Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, ως φορέας της λογικής και όχι του ελληνικού πραγματισμού (όπως συνηθίζουμε βαφτίζουμε την εκλογίκευση ακόμα και των πιο εξωφρενικών καταστάσεων και συμπεριφορών) στεκόταν κριτικά απέναντι σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, ακόμα και στους «μυθικούς» πρωταγωνιστές του, μετά το '74.
Τη σχέση του με τρεις από τους πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης αφηγείται στο νέο του βιβλίο «Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Χαρίλαος Φλωράκης. Εκμυστηρεύσεις τριών μεγάλων» (Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ).
Σε αυτή την ιδιότυπη εξιστόρηση του μεγάλου Γιάννη Μαρίνου, στην πραγματικότητα πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος και όχι οι τρεις εξίσου θρυλικοί με εκείνον πολιτικοί. Τις δικές του σκέψεις, τα δικά του συναισθήματα, τις δικές του αντιδράσεις στα ερεθίσματα που του προκαλούσαν καταγράφει. Είναι τα δικά του απομνημονεύματα, όχι βέβαια στο σύνολό τους αλλά στο κομμάτι που αφορά τη συνάντηση του δημοσιογράφου με την πολιτική, μια σχέση ιδιότυπης αλληλεπίδρασης όπου η λειτουργία της μίας είναι η προϋπόθεση της ύπαρξης του άλλου και τούμπαλιν.
Οι αφηγήσεις αυτές προσθέτουν στην ιστορική αντίληψη για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Οι πληροφορίες για το πώς συμπεριφέρονταν εκτός πολιτικής σκηνής σε αυτούς που τους αντιπολιτεύονταν ή τους πολεμούσαν ιδεολογικά γνωστοί πολιτικοί είναι σίγουρα ιστορικές μαρτυρίες που οι μελλοντικοί ιστορικοί θα λάβουν υπόψιν τους ενώ οι σύγχρονοι αναγνώστες θα εμπλουτίσουν τις δικές τους απόψεις για τα πρόσωπα του χθες και βέβαια, μοιραία, θα κάνουν τις συγκρίσεις με τους πρωταγωνιστές του σήμερα.
Από τον Γιάννη Μαρίνο και τους συνεργάτες του περίβλεπτου Οικονομικού Ταχυδρόμου λείπει (τουλάχιστον από την υπογράφουσα) και μια αποτίμηση του φαινομένου της κρίσης. Θα ήταν οι καταλληλότεροι να το πράξουν αφού παρατηρούν, μελετούν και καταγράφουν ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία εδώ και δεκαετίες. Φαίνεται όμως πως οι περισσότεροι προτιμούν την αφήγηση ανεκδότων. Ας είναι. Κι αυτά πολύτιμα και σίγουρα ψυχαγωγικά. Είναι βέβαιο ότι το βιβλίο θα διαβαστεί από πολλούς.