Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Λέγαμε λοιπόν στο χθεσινό σημείωμα ότι, θέλοντας και μη, συνηθίζουμε εύκολα και γρήγορα το περιβάλλον στο οποίο έχουμε ενταχθεί. Συνήθως, για να μην πούμε πάντα, δεν είναι βέβαια και στο χέρι μας να κάνουμε κάτι άλλο. Χωρίς να το καταλάβουμε, γιατί δεν είμαστε φτιαγμένοι για να τα καταλαβαίνουμε αυτά, δεν αποφασίζουμε για όλα όσα μάς συμβαίνουν, ακολουθούμε το ρεύμα που περνά από μέσα μας, ρίχνοντας απλώς κλεφτές ματιές στο μικροσκοπικό εικόνισμα της Ελεύθερης Βούλησης που φυλάμε στο προσωπικό μας εικονοστάσι. Και φτιάχνουμε τη ζωή μας ανάλογα.
Αν το περιβάλλον μας είναι άξιο των δυνατοτήτων μας, το συνηθίζουμε πολύ γρήγορα: οι πόλεις που μοχθούν για τους πολίτες τους έχουν πάντα αλματώδη πρόοδο και ανάπτυξη? δεν μένουν απλώς «καλές». Δεν είναι, άλλωστε, δυνατόν κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, γίνονται παραδείγματα πολιτισμού. Γίνονται κραταιές. Αποκτούν ισχύ, που την εξάγουν με τα καμιόνια. Και ο κόσμος μιλούν γι' αυτές, και τις επισκέπτονται απ' όλη τη γη για να γευτούν λίγο την ομορφιά τους. Στο άλλο άκρο τώρα, οι πόλεις που έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά ξέρουν μόνο να τα κρατούν σηκωμένα. Και να 'χουν το κεφάλι τους κατεβασμένο. Σαν τα δουλικά. Συνηθίζουμε την ομορφιά των πρώτων, και ζητούμε ολοένα περισσότερη (η ομορφιά δεν έχει τέλος), και συνηθίζουμε την ασχήμια των δεύτερων —σαν εκείνα τα ποντίκια που έχουν μάθει να ζουν στο κλουβί τους και παίζουν με τη ρόδα που τους έχουμε εκεί, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει— και πεθαίνουμε μαζί τους (ούτε η ασχήμια έχει τέλος). Και, μέχρι τότε, μέχρι να πεθάνουμε, φτιάχνουμε τη ζωή μας ανάλογα. Όσο μπορούμε. Λίγο-λίγο. Και με χωρίς πολλά-πολλά
Σαν κάτοικος Εξαρχείων επί μία εικοσιπενταετία, και σαν κάτοικος του κέντρου της Θεσσαλονίκης επί άλλα πέντε χρόνια στη συνέχεια, μέχρι πρόπερσι που αξιώθηκα και απέδρασα, είχα την ευκαιρία να δω καλά, να δω από μέσα —πιο μέσα δεν έχει—, τις αλλαγές στην ποιότητα της ζωής στις πόλεις μας, και δη στις δύο μεγαλύτερες και σημαντικότερες της χώρας. Η καταστροφή που υπέστησαν όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι σαν αυτήν που επιφέρει μια πυρκαγιά, ή ένας σεισμός, ή βέβαια η εισβολή ενός ξένου στρατού, κάτι βανδάλων. Είναι η καταστροφή που προκαλείται από την υγρασία. Γι' αυτό και είναι σταδιακή και ύπουλη. Αργή, αλλά και με ξαφνικές εκρήξεις μούχλας μυκήτων, που βγαίνουν τα βράδια και μουτζουρώνουν το πρόσωπό της. Και μπορείς να τη διακρίνεις μόνο όταν σταθείς σε δυο μέτρα απόσταση και την κοιτάξεις σε βάθος, και με προοπτική.
Τότε είναι που θα δεις ακριβώς την υπόκλισή τους στη συνήθεια της ασχήμιας. Η ασχήμια είναι ένας βούρκος που σου ζεσταίνει τα πόδια όπως σού τα ρουφάει, με ένα οικείο βύζαγμα. Καταπώς κάνουν οι βδέλλες. Τη συνηθίζεις, δεν σου κακοφαίνεται, και πού και πού τη βλέπεις και σαν ενδιαφέρουσα. Α! λες, έχει ζωή τελικά. Έχει αίμα. Ρουφάει. Θα αξίζει, δεν μπορεί.
Κι έπειτα φτάνει ο καιρός, εκείνο το μη παρέκει, που κουνάς το κεφάλι, γουρλώνεις τα μάτια και καταλαβαίνεις πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια φυλακή. Μια Δανία. Μια φυλακή φτιαγμένη από χρόνο και ασχήμια. Και ότι εσύ, εκεί μέσα, άλλο δεν κάνεις από το να προσπαθείς κούτσα-κούτσα και στραβά-στραβά να βγάλεις άντε δυο δραχμές κάνοντας τη δουλίτσα σου. Για να πληρώσεις τους λογαριασμούς, που λένε. Και για να 'χεις την ευκαιρία χαζολογήσεις με άλλους ομοιοπαθείς όταν πέφτετε το βράδυ στις κουκέτες σας να κοιμηθείτε, για σχόλη. Με μηνυματάκια στο inbox, όπως παλιά οι βαρυποινίτες επικοινωνούσαν χτυπώντας τις μεσοτοιχίες.
* * *
Δεν είναι μόνο τα Εξάρχεια η πληγή της Αθήνας. Ναι, τα Εξάρχεια είναι ένα επιχειρηματικό γκέτο με πολλά συμφέροντα πολλών, εξ ου και δεν τα αγγίζουν: είναι πολλά τα λεφτά. (Αυτός είναι ο ένας λόγος. Ο άλλος είναι ότι έχει εκτιμηθεί σαν μικρότερο κακό να είναι μαντρωμένοι οι πρεζέμποροι και οι χούλιγκαν σε ένα κοράλ, όπως τα βόδια). Αλλά δεν είναι μόνο το Εξάρχεια. Είναι όλο το κέντρο. Ο ζόφος αυτής της πελώριας περιοχής, που είναι η καρδιά της χώρας —μια άρρωστη καρδιά, μια καρδιά βαριεστημένη, και διόλου ατίθαση—, είναι πολύς, και δεν περιορίζεται στις φασιστικές συμμορίες και τους ναρκέμπορους της Πλατείας ή στα επαναλαμβανόμενα ιερά τελετουργικά τους. Το γενικευμένο πανηγύρι της ακαλαισθησίας και της κακομοιριάς, αυτής της παρακμής που αναβλύζει σαν υγρασία —νά την πάλι η υγρασία— από τους πόρους της πόλης, βρίσκεται παντού. Και στάζει παντού. Από την κακόγουστη πινακίδα και το άξεστο σουβλατζίδικο που χασκογελά κάπου στο «ιστορικό» κέντρο, μέχρι τα Τάγματα Εφόδου του Ρουβίκωνα και της αδελφής του, της Χρυσής Αυγής, από τα κακόμοιρα πρεζάκια έξω από τα πανεπιστήμια μέχρι τους χιλιάδες ανέστιους παρίες, και από τα κουφάρια των καμένων σινεμάδων στα αμάξια που παρκάρουν πάνω στις μπάρες των αναπήρων. Βρίσκεται παντού, και παντού απ' ανάμεσα. Και στάζει: πυορροεί.
Όπως, ταυτόχρονα, παντού στη Θεσσαλονίκη νιώθεις αυτή την πολιτισμική οπισθοδρόμηση, αυτή την επέλαση του κουτσαβακισμού, της μαγκιάς τού φτωχού, του ό,τι πάρεις ένα τάλιρο. Σε πιάνει ανατριχίλα από την αίσθηση της φυγής προς τα πίσω που έχει καταλάβει την πόλη. Και: της ημι-ανεξαρτητοποίησής της από τον ελλαδικό ιστό. Αυτό δεν το έχουν συνειδητοποιήσει πολλοί, και πολύ φοβούμαι πως όταν αρχίσει να συζητείται θα είναι πια πολύ αργά. Εγώ απλώς θα το ξαναπώ άλλη μία, μιας και δεν βαριέμαι: η Σαλονίκη αφελληνίζεται και ξεκολλά από τη χώρα. Και ίσως να μη φταίει μόνο αυτή, αλλά μά τον Θεό δεν με νοιάζει ποιος φταίει — το «κράτος των Αθηνών», ο Σαββίδης με τον φίλο του τον Πούτιν, το «σύστημα», τα «κινήματα πολιτών» (ένα καρκίνωμα της πόλης), ο μπαμπάς του Παππά ή ο κακός μας ο φλάρος.
* * *
Και τη μια και την άλλη, και την πρωτεύουσα και τη Συμβασιλεύουσα, πόλεις πελώριων ιστορικών διαστάσεων, τις συνηθίζει κανείς έτσι όπως είναι αν ζει μέσα από τα τείχη τους. Στις νερωμένες φλέβες τους, στην υγρασία που λέγαμε. Και γίνεται ένα με δαύτες. Κι αυτό είναι ανατριχιαστικό. Και θέλει, δουλειά, πολλή δουλειά για να ξεγίνει. Πολλή δουλειά. Και, πλέον, θέλει και τύχη.
