Όταν ο υπεύθυνος επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας καταγγέλλει την Ελλάδα ως χώρα που αποτελεί καταφύγιο τρομοκρατών, ένα μειδίαμα μπορεί να είναι η αντίδραση πολλών παρατηρητών εκτός της περιοχής μας.
Η σημερινή Τουρκία, με τη χρήση σε πολεμικά μέτωπα μισθοφόρων που προέρχονται από τζιχαντιστικές ομάδες, την ενίσχυση ριζοσπαστικοποιημένων ισλαμιστικών δικτύων στη Δύση, τις σχέσεις με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, την υπόθαλψη μαχητών του Ισλαμικού Κράτους, αυτή η Τουρκία κατηγορεί την Ελλάδα.
Όμως –πέρα από τη γελοιότητα του πράγματος– τόσο οι διατυπώσεις που επιλέγονται όσο και η στιγμή που εξαπολύονται εκ νέου οι κατηγορίες περί «τρομοκρατίας» θα πρέπει να μας βάλουν σε σκέψεις. «Είναι ώρα να σταματήσουμε την ατιμωρησία της Ελλάδας», προτρέπει ο υπεύθυνος επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας.
Οι κατασκευασμένες κατηγορίες για υποστήριξη της τρομοκρατίας που εκτοξεύονται από την Άγκυρα εναντίον της Ελλάδας προμηνύουν επιδείνωση των σχέσεων, ίσως και ραγδαία.
Και είναι επιπόλαιη η εκτίμηση που ακούγεται ότι «το βαθύ κράτος» της Τουρκίας επιχειρεί να δυναμιτίσει τις συνομιλίες Δένδια – Τσαβούσογλου. Οι κατηγορίες περί τρομοκρατίας εκτοξεύτηκαν από την τουρκική προεδρία, όχι από τους γκρίζους λύκους ούτε από κάποιους απροσδιόριστους μιλιταριστικούς κύκλους.
Η πραγματικότητα είναι περισσότερο ανησυχητική. Όπως ακριβώς εξηγούσα προ ημερών από το Liberal, το καθεστώς της Άγκυρας ενδέχεται να προσεγγίσει ως απολύτως επιθυμητό το σενάριο μιας σύγκρουσης με την Ελλάδα, εάν δεν καταφέρει να κρατήσει τα ελληνοτουρκικά περιχαρακωμένα σε ένα διμερές πλαίσιο που δεν θα επηρεάζει τις ευρύτερες σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση.
Από αυτή την άποψη, οι ημέρες είναι πλήρεις εξελίξεων αλλά και κινδύνων. Και η γεωπολιτική ανυπαρξία της ΕΕ θα έχει άθελά της ενθαρρρύνει ένα νέο, εξαιρετικά επικίνδυνο κύκλο τουρκικής αδιαλλαξίας.
Ο σπασμένος καθρέφτης της Ευρώπης
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα προφανή: η Ευρώπη στερείται σοβαρών ηγετικών προσωπικοτήτων. Σε μια πορεία που πρωταγωνίστησαν μεγέθη όπως ο Αντενάουερ, ο Κολ, ο Ντε Γκωλ, ο Μιτεράν, σήμερα περιφέρουν την μετριότητά τους προϊόντα πολιτικής τακτοποίησης σε πολυτελείς επικοινωνιακές συσκευασίες. Με την μοναδική εξαίρεση του Μακρόν, ο οποίος όμως αντιμετωπίζει ένα δύσκολο εσωτερικό στοίχημα στη Γαλλία, δεν υπάρχουν σήμερα φορείς οράματος και στρατηγικής στις χώρες κλειδιά της ΕΕ, ούτε οι θεσμοί της Ένωσης στελεχώνονται από πραγματικά αξιόλογους ανθρώπους.
Γι αυτό και η αυτονόητη αναφορά του Μάριο Ντράγκι στον Ερντογάν ως δικτάτορα προκάλεσε τέτοια εντύπωση. Βέβαια ο Ντράγκι – που άλλωστε απέδειξε το σθένος του κατά τη διάρκεια της θητείας του ως κεντρικός τραπεζίτης μιας ευρωζώνης σε περιδίνηση – πρόσθεσε και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό αν και ίσως λιγότερο γοητευτικό. Είπε ότι δεν μπορεί κανείς παρά να συνεργάζεται και με τέτοιους δικτάτορες για να προωθήσει τα συμφέροντά του.
