Τι έτρωγαν οι κάτοικοι του σπηλαίου Θεόπετρας;
Στάρι, κριθάρι, ελιές και όσπρια, όπως και ελάφια, αγριογούρουνα, αρκούδες και λαγούς, έτρωγαν ο άνθρωποι που κατοικούσαν στο σπήλαιο Θεόπετρας, στην Καλαμπάκα. Ανήκαν και στο είδος των Νεάντερνταλ και στο είδος του Homo sapiens- sapiens, και κατοίκησαν τον χώρο διαδοχικά. Η πρώτη κατοίκηση τοποθετείται στα 130.000 χρόνια πριν από τη χρονολογία μας και η τελευταία στα 4.000 χρόνια. Έχουμε δηλαδή διαβίωση και στις τρεις περιόδους, Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Νεολιθική.
«Τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στη Θεσσαλία και η διαβίωσή του στο σπήλαιο της Θεόπετρας 130.000 έως 4.000 π.Χ.» ήταν ο τίτλος της ομιλίας που έκανε η επικεφαλής των ανασκαφών, Νίνα Κυπαρίσση- Αποστολίκα, επίτιμη διευθύντρια αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού στο πλαίσιο του 14ου Πανελλήνιου Συνέδριου Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων, στα Τρίκαλα. Παρουσίασε τα ευρήματά της και τα αποτελέσματα διάφορων ερευνών που έγιναν ώστε να έχουμε σωστές χρονολογήσεις. Ανάμεσα στα θέματα που έθιξε ήταν και τα είδη που χρησιμοποιήθηκαν για βρώση από τους ανθρώπους κάθε περιόδου.
Το σπήλαιο της Θεόπετρας βρίσκεται στα δεξιά της διαδρομής από Τρίκαλα προς Καλαμπάκα, 3 χλμ. πριν την τελευταία, σε υψόμετρο περίπου 300μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 100μ. πάνω από την πεδιάδα, στη βόρεια πλευρά ασβεστολιθικού όγκου που υψώνεται πάνω από το ομώνυμο Toπικό Διαμέρισμα του Δήμου Καλαμπάκας. Πολύ κοντά ρέει ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού, που στη συνέχειά του διασχίζει την πόλη των Τρικάλων. Η έκταση του σπηλαίου είναι περίπου 500 τ.μ. είπε η κα Κυπαρίσση. Η είσοδος είναι αψιδωτή διαστάσεων 17μ. πλάτος επί 3μ.ύψος και επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέρχεται άπλετα στο εσωτερικό του. Ακριβώς απέναντι βλέπει κανείς τους βράχους και τις μονές των Μετεώρων. Είναι η δυτικότερη προϊστορική θέση της Θεσσαλίας και γειτνιάζει άμεσα τόσο με τη θεσσαλική πεδιάδα όσο και με την οροσειρά της Πίνδου, τον Κόζιακα, και αυτά τα χαρακτηριστικά από τα δύο διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα αντανακλώνται και στις επιχώσεις του σπηλαίου.
Αποτέλεσε καταφύγιο ανθρώπων για πολλές χιλιάδες χρόνια, ενώ βεβαίως είναι πολύ πιθανό ότι υπήρξαν και διαστήματα που το εγκατέλειπαν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, καθώς το κλίμα άλλαξε επανειλημμένως στη διάρκεια αυτών των χιλιάδων χρόνων. Το σπήλαιο χρησίμευσε επίσης ως καταφύγιο για τον ντόπιο πληθυσμό σε καιρούς πολέμου, αλλά επίσης για το σταυλισμό ζώων
Ανθρώπινες ταφές
Ας δούμε τώρα ποιοι άνθρωποι έζησαν στο σπήλαιο. Η Νίνα Κυπαρίσση- Αποστολίκα τόνισε: «Εκτός των άλλων ευρημάτων, είχαμε την τύχη να βρούμε ανθρώπινες ταφές στη θέση εναπόθεσής τους, ώστε δεν μένει καμία αμφιβολία ότι υπήρχαν ένοικοι αυτού του σπηλαίου. Δύο ταφές αντιστοιχούν στην μεταπαγετώδη Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο και ή μία έχει χρονολογηθεί στα 14.990-14.060 π.Χ.(16.940-16.004 cal BP- DEM 241), ενώ τρεις ακόμη ταφές αντιστοιχούν στη Μεσολιθική , και έχουν χρονολογηθεί μεταξύ 7000 και 7500 π.Χ.. (H ταφή της τελευταίας εικόνας εκτίθεται στο σπήλαιο και η πρώτη στο μουσείο). ΄Ολοι οι σκελετοί ανήκουν στον τύπο του Homo Sapiens sapiens. Στα βαθύτερα στρώματα της Μέσης Παλαιολιθικής, αν και δεν βρήκαμε ταφές αυτής της περιόδου, είχαμε όμως την τύχη να βρούμε αποτυπώματα ανθρώπινων πελμάτων (ένα εύρημα σπανιότατο σε παγκόσμια κλίμακα), τα οποία όμως ήταν καλυμμένα, ώστε δύσκολα μπορεί να ανιχνεύσει κανείς ιδιαίτερα ανατομικά χαρακτηριστικά σε αυτά. Εκτιμάται ωστόσο, σύμφωνα με τους τύπους των εργαλείων που βρέθηκαν σε αυτά τα στρώματα, ότι εκεί ζούσαν Neanderthal.