Να το θυμάστε ότι θέλει και τύχη. Καθώς επίσης και συγκεκριμένους, πολύ δυνατούς, δημάρχους, σε στενή συνεργασία με μία επίσης πολύ δυνατή κυβέρνηση. Που θα πολεμήσουν την ασχήμια έχοντας όραμα σο-βα-ρό, στηριγμένο πάνω στις ελευθερίες όλων. Και θέτοντας στόχο την ομορφιά.
ΥΓ. Είχα δημοσιεύσει προ οκτώ ετών στον Εξώστη της Θεσσαλονίκης ένα κείμενο, στο οποίο έλεγα μεταξύ άλλων τα εξής: «Προτείνω η Ελλάδα να γίνει αυτό που κατά βάθος, χρόνια τώρα, επιζητεί: να γίνει ριάλιτι — το μεγαλύτερο ριάλιτι της ιστορίας. Χρειάζεται ασφαλώς μία σοβαρή και διόλου ευκαταφρόνητη αρχική επένδυση, αλλά ένα διεθνές κονσόρτσιουμ θα μπορούσε να το αναλάβει άφοβα: τα κέρδη του (φέρ' ειπείν, ένα 50% για τα πρώτα δέκα έτη) θα ήταν δελεαστικά για κάθε σοβαρό επενδυτικό όμιλο. Χρειάζονται 10.000.000 φορητές κάμερες, ίσως προσαρμοσμένες σε καπέλα (στα καπέλα μας, που υποχρεωτικά θα φοράμε), καθώς και ένα πελώριο σύστημα που θα τις υποστηρίζει, και που θα κατανέμει και θα «πακετάρει» έξυπνα τη λάιβ εκπεμπόμενη εικόνα σε εικοσιτετράωρη βάση. Οι συνδρομητές τού The Greek Reality Show θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν εύκολα τόπο και ανθρώπους, από έναν ονλάιν κατάλογο χωρισμένο σε κατηγορίες — φέρ' ειπείν: Ancient Politicians, Cab Drivers, Slave Drivers, Unionists, Suicide Admirers, GENOP-DEI Honchos (Parents Strongly Cautioned), Tsipras's Enthusiasts (Adults Only — Graphic Violence), Antonis's_the_Great Followers for the Pride of the Holy Homeland (funny), Bennie's Friends 'n' Fans (very funny!), Priests (Dark Ages), Protesters (ex Indignants: lol), κλπ. κλπ. Υπολογίζω σε μισό δισεκατομμύριο συνδρομητές τον πρώτο χρόνο, και σε άνω τού ενός δισεκατομμυρίου συμβόλαια από τον δεύτερο και μετά. Δεν χρειάζεται να είναι ακριβή η συνδρομή, σίγουρα όχι παραπάνω από 10 ευρώ τον μήνα. Και πάλι, τα ποσά που θα εισρεύσουν στα ταμεία θα είναι τεράστια. Έτσι, και το έλλειμμα θα εξαφανιστεί, και (επιτέλους!) πρωτογενές πλεόνασμα θα παρουσιάσουμε, και στις Αγορές θα μας ξαναδεχτούν με χαρά και αξιοπρεπώς. Ακόμη, θα μπορούμε να διορίσουμε κι άλλους δημοσίους υπαλλήλους (ή, για την ακρίβεια, όλους: κι εμένα — δε χρειάζεται ο passe ιδιωτικός τομέας), να χρηματοδοτήσουμε και άλλες ΜΚΟ, να δώσουμε τσουβάλια και τσουβάλια με ζεστό χρήμα στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, να βγαίνουμε άπαντες στη σύνταξη στα σαράντα πέντε, βία στα πενήντα μας, και να ραίνουμε ο ένας τον άλλο με μισομαραμένα γαρίφαλα — όλα όσα τέλος πάντων συνιστούν το Ελληνικό Όνειρο. Είμαι περισσότερο από σίγουρος πως όλος ο κόσμος θα παρακολουθούσε απευθείας και με κομμένη την ανάσα τη Σύγχρονη Τραγωδία που θα ανεβάσουμε».
Αυτά έλεγα τότε. Σήμερα, τα διαμερίσματα στα αθηναϊκά γκέτο έχουν 650% υψηλότερη τιμή ενοικίασης στο AirBnB, ακριβώς για να ζήσουν από κοντά οι τουρίστες πιο «αυθεντικές εμπειρίες». Ειδικά τα Σαββατόβραδα, οι τιμές παίρνουν φωτιά. Από μολότοφ.
Μόνο προφήτης δεν είμαι. Αλλά ξέρω πως, αν δεν αλλάξουν ΟΛΑ, είμαστε πια πολύ κοντά στο να φτιάξουμε πράγματι το μεγαλύτερο ριάλιτι της ιστορίας που είχα προτείνει τότε. Έχουμε που έχουμε εξευτελιστεί διεθνώς, τουλάχιστον να κονομήσουμε κιόλας.