Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Πριν τέσσερις μήνες, σε ένα σημείωμα με τίτλο Πυλώνες Ανάπτυξης γράφαμε τους δρόμους που δεν μπορεί παρά να βαδίσει κάποτε η Ελλάδα για να σταθεί με μια κάποια σχετική επάρκεια απέναντι στους ανταγωνιστές της — που είναι οι άλλες χώρες: κάθε τόπος έχει απέναντί του όλους τούς άλλους, κάθε ένωση χωρών τις υπόλοιπες: ανταγωνιζόμαστε για να εξασφαλίσουμε το μέλλον μας, γιατί αυτό λέγεται ζωή.
Είχαμε πει (όχι εμείς: εμείς απλώς τα μεταφέρουμε εδώ) ότι μεταξύ άλλων στην Ελλάδα πρέπει κάποτε να ιδρυθεί και να λειτουργεί 24/7 μία Ζώνη Καινοτομίας που στόχο της θα έχει να φτάσει και να ξεπεράσει την αντίστοιχη του Ισραήλ, ότι οφείλει να γίνει πρωτοπόρος στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (πρωτοπόρος: σε όλο τον κόσμο δηλαδή, όχι στη 2η θέση — από τελευταίοι πρέπει να βγούμε πρώτοι, δεν είναι ακατόρθωτο), ότι οι υψηλού επιπέδου εντατικές υδατοκαλλιέργειες δεν είναι μια απατηλή επιθυμία, ότι πρώτο της, επίσης υλοποιήσιμο, όνειρο πρέπει να θέσει «χθες» κιόλας την ίδρυση πανεπιστημιακών σχολών ανθρωπιστικών επιστημών διεθνούς κύρους (και πανάκριβων για όλους πλην των υποτρόφων), και ότι πάνω από καθετί άλλο πρέπει να φροντίσει να γιγαντωθεί ο τουρισμός. Να γιγαντωθεί, να μας γίνει μανία, και να πιάσει κάθε τομέα, από τον Εκκλησιαστικό Τουρισμό μέχρι τον Γηριατρικό — παντού. Πρέπει κάποια στιγμή, καταλήγαμε, να γίνουμε τα «γκαρσόνια», όχι της Ευρώπης, αλλά του κόσμου.
Τώρα, χθες είδα σε ένα δελτίο ειδήσεων τοπικού ενδιαφέροντος ότι οι Τσέχοι, εδώ, υποδέχτηκαν το 2018 περίπου 21 εκατομμύρια τουρίστες (που κοιμήθηκαν κατά μέσο όρο 2,6 νύχτες στη χώρα). Αφού θυμίσουμε ότι έχουμε σχεδόν ίδιο πληθυσμό με την Τσεχία, να πούμε ότι, την ίδια χρονιά, εμείς φιλοξενήσαμε 33 εκατομμύρια τουρίστες —κάπου 50% περισσότερους δηλαδή, και μπράβο μας? αν και η Τσεχία δεν έχει θάλασσα, και ως εκ τούτου δεν έχει νησιά…—, που έκαναν κατά μέσο όρο 3,3 διανυκτερεύσεις στη χώρα μας. Αντιστοίχως όμως, η Πράγα δέχτηκε 8 εκατομμύρια κόσμο, ενώ η Αθήνα μόλις 5,5 εκατομμύρια. Η Πράγα, δε, έχει κάτι παραπάνω από ένα εκατομμύριο πληθυσμό όλο κι όλο, είναι μια μαζεμένη Θεσσαλονίκη — ενώ η Αθήνα έχει υπερπενταπλάσιο. Οπότε εδώ υπάρχει πρόβλημα, ναι;
Και είναι μεγαλύτερο από όσο δείχνουν οι αριθμοί.
Και είναι μεγαλύτερο γιατί, ό,τι και να λέμε, οι δύο πρωτεύουσες δεν μπορούν να συγκριθούν. Σε τίποτε. Η Αθήνα είναι Η ΑΘΗΝΑ, ενώ η Πράγα είναι μία μικροσκοπική κεντροευρωπαϊκή πόλη με ένα «ιστορικό κέντρο» που το βαδίζεις σε κάτι λιγότερο από ένα δίωρο βαριά-βαριά. Έχει μια γέφυρα. Μία από τις χίλιες γέφυρες συνολικά, ναι, αλλά γι' αυτήν τη μία έρχεται ο κόσμος — για τη Γέφυρα του Καρόλου. Και έχει και ένα κάστρο, που είναι μια παλιά γοτθική εκκλησία και κάτι δωμάτια γύρω-γύρω. Και την παλιά εβραϊκή συνοικία. Αυτά. Δεν έχει τίποτε άλλο (για έναν τουρίστα).
