Γράφτηκαν πολλά για την προ εικοσαετίας υιοθέτηση του ευρώ, για την οικονομική, πολιτική και κοινωνική σημασία του γεγονότος και για το ποιοι θα πρέπει να λάβουν τα εύσημα. Και φυσικά, αναλογιζόμενοι τα εγχώρια γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 και παρακολουθώντας την οικονομική κατάσταση στην Τουρκία, αντιλαμβανόμαστε ακόμα πιο καθαρά, τη σημασία της συμμετοχής μας στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα του ευρώ.
Ωστόσο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετήσουμε και να αναλύσουμε στάση των Ελλήνων πολιτών, καθώς και τη μεταβολή της, μέσα στην τελευταία εικοσαετία. Έτσι, η πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research, που αφορά την καταγραφή στάσεων και αντιλήψεων σε θεματολογία σχετικά με το ευρώ, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τη θέση της Ελλάδας, μας παρέχει πλούσιο υλικό.
Η θετική άποψη των Ελλήνων για το ευρώ παραμένει σχεδόν σταθερή και αμετάβλητη. Σήμερα το 70% εκτιμά, ότι η κυκλοφορία του ευρώ συμβόλισε την είσοδο της Ελλάδας σε μια νέα εποχή σε σύγκριση με το 72% του Δεκεμβρίου του 2001. Το 25% εκτιμά, ότι ήταν μια αλλαγή χωρίς ιδιαίτερη σημασία, σε σύγκριση με το 24% του Δεκεμβρίου του 2001. Επομένως είναι σχετικά εύκολο να συμπεράνουμε, ότι καταγράφεται μια ισχυρή πλειοψηφία που έχει αντιληφθεί ότι η είσοδος το ευρώ, άλλαξε την πορεία της χώρας.
Στο ερώτημα της αποτίμησης της πορείας της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρατηρείται μείωση του ποσοστού όσων εκτιμούν ότι η χώρα ωφελήθηκε και μια σημαντική αύξηση του ποσοστού που εκτιμά ότι ζημιώθηκε. Έτσι ενώ το ποσοστό της απάντησης «ωφελήθηκε» είχε λάβει 60% το 2001, σήμερα έχει οπισθοχωρήσει στο 52%, το ποσοστό ης απάντησης «ζημιώθηκε» από το 13% έχει εκτοξευθεί στο 31%, ενώ το ποσοστό της απάντησης «ούτε ωφελήθηκε – ούτε ζημιώθηκε» έχει αυξηθεί από το 15% στο 23%.
Η άποψη των πολιτών για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, παραμένει ισχυρά θετική, παρ’ όλο που και αυτή έχει υποχωρήσει από το 2001 μέχρι σήμερα. Έτσι σήμερα το 61% πιστεύει ότι η Ελλάδα έπραξε σωστά που ανήκει στο ΝΑΤΟ, από το 71% του 2001. Ενώ το 25% πιστεύει ότι μια άλλη πορεία εκτός ΝΑΤΟ θα ήταν προτιμότερη, αυξημένο από το 20% του 2001.
Το ποσοστό του 31% που υποστηρίζει ότι η χώρας μας έχει ζημιωθεί από τη συμμετοχή της στην ΕΕ, καθώς και το 25% που πιστεύει σε μια άλλη πορεία εκτός ΝΑΤΟ, αποτελούν τον σκληρό αντιευρωπαϊκό, αντιδυτικό και αντιμεταρρυθμιστικό πυρήνα, που στέκεται «απέναντι» σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε, το τι πιστεύουν οι Έλληνες για τον εαυτό τους τον Δεκέμβριο του 2021. Στην ερώτηση αν αισθάνονται ή όχι υπερήφανοι που είναι Έλληνες, οι ερωτώμενοι απάντησαν ότι αισθάνονται υπερήφανοι κατά 78% έναντι 95% προ εικοσαετίας. Το 16% δεν αισθάνονται υπερήφανοι, από 3% το 2001. Παρατηρούμε σημαντικές μεταβολές, που αποδυναμώνουν την «υπερηφάνεια».
Σημαντικότερες μεταβολές καταγράφονται στην εκτίμηση για την αξία των σημερινών Ελλήνων, ως λαού. Το 46% πιστεύει ότι οι Έλληνες είναι ένας λαός με μεγάλη ιστορία που παρά τις σημερινές αδυναμίας του, ξεχωρίζει πάντα για την ευφυΐα και τον πολιτισμό του, από το 88% που πίστευε το 2001. Το δε 50% πιστεύει ότι οι Έλληνες είναι ένας λαός μέτριος που δεν έχει κρατήσει τίποτε από τον πολιτισμό του παρελθόντος, από 9% που πίστευε το 2001. Είναι φανερό ότι πεποιθήσεις, όπως αυτές του «ανάδελφου έθνους» και της υπέρμετρης αποτίμησης των εννοιών «μεράκι» και «φιλότιμο», που αποτελούσαν σημεία «υπεροπτικής» διαφοροποίησης απέναντι στους άλλους λαούς, έχουν υποχωρήσει αισθητά.
Η θετική εκτίμηση των Ελλήνων για την Ελλάδα του μέλλοντος, έχει υποχωρήσει αισθητά. Το 37% φαντάζεται τη Ελλάδα μετά από 10 ή 20 χρόνια, σαν μια πλούσια και ανεπτυγμένη χώρα που δεν θα διαφέρει πολύ από τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, έναντι του 47% του 2001, ενώ το 24% πιστεύει ότι η χώρα θα είναι εξασθενημένη και ανίκανη να παρακολουθήσει τους ρυθμούς των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, από 9% το 2001.
Παρ’ όλο λοιπόν, που αυτή η ανησυχία θα έπρεπε λογικά να οδηγεί σε επιθυμία για ενίσχυση της σταθερότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ώστε να περιοριστεί η απόσταση από τις υπόλοιπες χώρες, μόλις το 49% πιστεύει σε αυτήν την ανάγκη ανταγωνιστικότητας από το 60% του 2001, ενώ ένα 49% πιστεύει ότι πρέπει να υπάρξει ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής.
Πραγματικά, δεν θα ήθελα να βρίσκομαι στην θέση των πολιτικών επιστημόνων και των πολιτικών επιτελείων, που θα έπρεπε να εξάγουν συμπεράσματα από αυτήν τη έρευνα, σχετικά με τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν.