Η εποχή που τα πλήθη κατέβαιναν στους δρόμους για να συμπαρασταθούν στον αγώνα των Κύπριων αδελφών εναντίον της βρετανικής αποικιοκρατίας και για να σταθούν στο πλευρό τους διεκδικώντας την «Ένωση» τους με την «μητέρα-πατρίδα» έχει πράγματι παρέλθει εδώ και εβδομήντα χρόνια.
Μια ολόκληρη γενιά έφυγε μέχρις ότου η επόμενη ξύπνησε ένα πρωί με την «χούντα των Αθηνών», όπως έλεγε και ο Μακάριος, να έχει κάνει το πραξικόπημα στην Κύπρο δίνοντας στην Τουρκία την αφορμή που επιζητούσε για να εισβάλει στη μεγαλόνησο και να καταλάβει το βόρειο τμήμα της κάνοντας ταυτόχρονα την εθνοκάθαρση που γέμισε με πρόσφυγες και χιλιάδες ανθρώπινα δράματα το νότιο.
Έτσι η γενιά της μεταπολίτευσης παρέλαβε την σκυτάλη του κυπριακού, αλλά δεν ξανακατέβηκε στους δρόμους στρεφόμενη εναντίον του τουρκικού αυτή την φορά επεκτατισμού. Θες γιατί συναισθάνθηκε τις ευθύνες της ελλαδικής δικτατορίας, θες γιατί δεν την άφησε η χαρά για την πτώση της, θες γιατί πίστεψε ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ήταν πιο επικίνδυνος από τον τουρκικό, πάντως ησύχασε με την ιδέα ότι μητέρα Ελλάδα και αδελφή Κύπρος, έστω και ακρωτηριασμένη, ξαναβρήκαν την δημοκρατία τους και ξαναζούσαν εν ειρήνη. Παρά το «δεν ξεχνώ» που υποσχέθηκαν, προτίμησαν να ξανακοιτάξουν μπροστά και να επιδιώξουν την ευημερία τους. Πολύ δε πιο αποφασισμένες που στα χρόνια που ακολούθησαν οι Ελληνοκύπριοι κατάφεραν να μετατρέψουν το προσφυγικό δράμα σε οικονομικό θαύμα.
Ήταν τα χρόνια που η Ελλάδα κατανάλωνε το ένα πακέτο Ντελόρ πίσω από το άλλο και η Κυπριακή Δημοκρατία ανακάλυπτε τα χρυσορυχεία του τουρισμού, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και των χαμηλών φορολογικών συντελεστών, ενώ, αντιθέτως, η Τουρκία πάλευε μπλεγμένη στα δίχτυα του Δ.Ν.Τ.
Η εμπλοκή στα Ίμια το 1996 απωθήθηκε σαν ένα σύντομο επεισόδιο με αίσιο τέλος και χωρίς συνέχεια. Κάτι ανάλογο με το προηγούμενο του «βυθίσατε το Χόρα» το 1976 και της νέας εξόδου του ως Σισμίκ στο Αιγαίο το 1987. Το πρώτο, καλή ώρα όπως τώρα το Τσεσμέ, παραβίασε για πρώτη φορά την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Το δεύτερο έφερε Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα του πολέμου, αλλά έληξε χωρίς να πέσει μια σφαίρα.
Καθιερώθηκε έκτοτε η κατάσταση που ο Ανδρέας Παπανδρέου περιέγραψε με τον όρο «μη-πόλεμος». Δημιούργησε, ωστόσο, την ψευδή συνείδηση ότι επρόκειτο για μια εσαεί διασφαλισμένη ειρήνη. Μέχρι που οι νεκροί στρατιωτικοί της κρίσης των Ιμίων έδωσαν σε όλους να καταλάβουν πόσο πιο δύσκολα ήταν τα πράγματα με τη γειτονική χώρα που στην πραγματικότητα ποτέ δεν παραιτήθηκε από την προσπάθεια να πάρει πίσω τις θαλάσσιες περιοχές που εν τω μεταξύ είχε θεωρήσει ότι εφεξής θα αποτελούσαν «ζωτικό της χώρο», όπως ακριβώς το είχε κάνει η Γερμανία για το Ράιχ με την εποικιστική αποικιοκρατία του Lebensraum από τον Μπίσμαρκ ως τον Χίτλερ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ξεχάστηκαν τα όσα είχαν έρθει στο φως με την δημοσιοποίηση των απορρήτων αρχείων της CIA εκείνης της εποχής, όπου ο ταγματάρχης Χάρι Ντινέλα αναφέρει τον Νοέμβριο του 1987 ότι «Η Ελλάδα πιθανότατα μπορεί να υπερασπιστεί επιτυχώς και τα 6 μεγάλα νησιά του Αιγαίου απέναντι σε μια σοβαρή τουρκική προσπάθεια κατάληψης του ενός εξ αυτών. Η Τουρκία θα μπορούσε να καταλάβει ένα από τα μικρότερα και ο πιθανός στόχος είναι το Καστελλόριζο».