Κάτι που πράττει ήδη η Ιταλία. Μέχρι τώρα, χάρη στις καλές εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία αλλά και ένα αμφιλεγόμενο πλέγμα αντιλήψεων για την ανάγκη εξισορρόπησης της Γαλλίας, της μοναδικής, πια, στρατιωτικής δύναμης της ΕΕ που τυγχάνει και θαλάσσια δύναμη και Μεσογειακή, η Ρώμη – τασσόμενη επ’ αυτού με τη Γερμανία και την Ισπανία – αντιστέκεται σε προτάσεις για μια περισσότερο σθεναρή αντιμετώπιση της Άγκυρας.
Μήπως η Ρώμη του Ντράγκι αντιλαμβάνεται σήμερα ότι τα συμφέροντά της στην Λιβύη προϋποθέτουν πια μια κάπως λιγότερο αλαζονική Τουρκία; Τα ιταλικά αλλά και γερμανικά σχέδια για την Λιβύη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η τουρκική υπερέκταση θα πρέπει να μετριαστεί, όχι απαραίτητα γενικώς αλλά επί του συγκεκριμένου.
Είναι σαφές ότι στην επίσκεψη στην Άγκυρα των Μισέλ και φον ντερ Λάϊεν, η έμφαση σε πτυχές της «θετικής ατζέντας» διανθίστηκε απλώς από παρατηρήσεις για την σημασία σεβασμού του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων. Όλα αυτά μερικές μόνον ώρες μετά την αποχώρηση της Τουρκίας από την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, γνωστής και ως Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης όπου υπογράφτηκε το 2011.
Η επίσκεψη των δυο θεσμικών πρωταγωνιστών της ΕΕ στον Ερντογάν, πέρα από το θλιβερό αλλά και βαθύτατα συμβολικό ζήτημα που προέκυψε με την ταπείνωση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επιβεβαίωσαν εκ νέου το γεγονός ότι τα καρότα για την Τουρκία παραμένουν ορατά, σε αντίθεση με τα μαστίγια.
Βέβαια οι αιτίες πάνε βαθύτερα και αφορούν τους όρους συνύπαρξης στην ΕΕ, πριν και πέρα από τις σχέσεις με αυταρχικά καθεστώτα όπως το τουρκικό. Τα σημάδια υπάρχουν και όσοι τα αγνοούν αυταπατώνται: βιώνουμε τη νοσταλγία της ιδεολογίας του έθνους-κράτους και μάλιστα σε συνδυασμό με την αδυναμία των πολιτικών τάξεων να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Σε αυτή τη συγκυρία, μια συστηματικά αναθεωρητική Τουρκία ενθαρρυνόμενη μέχρι πρότινος από τις σχέσεις Τραμπ – Ερντογάν και ισορροπώντας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τον χώρο που αφήνει μια αμήχανη και άνευρη ΕΕ.
Τίθενται πια ορισμένα ερωτήματα που όμως δεν θα καταστεί δυνατό να απαντηθούν πληρέστερα ούτε μετά και την επόμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον Ιούνιο:
Θα προκληθεί κάποτε ένα σοκ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες από τις θλιβερές επιδόσεις των ηγεσιών τους;
Θα τεθούν και σε ποια σημεία κάποια όρια στην αναθεωρητική συμπεριφορά της Άγκυρας;
Πόσο θα εξακολουθήσει η ΕΕ να παραμένει αμυντικά ανίσχυρη αλλά παράλληλα να αξιολογεί αρνητικά τους αμυντικούς προϋπολογισμούς κρατών-μελών με δημοσιονομικά προβλήματα και υπαρκτούς εξωτερικούς κινδύνους;
Πως θα αξιολογήσει η ΕΕ τις εξελισσόμενες ρωσο-τουρκικές σχέσεις;
Πως θα εξελιχθεί η καταρχήν επικριτική προσέγγιση της νέας διοίκησης στις ΗΠΑ στην Άγκυρα και πόσο θα επηρεάσει τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες;
Η δύσβατη πορεία προς μια βιώσιμη ειρήνη
Σήμερα η Άγκυρα επιμένει ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ενώ εντείνει τις πιέσεις για αποστρατικοποίηση. Επιμένει, επίσης, ότι το μέλλον του Κυπριακού θα πρέπει να αναζητηθεί σε λύση δυο κρατών. Συνολικά, το «στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας και οι «πολλαπλές περιφερειακές ταυτότητές» της που προσπαθούσε να αναδείξει ο Νταβούτογλου, εκφράζονται σήμερα με τρόπο ταυτόχρονα πιο εξειδικευμένο αλλά και πιο επικίνδυνο.
