Κάθε απόπειρα σχολιασμού των ρητορικών του «αντί-» σε μια χώρα που η πολιτική είναι προσωποπαγής και σχεδόν όλοι προσδιοριζομαστε απ’ ό,τι δεν είμαστε δείχνει κενή νοήματος πόσο μάλλον όταν αυτή αφορά το φαινόμενο του Αντιμητσοτακισμού.
Όμως, αν κάτι διαφοροποιεί τον Αντιμητσοτακισμό από τα υπόλοιπα «αντί» είναι η διάρκεια και το πλήθος των κατασκευασμένων ιστοριών που τον συγκροτούν.
Από τη δεκαετία του ‘90 μέχρι σήμερα κι ενώ τα αιρετά μέλη της οικογένειας Μητσοτάκη πρωταγωνιστούν στα πολιτικά πράγματα της χώρας έχοντας συγκεντρώσει κατά καιρούς αδιανόητα υψηλό αριθμό ψήφων, η αφοσίωση κύκλων στην παραγωγή μίσους, παράνοιας και fake news σε βάρος τους (καθώς και των οικογενειών τους) παρουσιάζει μοναδική ένταση και διάρκεια.
Κι όμως, το σημείωμα αυτό δεν αφορά τον Αντιμητσοτακισμό per se αλλά με αφορμή ένα ακόμα περιστατικό, θέλουμε να επισημάνουμε τη βλάβη που προκαλεί στην πολιτική ζωή της χώρας η προσχώρηση στη λαϊκή (ή μήπως πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε «αγοραία»;) πολιτική κουλτούρα της τυφλής εμπάθειας και του «αντί» σοβαρών προσώπων, σοβαρών δημοσιογράφων, ακόμα και καθηγητών πανεπιστημίου είτε ο στόχος είναι οι αιρετοί Μητσοτάκηδες είτε οι νυν αντίπαλοί τους και κυρίως ο κ. Αλέξης Τσίπρας.
Δεν υπάρχει πλέον ούτε ένας σοβαρό άνθρωπος που να θέλει να λειτουργήσει ως ανάχωμα σε αυτή την παράνοια;
Τελευταίο αλλά χαρακτηριστικό «κρούσμα» το προχθεσινό σημείωμα του Δημήτρη Ψαρρά στην Εφημερίδα των Συντακτών όπου «κατηγορεί» τον πρωθυπουργό ότι είτε δεν διάβασε το βιβλίο του Φράνσις Φουκουγιάμα που πρότεινε μαζί με άλλα οκτώ στις γιορτές είτε δεν το κατάλαβε.
Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να γίνουμε «δηλωσίες» εκφράζοντας την εκτίμησή μας στο πρόσωπο του κ. Ψαρρά, δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να διεκδικήσουμε το δικαίωμα να του κάνουμε κριτική. Άλλωστε, αυτοί που μας διαβάζουν συστηματικά το γνωρίζουν.
Σε όσους έχουμε διαβάσει τις 198 μόλις σελίδες του βιβλίου του Φράνσις Φουκουγιάμα «Liberalism and Its Discontents» είναι σαφές ότι αυτός που είτε δεν το διάβασε είτε δεν το κατάλαβε είναι ο Δημήτρης Ψαρράς και όχι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Γιατί αν πρέπει κανείς να περιγράψει το θέμα του βιβλίου σε δύο γραμμές είναι ακριβώς αυτές που έγραψε ο πρωθυπουργός.
Στο βιβλίο αυτό ο Φουκουγιάμα θέλει να υπερασπιστεί τον κλασικό φιλελευθερισμό από τις επιθέσεις που δέχεται από την εθνικολαϊκιστική, νεοφιλελεύθερη δεξιά αλλά και την αμερικανική αριστερά που ξιφουλκεί για τις πολιτικές ταυτότητας περιφρονώντας θεμελιώδεις έννοιες του κλασικού πολιτικού φιλελευθερισμού, όπως είναι το πρωτείο του ατόμου.
Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο Φουκουγιάμα ασχολείται περισσότερο με την αποδόμηση της Αριστεράς από τη Δεξιά.
Το βιβλίο λοιπόν ο Δημήτρης Ψαρράς είτε δεν το διάβασε, είτε το διάβασε και δεν το κατάλαβε, είτε το διάβασε, το κατάλαβε και γράφει συνειδητά ανακρίβειες.