Σύμφωνα με παλαιοπαθολογική ανάλυση σε ανθρώπινα οστά της Νεολιθικής περιόδου, τα περίπου 43 άτομα που υπολογίζεται να έζησαν αυτή την περίοδο στο σπήλαιο, φαίνεται πως ήταν αρκετά υγιή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ανάλυσης σταθερών ισοτόπων, η διατροφή τους φαίνεται πως βασιζόταν σε C3 φυτά, όπως το σιτάρι, το κριθάρι, ελιές και όσπρια, η παρουσία των οποίων επιβεβαιώνεται και με τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Ζωικά λίπη, φυτικά έλαια και κερί μελισσών αναγνωρίστηκαν επίσης με αναλύσεις οργανικών καταλοίπων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η διατροφή τους περιλάμβανε λίγο κρέας από εξημερωμένα κυρίως ζώα, αν και υπάρχει η άποψη ότι αυτά τα συντηρούσαν κυρίως για τα δευτερογενή προϊόντα τους (μαλλί, γάλα, κλπ), μια διατροφή δηλαδή που επικρατούσε στην Ελλάδα μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παρά ταύτα, στο σπήλαιο βρέθηκαν και λίγα οστά ψαριών και όστρεα γλυκού νερού, πιθανότατα από τον παρακείμενο ποταμό Ληθαίο, ενώ 4 χλμ, μακρύτερα ρέει και ο Πηνειός.»
Συνθήκες διαβίωσης
Πώς έζησε μέσα σε αυτό το σπήλαιο ο ανθρώπινος πληθυσμός και τι δημιούργησε ώστε να εξυπηρετήσει την επιβίωσή του και να μπορούμε να μιλάμε κι εμείς σήμερα για τεχνολογικές καινοτομίες; Η αρχαιολόγος ενημέρωσε πως αυτές αφορούν:
- στη χρήση φωτιάς και εστιών
- στην τεχνολογία του λίθου που διαφοροποιείται από περίοδο σε περίοδο προσαρμοζόμενη στις κλιματικές αλλαγές και την κατά συνέπεια αλλαγή της πανίδας, αλλά και στις νέες ανάγκες μετά την έναρξη της καλλιέργειας της γης
- σε μια λιθοκατασκευή- φράγμα μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου
- στις απαρχές της κεραμικής τεχνολογίας και στα κεραμικά κατασκευάσματα
- στην επεξεργασία μικρών αντικειμένων για στολισμό από διάφορα υλικά.
Ποια ήταν η πανίδα κατά τη διάρκεια κατοίκησης του σπηλαίου; «Προσαρμοζόταν στις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες, και για αυτήν προορίζονταν σε μεγάλο βαθμό τα εργαλεία που κατασκευάζονταν ιδιαίτερα κατά την παλαιολιθική περίοδο, είτε ως βλητικά είτε για την εκδορά των ζώων» εξήγησε η ομιλήτρια.
Λόγω ειδικών συνθηκών, δεν εντοπίσθηκαν οστά σε όλα τα σημεία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν, ωστόσο αποδίδονται στο φαινόμενο της διαγένεσης (μικρομορφολογική μελέτη του συνεργάτη της ανασκαφής γεωλόγου Δρ. Π. Καρκάνα -Καρκάνας & Weiner 2000 με τις αναλύσεις των ιζημάτων που έγιναν στο Ινστιτούτο Weizmann του Ισραήλ).
Παρότι λοιπόν, αυτό το φαινόμενο της διαγένεσης στον κεντρικό χώρο του σπηλαίου διέλυσε σχεδόν στο σύνολό τους τα οστά, χάρη στην ανατολική περιοχή που έμεινε έξω από αυτή τη διαδικασία επειδή βρισκόταν σε ψηλότερο επίπεδο και δεν δέχτηκε ποσότητες νερού από τους νότιους καρστικούς αγωγούς, έγινε δυνατό να ταυτιστούν στην Παλαιολιθική και Μεσολιθική επίχωση οστά ζώων όπως σπηλαίας άρκτου, ύαινας, αλλά και αιγοειδών, κόκκινου ελαφιού, δορκάδας, ελαφιού δάμα, αλεπούς, ασβού, αρκούδας, λαγού, λύκου, χελώνας, πάπιας, πέρδικας κ.ά. πτηνών, π.χ. περιστεριών, κορακοειδών, αετού κλπ. Επιπλέον, από τα ευρήματα στις όχθες του Πηνειού κατά τις έρευνες του Milojcic έχει διαπιστωθεί η παρουσία στη Θεσσαλία ελεφάντων, ρινόκερων, ιπποποτάμων, αλόγων και ποικίλων μυρικαστικών για τις θερμές περιόδους της Παλαιολιθικής.