Στη θέση του υπερ-φιλόδοξου παγκόσμιου ρόλου στο οικονομικό πλαίσιο του G-20 και πιο πέρα, ο Ερντογάν εστιάζεται σε ένα αμεσότερα μιλιταριστικό παιχνίδι, αναβαπτίζοντας τις παραδόσεις του κεμαλικού μιλιταρισμού σε ένα νέο πλαίσιο οθωμανικής προβολής της ισχύος της χώρας ως προστάτιδας των καταπιεσμένων μουσουλμάνων.
Η Άγκυρα αμφισβητεί συνολικά τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ακόμη και η ημέρα που καθορίστηκε για την τελετή αλλαγής του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας, η 24η Ιουλίου, επελέγη για να θυμίσει την ημέρα υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923.
Θα πρέπει να είναι σαφές σε όλους ότι μια στρατηγική «Ελσίνκι 2» δεν είναι πια εφικτή, όσο και αν γοητεύει η απατηλή ασφάλεια των επαναλήψεων.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) σήμανε την έναρξη μιας – τελικώς ατελέσφορης – ελληνικής προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί θετικά η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μέσον πίεσης επί της Άγκυρας ώστε να τροποποιήσει τις θέσεις της στα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Όμως σήμερα η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι κατ’ ουσίαν όχι απλώς παγωμένη αλλά νεκρή. Άλλωστε η στάση της επίσημης Τουρκίας απέναντι στην ΕΕ είναι πλέον καταφανώς προσχηματική.
Αυτό σημαίνει ότι το εγχείρημα διατήρησης στενών σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας τίθεται σήμερα σε άλλη βάση (όχι στην ένταξη) και είναι πολύ περισσότερο σύνθετο: θα πρέπει η Τουρκία να πειστεί για ένα καθεστώς σχέσεων το οποίο να αποτελέσει, ταυτόχρονα, κίνητρο και για συμμόρφωση ως προς τα ειδικότερα θέματα που μας απασχολούν.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα σήμερα είναι κατά πόσον μια νέα συνολική προσέγγιση της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας στο νέο περιβάλλον και με τα νέα δεδομένα μπορεί να περιλαμβάνει και όρους για τα ελληνοτουρκικά και πώς αυτοί οι όροι θα καταστεί δυνατό να τύχουν εφαρμογής.
Πέρα από την Γαλλία και την Αυστρία, ήδη σε ηγετικούς κύκλους της CDU-CSU διατυπώνονται και επιχειρήματα για την ανάγκη υιοθέτησης εναλλακτικών σεναρίων για τη μελλοντική σχέση ΕΕ – Τουρκίας. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να αποτελέσει ενδιαφέρον σημείο εκκίνησης ή, αντίθετα, να λειτουργήσει και εντελώς αποπροσανατολιστικά.
Διότι η Τουρκία δεν είναι απλώς χώρα με την οποία η ΕΕ επιθυμεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο περαιτέρω εμπορικής και οικονομικής σύμπλευσης. Είναι μια χώρα η οποία συστηματικά απειλεί το status quo στην περιοχή και διατηρεί σχέσεις έντασης και δυνητικά σύγκρουσης τουλάχιστον με δυο κράτη-μέλη της Ένωσης. Δεν μπορεί να είναι αποδεκτή από την Ελλάδα μια ειδική σχέση που θα επιτρέπει στην Τουρκία – εκτός πια ενταξιακής πορείας και προοπτικής – πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά χωρίς να της επιβάλλει (α) στοιχειώδεις υποχρεώσεις για το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα και (β) πλήρως διασαφηνισμένες υποχρεώσεις για τους όρους καλής γειτονίας και την απόρριψη προσφυγής στη βία ως μέσον επίλυσης διαφορών.
Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να βοηθήσει το κλίμα που έχει διαμορφωθεί εξαιτίας των τουρκικών επιδιώξεων και χειρισμών. Ακόμη και οι πλέον προσεκτικοί διεθνείς αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι η ΕΕ δεν μπορεί πια να προσεγγίσει την τουρκική επιθετικότητα μόνον με μέσα ήπιας ισχύος, προκρίνοντας ένα συνδυασμό αποφασιστικότητας και θετικής υποβοήθησης των τάσεων συνεργασίας.
Παρότι η συμβολή στη διαμόρφωση ενός ειδικού ευρωπαϊκού πλαισίου για την Τουρκία οφείλει να είναι ανάμεσα στις βασικές στρατηγικές βλέψεις μας, θα πρέπει να παραμείνει σαφής η γενικότερη προσέγγισή μας στη διάσταση του χρόνου.