Κι όμως ούτε με αυτό έχουμε πρόβλημα. Γιατί ακόμα κι αν δεχτούμε τη χειρότερη εκδοχή, το να γράφει συνειδητά ανακρίβειες ή να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από προσωπικές κρίσεις για την πολιτική της κυβέρνησης και τον διφορούμενο ορισμό του «νεοφιλελευθερισμού» μπας και δικαιολογήσει το άρθρο, αυτό είναι έλασσον μπροστά σε αυτό που εμείς θεωρούμε αδιανόητη απρέπεια από μέρους του:
Τυφλωμένος από το αντιμητσοτακικό μένος, φτάνει στο σημείο να χλευάσει την επιλογή του πρωθυπουργού να προτείνει βιβλία. «Μιμείται τον Ομπάμα» γράφει λες και είναι κακό να έχει κάποιος πρότυπο έναν άνθρωπο, ένα πολιτικό, το μαύρο λαϊκό παιδί μιας μονογονεϊκής οικογένειας που εξελέγη δύο φορές πρόεδρος των ΗΠΑ όταν μάλιστα, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, αυτό που του άλλαξε τη ζωή και τον οδήγησε στην επιτυχία ήταν το να διαβάζει ασταμάτητα.
Είναι κακό λοιπόν ένας πρωθυπουργός να προτείνει στους συμπολίτες του να διαβάσουν ακόμα κι αν είναι να μιμηθεί ένα προοδευτικό πολιτικό σε κάτι σωστό;
Ναι, είναι κακό, σύμφωνα με τον Δημήτρη Ψαρρά που γράφει κι ο ίδιος βιβλία.
Έπειτα, ειρωνεύεται την επιλογή βιβλίου που δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά και δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά βιβλιοπωλεία. Αλήθεια τώρα;
Άραγε ο κ.Ψαρράς ερευνώντας τη δράση της Χρυσής Αυγής και προκειμένου να εμβαθύνει στο φαινόμενο του ακροδεξιού εξτρεμισμού ή ακόμα γράφοντας το βιβλίο του για τον Ρήγα, περιορίστηκε σε πηγές που ήταν διαθέσιμες μόνο στα Ελληνικά και στη χώρα μας;
Αν η πολιτική κουλτούρα του «αντί» είναι ο καθημερινός, διάχυτος, αγοραίος τρόπος που παράγουμε και καταναλώνουμε οι Έλληνες την πολιτική, γίνεται πραγματικό πρόβλημα όταν ενδίδουν σε αυτόν σοβαροί άνθρωποι.
Την ίδια βλάβη στο δημόσιο διάλογο προκαλούν οι σοβαροί της «άλλης όχθης» όταν επιδίδονται σε περισπούδαστο σχολιασμό των γλωσσικών σφαλμάτων του κ. Τσίπρα για να αποδείξουν ότι είναι… χαζός τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας είναι ένας πολύ χαρισματικός πολιτικός. Βέβαια, ο αντιτσιπρισμός δεν έχει ούτε την ένταση ούτε τη διάρκεια του αντιμητσοτακισμού αλλά είναι εξίσου απωθητικός.
Το πρόβλημά μας, λοιπόν δεν είναι ούτε ο Αντιμητσοτακισμός ούτε ο Αντιτσιπρισμός. Δεν μας αφορούν ούτε ως ψυχολογικά φαινόμενα ούτε μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε τις προθέσεις όσων επιδίδονται σε αυτό το είδος σχολιασμού της επικαιρότητας.
Το πρόβλημά μας είναι ότι κανείς πλέον δεν «βαστάει άμυνα». Είναι απογοητευτικό να βλέπουμε σοβαρούς ανθρώπους να προσχωρούν στον αγοραίο τρόπο για να καταφέρουν τι αλήθεια; Να σκοράρουν εύκολους πόντους; Να μαζέψουν χειροκροτήματα από το πόπολο; Να μαζέψουν λάικ που στη συντριπτική τους πλειοψηφία μπαίνουν μηχανικά από τους περιφερόμενους ψηφιακούς αυλικούς;
Κλείνουμε με τούτο: Από τα βιβλία που πρότεινε ο πρωθυπουργός καλό θα ήταν όλοι να διαβάσουν αυτό του Ραϋμόνδου Αλβανού για τον Εμφύλιο. Όχι για να μάθουν κάτι που δεν ξέρουν ήδη, αλλά μήπως και αντιληφθούν ότι μπορούμε να διατηρούμε τις απόψεις μας, τις προκαταλήψεις μας, τις εμμονές μας, τα πάθη μας, χωρίς να παράγουμε βαναυσότητα.
Γιατί όταν η συζήτηση φτάνει στην πολιτική, η πνευματική ανεντιμότητα είναι ακριβώς αυτό: Βαναυσότητα.