Όσο συστηματικά και να καταναλώνουμε τις διεθνείς ειδήσεις, όταν ζούμε σε μια περιφερειακή χώρα της Μεσογείου πρέπει να είμαστε υποψιασμένοι για το γεγονός ότι πληροφορούμαστε τα γεγονότα ανά τον πλανήτη μέσα από την οπτική των ισχυρότερων πομπών μηνυμάτων και ότι η αλήθεια κάθε χώρας δεν ανιχνεύεται στις ειδήσεις που παράγει.
Παρ' όλα αυτά όμως, ακριβώς επειδή ζούμε σε μια περιφέρεια που παράγει περισσότερες εντάσεις απ' όσες μπορεί να καταναλώσει, κατά τη διάσημη ρήση, μπορούμε να αντιληφθούμε, έστω και διαισθητικά, την πολυπλοκότητα κάποιων καταστάσεων και να ταυτιστούμε με την ένταση των δραματικών γεγονότων που ζουν.
Προ ημερών πέθανε ο πρώην πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής Φρέντερικ ντε Κλερκ, ο άνθρωπος που έδωσε τέλος στην πολιτική Απαρτχάιντ και μαζί με τον Νέλσον Μαντέλα οδήγησαν τη χώρα σε μια νέα εποχή, ένα εγχείρημα για το οποίο μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης το 1993.
Ο ντε Κλερκ (παντρεμένος με Ελληνίδα, παρεμπιπτόντως) ήταν στη χώρα του μια αμφισβητούμενη προσωπικότητα. Το γεγονός όμως ότι δέχθηκε σφοδρή κριτική τόσο από τη λευκή κοινότητα της χώρας στην οποία και ανήκε όσο και από τη μαύρη, δείχνει για εμάς ότι προσπάθησε να υπερβεί τα αδιέξοδα που δημιουργούσε η ίδια η ιστορία.
Το περιγράφει ωραία στη δήλωση που έκανε μετά την ανακοίνωσή του θανάτου του ο Αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου, μια θρυλική μορφή των αγώνων κατά του Απαρτχάιντ κι αυτός βραβευμένος με Νόμπελ το 1984: «Ο ντε Κλερκ καταλαμβάνει μια ιστορική αλλά δύσκολη θέση στην ιστορία της Νοτίου Αφρικής».
Στην επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης που προήδρευε ο Τούτου για να διερευνήσει τα εγκλήματα της λευκής μειονότητας σε βάρος των μαύρων είχε καταθέσει και ο ντε Κλερκ χωρίς να κάνει μια πλήρη παραδοχή για τα εγκλήματα και τα βασανιστήρια που είχε διαπράξει το Απαρτχάιντ σε βάρος των μαύρων.
Μετά τον θάνατο του ντε Κλερκ όμως, κυκλοφόρησε ένα βίντεο με ένα μαγνητοσκοπημένο του μήνυμα, το τελευταίο μήνυμα, όπως είπε που απηύθυνε στον λαό της Νοτίου Αφρικής.
Σε αυτό το μήνυμα και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ζητάει συγγνώμη για τον πόνο που προκάλεσε το Απαρτχάιντ στους έγχρωμους πληθυσμούς της χώρας του.
Αυτό που βρήκαμε ενδιαφέρον στο τελευταίο του μήνυμα είναι ότι υπογραμμίζει ότι τη συγγνώμη δεν τη ζητάει ως πρώην πολιτικός ηγέτης αλλά τη ζητάει πρωτίστως ως άτομο γιατί νεότερος ασπαζόταν την ιδεολογία των διακρίσεων, όπως παραδέχεται. «Όμως, κάποια στιγμή κατάλαβα πόσο ηθικά έκπτωτη είναι η πολιτική αυτή», λέει «και μεταστράφηκα. Και από αυτή, την προσωπική μου μεταστροφή, πήγαζε έκτοτε κάθε πολιτική μου δραστηριότητα προς την κατεύθυνση της κατάργησης του Απαρτχάιντ».
Βρήκαμε την επιθυμία του γηραιού πολιτικού να δημοσιεύσει ένα μετά θάνατον διάγγελμα ανθρώπινη και βγαλμένη, λες, από τις αφηγήσεις του Ηρόδοτου. Το παρελθόν δεν διορθώνεται και ο ντε Κλερκ, βραβευμένος και με βραβείο Νόμπελ για τη συνεργασία του με τον Μαντέλα για την κατάργηση του καθεστώτος των διακρίσεων θα μπορούσε να μην ζητήσει κάποια επιπλέον συγγνώμη. Άλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος στο βίντεο, αρκετοί ποτέ δεν πίστεψαν ότι οι προθέσεις του ήταν ειλικρινείς.
Δεδομένου ότι είναι αδύνατον και ως εκ τούτου λάθος να κρίνουμε τους ανθρώπους από τις προθέσεις τους, μένουν προς κριτική μόνον οι πράξεις τους, ούτε καν τα λόγια τους και στην πολιτική η έκφραση συγγνώμης δεν είναι «λόγια»: είναι η απόλυτη πράξη ανάληψης ευθύνης για όσα πλήγωσαν φίλους αλλά κυρίως πολιτικούς αντιπάλους.
Στο ερώτημα που επανέρχεται κάθε τόσο και στη δική μας χώρα, αναφορικά με το αν πρέπει οι πολιτικοί να ζητούν από τον λαό ή από ομάδες πολιτών συγγνώμη για τον πόνο που προκάλεσαν πολιτικές αποφάσεις που ξέφυγαν από τα όρια του προγραμματικού λόγου, ο άνθρωπος αυτός που πέρασε μια ζωή μέσα σε ακραία ένταση και αντιπαράθεση έδωσε μια απάντηση, τη δική του απάντηση.
Κάποιοι βέβαια ισχυρίζονται ότι στην πολιτική η συγγνώμη είναι κενή νοήματος. Πράγματι, αν είναι να εκφέρεται προσχηματικά, υποκριτικά ή τελετουργικά δεν έχει νόημα. Γιατί τελικά η συγγνώμη στην πολιτική είναι μια προσωπική υπόθεση των πρωταγωνιστών της. Και θα έρθει η ώρα, για όσους πρωταγωνιστούν στα δρώμενα, να κριθούν και γι αυτό: για τις συγγνώμες που είπαν αλλά κυρίως γι αυτές που αρνήθηκαν.