Και δεν έχει τίποτε άλλο και από άλλες απόψεις. Δεν έχει κουζίνα, ας πούμε. Η τσεχική κουζίνα είναι μία παραλλαγή της αυστριακής, και κάπως της μαγυάρικης. Βαριά, με πηχτές σάλτσες, βραστό ψωμί μέσα στο πιάτο και… και αυτά. (Δεν μιλώ για το σέρβις, που είναι κωμικό: αν πεις στο γκαρσόνι, «Μη βάλετε, παρακαλώ, αγγουράκι τουρσί στη σαλάτα μου», θα πάθει εγκεφαλικό, δεν θα καταλάβει τι εννοείς ή πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο — και θα σ' τη φέρει με το αγγουράκι τουρσί μέσα. Το εννοώ 100%, δεν είναι σχήμα λόγου). Επίσης, δεν έχει ζαχαροπλαστική — δεν μπορώ να διανοηθώ ταξίδι σε μια ξένη χώρα χωρίς να δοκιμάζω με ζήλο τα γλυκά της. Ε, η Πράγα δεν έχει. Και συγγνώμη που επαναλαμβάνομαι, αλλά φανταστείτε το Παρίσι, αφαιρέστε τη γαλλική κουζίνα και ζαχαροπλαστική και βάλτε με τον νου σας πόσοι θα το επισκέπτονταν. Ό,τι αριθμό και να πείτε, διαιρέστε τον με το 10 για να 'στε κάπως μέσα. Ο κόσμος δεν ταξιδεύει για τα μουσεία, ταξιδεύει πρωτίστως για τις γεύσεις — για τα αρώματα και τα χρώματα. (Μην αλλάξετε το παράδειγμα Παρίσι-κουζίνα με το Λονδίνο-κουζίνα. Το Λονδίνο είναι μία αυτοκρατορική Megacity, και πάντα θα είναι — ακόμη και αν έτρωγαν σόλες παπουτσιών εκεί. Που κάτι τέτοιο τρώνε, άλλωστε).
Λοιπόν; Τι δεν κάνουμε καλά εμείς στην Αθήνα; Πώς γίνεται και μας περνά μία μικρή πόλη της Κεντρικής Ευρώπης, που απέκτησε «ΕΟΤ» μόλις χθες (ενώ ο δικός μας ξεκίνησε σχεδόν επί Όθωνος — που λέει ο λόγος), μία πόλη που επίσης μόλις χθες έμαθε τι θα πει Αθηνόραμα (αλλά που ακόμα δεν έχει, και δεν μπορεί να έχει, Lifo…), και μάλιστα να μας περνάει για τα καλά; Πάμε άλλη μία: Αθήνα 5,5 εκατομμύρια / Πράγα 8 εκατομμύρια. Σαν να μας νικάει στο μπάσκετ το Μαρόκο. Τις πταίει;
Προφανώς και δεν έχω εγώ την απάντηση — δεν την έχω για κανένα θέμα. Και, επίσης προφανώς, δεν υπάρχει ΜΙΑ απάντηση, αλλά μία ολόκληρη δέσμη λόγων και αιτιών.
Όμως έχω μία υποψία.
Η Πράγα, σε αντίθεση με την Αθήνα, είναι μία πόλη που χαίρεσαι να είσαι κομμάτι της. Χαίρεσαι να ζεις εδώ. Να είσαι πολίτης της. Το απολαμβάνεις κάθε ώρα και στιγμή — και χωρίς να πηγαίνεις ντε και καλά στα μουσεία της (που είναι πολλά) και στα θέατρα και στις μουσικές σκηνές της (που είναι πάρα πολλά) ή στο κέντρο της (με τη συγκλονιστική και άρτια διατηρημένη αρχιτεκτονική που σου κόβει την ανάσα).
Η ταπεινή Πράγα είναι μία πόλη που σε ανταμείβει ανά πάσα στιγμή, και αυτό το καταλαβαίνουν οι επισκέπτες της, και δεν το ξεχνούν. Είναι καθαρή παρά τα σμάρια των τουριστών, δεν έχει μποτιλιαρίσματα, έχει απίθανο και ζηλευτό σύστημα δημόσιων συγκοινωνιών, δεν πλήττεται από διαδηλώσεις (είκοσι ή εκατό ή χιλίων ατόμων) και απεργίες, ο Βιετναμέζος στο μίνι-μάρκετ δεν είναι ικανός να σκεφτεί καν ότι μπορεί και να μη σου κόψει απόδειξη για τα τσιγάρα σου, δεν έχει παντέρμους τοξικοεξαρτημένους στον δρόμο, δεν έχει εγκληματικότητα, μετά τις 10 το βράδυ απλώς απαγορεύεται να ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος στους δρόμους — και, πράγματι, δεν ακούγεται.
Μπορεί ειδικά αυτό το τελευταίο να μη μας αρέσει εμάς (που βγαίνουμε ΜΕΤΑ τις 10 το βράδυ), και είναι σαφώς ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι ελκυστική η Αθήνα, και γενικώς η Ελλάδα, για τους τουρίστες — αλλά από όλα τα άλλα χάνουμε.
Και θα εξακολουθούμε να χάνουμε μέχρι να τα αλλάξουμε. Όλα.