Εγώ όταν ακούω για τα σοφά γηρατειά, κουμπώνομαι. Ως τα εξήντα, άντε τα εξήντα πέντε του, ο άνθρωπος ακολουθεί την πορεία της ζωής που είχε χαράξει από τα είκοσι και τα τριάντα του. Μετά, οι μισοί αποσύρονται και οι άλλοι μισοί αποζουρλαίνονται. Οι μισοί μπαίνουν ήρεμα-ήρεμα στη θέση του απομακρυσμένου συμβουλάτορα των νεώτερων, που έχουν πάρει πια τα ηνία της πραγματικής ζωής, και οι άλλοι μισοί ξαναγίνονται πιτσιρίκια, που θεωρούν ότι όλος ο κόσμος τους ανήκει.
Δεν υποτιμώ την πορεία και τα επιτεύγματα κανενός ανθρώπου σε τούτο τον κόσμο. Εκτιμώ και σέβομαι όσα προσέφερε ο καθένας στον καιρό του. Αλλά από ένα χρονικό σημείο και πέρα, καλό είναι να διυλίζουμε δύο και τρεις φορές αυτά που βγαίνουν από το στόμα κάποιων παππούδων, διότι κάποτε μπορεί να ήταν μεγάλοι και τρανοί και ικανοί και καταφερτζήδες, αλλά τώρα πια είναι απλώς ...ασπρομάλληδες.
Δεν ξέρω ποια είναι η στιγμή που ο κάθε άνθρωπος αφήνει τις γεροντικές του μανίες να καταλάβουν τη διάνοιά του, αλλά, πάντως, η στιγμή αυτή υπάρχει. Τότε είναι που οι μισοί μπαίνουν στον προθάλαμο της παραίτησης και οι άλλοι μισοί στον προθάλαμο της γραφικότητας. Ούτε το ένα είναι καλό ούτε το άλλο, όμως, δυστυχώς, έτσι είναι η ζωή. Μην εκλάβετε τις λέξεις μου ως ασέβεια, πρόκειται για δραματική - πλην επιστημονική - διαπίστωση που μας αφορά όλους.
Όταν, λοιπόν, κάποιος μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος γίνεται ξαφνικά παιδί, που πιστεύει ακράδαντα, ότι ο κόσμος κινείται γύρω του, και ότι δίχως την καθοδήγησή του και δίχως την υποταγή στις εντολές του όλα πάνε κατά διαόλου, εμείς τι πρέπει να κάνουμε; Έλα ντε. Να ξαναγυρίσουμε στα nineties για νιώσει αυτός καλά; Δύσκολο. Και να το θέλαμε, δεν γίνεται. Να του πούμε «κάτσε στ’ αυγά σου, δεν ξέρεις πια τι λες»; Ασεβές. Οπότε, υποχρεωτικά ψάχνουμε μια ανώδυνη λύση.
Αλλάζουμε διακριτικά τα pin των τραπεζικών λογαριασμών, μην μοιράσει τα λεφτά εδώ κι εκεί, αποσυνδέουμε την ηλεκτρική κουζίνα, μην ξεχάσει κανένα μάτι ανοικτό και λαμπαδιάσει το σπίτι, τον απομακρύνουμε ευσχήμως από το σαλόνι, όταν έρχονται επισκέψεις, διότι μιλάει συνεχώς για τα κατορθώματα των νιάτων του και κατά τα λοιπά τον αγαπάμε, τον προσέχουμε και τον σεβόμαστε, δίχως να πολυδίνουμε σημασία στη μουρμούρα του. Σωστά;