Για να προσθέσει: «Πέρα από το να πάει σε πόλεμο με την Τουρκία στη Θράκη και το Αιγαίο η Ελλάδα δεν μπορεί να προστατεύσει το νότιο τμήμα της Κύπρου απέναντι σε μια σοβαρή τουρκική επίθεση. Σε περίπτωση πολέμου στην Κύπρο, οι απώλειες και στις δυο πλευρές αλλά ειδικά στο νότιο κομμάτι μπορούν να αναμένονται μεγάλες σε στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό. Η Τουρκία θα επικρατήσει. Και σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου στο Αιγαίο, η πιθανότητα τουρκικής προέλασης στο νότιο τμήμα της Κύπρου θα αυξηθεί δραματικά, ειδικά αν η Τουρκία υποστεί βαριές απώλειες στο Αιγαίο».
Ίσχυε τότε ακόμα το «ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου». Το πρώτο, αν δεν κάνω λάθος, του είδους που συνέδεσε αμυντικά την μητέρα-πατρίδα με το νησί της Αφροδίτης μετά το 1964 και την μυστική αποστολή σε αυτό της μεραρχίας που έστειλε ο Γεώργιος Παπανδρέου για να το προστατέψει από πιθανολογούμενη τουρκική εισβολή.
Αντικαταστάθηκε, μετά το 1999 και την υπογραφή της Συμφωνίας του Ελσίνκι - με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνθηκε συμπεριλαμβάνοντας και την Κυπριακή Δημοκρατία στα νέα της κράτη-μέλη - από το δόγμα, ας το πούμε δόγμα Κρανιδιώτη-Πάγκαλου-Σημίτη, σύμφωνα με το οποίο ομπρέλα προστασίας για την Κύπρο θα ήταν η ίδια η ένταξή της στην Ευρώπη των 27.
Έχοντας δώσει και κερδίσει την μάχη αυτής της ένταξης, η Ελλάδα ήταν σαν να είχε αφενός εξιλεωθεί απέναντι στην Κύπρο για το πραξικόπημα του 1974 και τα δεινά που αυτό επέσειρε στην μεγαλόνησο, και αφετέρου σαν να είχε ανακαλύψει την λυδία λίθο της λύσης του κυπριακού, το ζήτημα του οποίου αποτελούσε το άγος της ελληνικής διπλωματίας της από την εποχή της κατάρρευσης των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου (1963) και της απόρριψης του Σχεδίου Άτσεσον από τον Μακάριο (1965).
Ανάβοντας με την συμφωνία του Ελσίνκι το πράσινο φως για την σύνδεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία και κρατώντας το κλειδί της πόρτας που η τελευταία θα έπρεπε να ανοίξει για να γίνει πλήρες μέλος της, η Ελλάδα πίστεψε ότι όσο πιο κοντά στην Ευρώπη θα ερχόταν η Άγκυρα τόσο ο μη-πόλεμος μαζί της θα γινόταν μόνιμη ειρήνη.
Με αυτό το πλευρό είχε αποκοιμηθεί επί είκοσι χρόνια και η γενιά της μεταπολίτευσης μέχρι που ξύπνησε πέρυσι το καλοκαίρι με Ουρούτς Ρέις στα ανοιχτά του Καστελλόριζου, όπως τρία μόλις χρόνια νωρίτερα είχε ξυπνήσει η γενιά του ελληνοκυπριακoύ success story με το Γαβουζ στα ανοιχτά της Πάφου.
Τώρα όμως που ήρθε η σειρά της γενιάς που το 1974 πήγαινε στο νηπιαγωγείο ή έμπαινε στο δημοτικό, καλόν είναι να μην αποκοιμηθεί και αυτή με την ιδέα ότι μπορεί να διαχειρισθεί την τουρκική απειλή σαν κάτι διαφορετικό από αυτό που η διαχρονικότητά της διδάσκει ότι συνιστά το ποιητικό της αίτιο και τον σκληρό της πυρήνα.
Ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο στερείται κοινής και κυρίως συνεκτικής και αξιόπιστης εξωτερικής πολιτικής, ούτε το διεθνές σύστημα ασφαλείας, όσο παραμένει πολυμερές και υποκείμενο στις πιέσεις των περιφερειακών ανταγωνισμών, μπορεί να προσφέρει οποιαδήποτε προστασία πέραν αυτής που είναι δυνατόν να παράσχει μια καλοσχεδιασμένη, έξυπνη, ισορροπημένη και προσγειωμένη εθνική στρατηγική.
Ιδιαίτερα τώρα που η όποια ατυχής διαχείριση της τουρκικής απειλής μπορεί ανά πάσα να προσθέσει σε αυτήν τον κίνδυνο μιας εσωτερικής εθνικιστικής έξαρσης που θα ξανακατεβάσει στους δρόμους μια νέα γενιά αυτόκλητων και ετερόκλητων «αγανακτισμένων».
Υπό τις κρατούσες συνθήκες δεν θέλει και πολύ τα εθνικά θέματα να γίνουν ο σάκος του μποξ μιας κοινωνικής εκτόνωσης. Πολλώ δε μάλλον που το κενό που έχει αφήσει η βίαιη απώθηση της Μεγάλης Ιδέας του Έθνους στο τραυματισμένο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων δεν έχει επί έναν ολόκληρο αιώνα αναπληρωθεί από ένα σύγχρονο και στιβαρό γεωπολιτικό όραμα.