Από τη νεολιθική επίχωση αναγνωρίστηκαν πολλά οστά ζώων, όπως αιγοπρόβατα που αποτελούν και το κυρίαρχο είδος σε ποσοστό περίπου 60%, βοοειδή, χοίροι και σκύλος εξημερωμένα, αλλά και γύρω στο 11% άγρια ζώα, όπως διάφορα είδη ελαφιών, αγριογούρουνο, αρκούδα, λαγός, αγριόγατα και ασβός ως αποτέλεσμα κυνηγιού. Σε οστό αρκούδας χρονολογημένο στη Νεολιθική περίοδο-προς το τέλος της 5ης χιλιετίας- (DEM 1968/ 5,441±30 BP/ 4,350-4,240 BC) βρέθηκαν αποτυπώματα από μαχαιριές που αποδίδονται σε προσπάθεια τεμαχισμού του ζώου.
Αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα και ανθρακολογική μελέτη
Ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες προκύπτουν επίσης από τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα και την ανθρακολογική μελέτη. Με τη διαδικασία του νεροκόσκινου εντοπίστηκαν στα παλαιολιθικά στρώματα καμένοι καρποί, όπως άγριο αμύγδαλο, βατόμουρο, σύκο, αγριοτσικουδιά, μπιζέλι, κράνο, ιπποφαές, κ.ά. ψυχανθή (όσπρια-φακή, μπιζέλι, λαθούρι) και αγρωστώδη (δημητριακά-κριθάρι, βρώμη), ως αποτέλεσμα καρποσυλλογής προς βρώση καθώς και άλλα είδη αγριόχορτων προορισμένων κυρίως για ζωοτροφές, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι οι Παλαιολιθικοί ένοικοι του σπηλαίου χρησιμοποιούσαν ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία καρπών και φυτών, που δεν επιβίωσαν ώστε να φθάσουν ως εμάς.
Στη Νεολιθική περίοδο οι άγριοι πρόγονοι των δημητριακών αντικαθίστανται από καλλιεργούμενα είδη, ενώ το σιτάρι (μονόκοκκο και κυρίως δίκοκκο) αποτελεί το πολυπληθέστερο εύρημα. Παράλληλα με την καλλιέργεια των οσπρίων και των δημητριακών διατηρείται σε κάποιο βαθμό η παράδοση της τροφοσυλλογής από τους νεολιθικούς γεωργούς, όπως προκύπτει από τη συνεχιζόμενη παρουσία άγριων φυτών στο νεολιθικό αρχαιοβοτανικό σύνολο της θέσης.
«΄Oπως γίνεται αντιληπτό» σημειώνει η Νίνα Κυπαρίσση- Αποστολίκα, το αρχαιοβοτανικό υλικό της Θεόπετρας λόγω της παλαιότητάς του, καθώς είναι το αρχαιότερο που προέρχεται από αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελλαδικό χώρο, συνιστά ένα πολύτιμο αρχείο δεδομένων για τη διερεύνηση των πρώιμων σταδίων εκμετάλλευσης του φυτικού κόσμου στον ελληνικό χώρο. Και κυρίως, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία από αυτό το υλικό είναι ότι είδη φυτών που στην Παλαιολιθική περίοδο τα βρίσκουμε σε άγρια μορφή, στη Νεολιθική τα συναντούμε καλλιεργημένα και αυτό επιβεβαιώνει τη συνέχεια του πολιτισμού αλλά κυρίως επιβεβαιώνει την έναρξη της καλλιέργειας στον ίδιο χώρο και όχι ως φερμένη από την Μέση Ανατολή, όπως πιστευόταν παλαιότερα.»
Η ταύτιση των ξυλανθράκων, επίσης, από δείγματα που συλλέχθηκαν στο σπήλαιο, επιβεβαιώνουν, μέσω της βλάστησης που αναγνωρίστηκε κατά περιόδους, τις κλιματικές συνθήκες που περιγράφηκαν με τις γεωλογικές αναλύσεις. Σύμφωνα με αυτά τα ευρήματα, η πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων στο σπήλαιο συνέβη όταν κυριαρχούσε ο προύνος σε ανοιχτά δάση. Στη συνέχεια, η διαδοχή εύκρατων δασών με φυλλοβόλο δρυ, σφένδαμνο και Fraxinus σε ανοιχτούς σχηματισμούς αντανακλούν τη βελτίωση του κλίματος κατά την τελευταία Μεσοπαγετώδη περίοδο. Σε περιόδους ψυχρού και ξηρού κλίματος επικρατούσε στεππική βλάστηση. Τέλος, η εξάπλωση της θερμόφιλης Pistacia και η επανεμφάνιση εύκρατων ειδών σε δάση τονίζουν την κλιματική βελτίωση του Ολοκαίνου, από την Μεσολιθική περίοδο και μετά.