Όταν ήμουν πιτσιρίκι, μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου την προπαραμονή των Χριστουγέννων και βγαίναμε να κόψουμε δέντρο. Ναι, την προπαραμονή στολίζαμε, όχι από τα μέσα Νοεμβρίου. Και ναι, κόβαμε το δέντρο, δεν το αγοράζαμε. Και δεν ήταν δέντρο ολόκληρο, ένα πυκνό κλαδί κόβαμε από κάποιο μεγάλο δέντρο κι ο πατέρας μου το έστηνε στη σάλα μας πάνω σε μια χειροποίητη βάση που έφτιαχνε κάθε φορά στην αυλή μας, καρφώνοντας διάφορες τάβλες που βρίσκαμε πεταμένες από οικοδομές.
Δεν κόβαμε έλατο, στα πεδινά της Κρήτης που ζούσαμε δεν υπήρχαν έλατα. Βαθιά στα χωράφια χωνόμασταν, κάποιο μεγάλο κυπαρίσσι βρίσκαμε και το κλαδεύαμε. Και εκείνη την εποχή απαγορευόταν η κοπή δέντρων, αλλά για ένα κλαδί (έστω και μεγάλο) οι αγροφύλακες (ναι, υπήρχαν κι αυτοί τότε) έκαναν τα στραβά μάτια. Εξάλλου, ποιος το 1965-70 είχε λεφτά για ν’ αγοράσει δέντρο και μάλιστα στην ελληνική επαρχία; Δεν έχω καν ως παιδική εικόνα τους πωλητές Χριστουγεννιάτικων δέντρων, που σήμερα βλέπουμε σε κάθε γωνιά με την πραμάτεια τους.
Το κλαδί το κουβαλούσαμε στο σπίτι φορτωμένο στο πλαϊνό καλάθι μιας παμπάλαιας BMW μηχανής που είχε ο πατέρας μου, μιας R-52 με μονό κύλινδρο που ο διακόπτης της έμπαινε καρφωτός πάνω στο πελώριο μπροστινό φανάρι της. Εμένα μ’ άρεσε εκείνη η μεταφορά, διότι το κλαδί γέμιζε το καλάθι κι έτσι έβρισκα ευκαιρία να κάθομαι στο πίσω κάθισμα, μεγάλη υπόθεση καθώς τα παιδιά πάντα καθόμασταν στην χαμηλή καλαθούνα, η θέση του συνοδηγού ανήκε πάντα στην μαμά. Και μ’ άρεσε από κει ψηλά να περνάμε μπροστά από το βαρέλι του τροχονόμου που υπήρχε στην κεντρική πλατεία κι αυτός να μας κάνει νοήματα, είτε να σταματήσουμε είτε να περάσουμε.
Για τον στολισμό είχαμε μια μόνο σειρά φωτάκια, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν καμιά δεκαπενταριά όλα κι όλα. Αν κάποιο καιγόταν, καθότι δεκαετίας και βάλε, αγοράζαμε ανταλλακτικό από τον μπακάλη που έκανε δυο δεκάρες. Έπρεπε να είναι όλα τα φωτάκια λειτουργικά, διότι αν κάποιο καιγόταν δεν άναβε κανένα πιο κάτω από το καμένο. Για στολίδια είχαμε αστεράκια φτιαγμένα από χρυσόχαρτα τσιγάρων, κάτι τρισάθλια πλαστικά που στα μάτια μας φάνταζαν ως έργα τέχνης, καθώς και πέντε πολύτιμες μεγάλες κόκκινες μπάλες που γυάλιζαν και τις τοποθετούσε στο δέντρο μόνο ο πατέρας. Αν μας έπεφταν θα έσπαζαν και τότε θα μέναμε με τέσσερις, δυνατότητα αντικατάστασης δεν υφίστατο.
Κι όμως, εκείνο το φτωχικό δέντρο ήταν όλος ο κόσμος μας και σας πληροφορώ ότι ήταν ένας κόσμος υπέροχος. Ξέρετε γιατί; Διότι όταν είσαι δέκα κι έχεις εβδομήντα χρόνια μπροστά σου, όλα είναι τέλεια. Όταν όμως γίνεις εξήντα κι έχεις το πολύ άλλα είκοσι μπροστά; Εδώ σας θέλω, να μου πείτε καλές γιορτές…