Εφόσον τον αξιοποιήσουμε σωστά, με άμεση και ουσιαστική ενίσχυση των αποτρεπτικών ικανοτήτων της χώρας και παράλληλη ενδυνάμωση επιμέρους συμμαχιών, ο χρόνος ευνοεί την ανάδειξη της σχετικής υπεροχής της θεσμικά ωριμότερης Ελλάδας απέναντι σε μια Τουρκία που γίνεται περισσότερο αυταρχική, θεσμικά απαξιωμένη και εισέρχεται σε φάση βαθύτερης και απρόβλεπτης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Όπως έχω εξηγήσει κατ’επανάληψη, αυτό που στρατηγικά έχει λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δεν υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε αποκλιμάκωση είναι προφανώς καλοδεχούμενη, αλλά η επίτευξη σχετικής ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε μια γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις αποτελεί προϋπόθεση για διάλογο και –εάν οι εξελισσόμενες συνθήκες ευνοήσουν– για βιώσιμη ειρήνη.
Τώρα είναι ώρα για εγρήγορση, για εντατικοποίηση των διπλωματικών προσπαθειών, για κτίσιμο συμμαχιών του αύριο και για ενίσχυση της αποτροπής. Η Ελλάδα είναι αλλά και πρέπει να φαίνεται ότι είναι προσανατολισμένη στην ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με κάθε χώρα, οπότε δεν μπορεί να είναι γενικώς αρνητική απέναντι στις διερευνητικές συνομιλίες. Όμως μπορεί και οφείλει να επιμείνει ανοικτά και με στιβαρότητα στη θέση ότι, σε αυτή τη συγκυρία, η Τουρκία πρέπει οπωσδήποτε κάτι να δώσει, σε κάτι να υποχωρήσει.
Σε διαφορετική περίπτωση η Άγκυρα θα έχει πετύχει τους στόχους της με τον προ-διαπραγματευτικό μαξιμαλισμό που επιδεικνύει και την πρόσθετη νομιμοποίηση μιας δήθεν εποικοδομητικής διαδικασίας συνομιλίων με την Αθήνα.
Η Ελλάδα χρειάζεται περαιτέρω εμβάθυνση περιφερειακών συνεργασιών σε κάθε επίπεδο – να συγχαρούμε π.χ. την κυβέρνηση για την εξαιρετική συμφωνία με τα Εμιράτα – αλλά και ουσιαστική εμβάθυνση της σχέσης με την Γαλλία εντός του ευρωατλαντικού πλαισίου, χτίσιμο της αποτρεπτικής ικανότητας και ανάδειξη του ρόλου της Ελλάδας ως αξιόπιστου και αξιόμαχου συνόρου της Δύσης στα ανατολικά. Το 2021-23 θα σφραγίσει τη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση, με πιθανότερο το σενάριο μιας ακόμη μεγαλύτερης απομάκρυνσης μεταξύ των δυο μερών. Κατά πάσα πιθανότητα, η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και οι επικίνδυνες αναζητήσεις με νεο-οθωμανικό πέπλο θα συνεχιστούν.
Η Ευρώπη όπως είναι
Ενώ υφίσταται σήμερα στην ΕΕ μια μινιμαλιστική αλλά σχετικά σταθερή συναίνεση σε επίπεδο ηγεσιών για την μη-διάλυση της Ένωσης, στις εξωτερικές σχέσεις και το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον υποβόσκουν σοβαρές προκλήσεις. Στην ΕΕ χρειαζόμαστε μια άλλη αντίληψη περί εξωτερικών συνόρων – πέραν της κρίσης – αναφορικά π.χ. (όπως επισημαίνω από χρόνια) και με ειδικές πρόνοιες για τον αμυντικό προϋπολογισμό των συνοριακών κρατών ως κρατών. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να αναφερθούμε σε μερική, έστω, κάλυψη των αναγκών της Ελλάδας ως προς την ασφάλεια.
Έχουμε κάθε λόγο να επιθυμούμε να επιτύχει η ΕΕ. Όμως η επιτυχία δεν είναι δεδομένη και οι ισορροπίες σήμερα τείνουν σαφώς να ενθαρρύνουν εθνικές στρατηγικές στο εσωτερικό της Ένωσης. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα σε μια συγκυρία όπως η παρούσα, η κατανόηση του τι πραγματικά συμβαίνει γύρω μας – χωρίς πολιτικάντικα φτιασιδώματα ή ιδεολογικές παραμορφώσεις – είναι όρος εθνικής επιβίωσης. Γι αυτό και πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την Ευρώπη σήμερα όπως είναι, όχι όπως την φανταζόμαστε.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη.