Προσέξτε πως πάει το πράγμα. Είσαι κυβερνητικός βουλευτής ή υπουργός. Δεν μπορείς φυσικά να πας διακοπές. Διότι όπου κι αν πας, όπου κι αν βρεθείς, ό,τι κι αν κάνεις, είναι στραμμένα πάνω σου μια σαρανταριά κινητά και σε καταγράφουν. Και εντός δευτερολέπτου η φωτογραφία ή το βίντεο σου είναι αναρτημένο στα social media με την περιγραφή και την ερμηνεία που δίνει αυτός που τα ανέβασε. «Ο κοσμάκης πεινάει, αλλά ο τάδε υπουργάρας τρώει τον άμπακο και πίνει τον αγλέορα σε πολυτελές εστιατόριο».
Μπορεί να ναι στην ταβέρνα του Μπάρμπα-Θωμά που σερβίρει στη λαδόκολλα, δεν έχει σημασία. Ποιος από τα εκατομμύρια που βλέπουν τη φωτογραφία το ξέρουν; Οπότε κάθε φαγητό υπουργού ή βουλευτή σερβίρεται de facto σε πανάκριβο εστιατόριο, κάθε ποτό του είναι σε προκλητικό κλαμπ πλούσιων που ξεσαλώνουν αδιαφορώντας για τα δεινά της φτωχολογιάς. Αν μάλιστα αυτός που αναρτά είναι προωθημένος, προσθέτει κι ένα υπαινικτικό ερώτημα. «Πλήρωσε άραγε τον λογαριασμό ή τον κέρασαν και αυτή τη φορά, ως συνήθως;»
Αυτό ήταν. Κρεμάστηκε ο πολιτικός στα μανταλάκια κι άντε μετά να ξεμπλέξει. Αναπαράγεται σε διακόσιες ιστοσελίδες η «είδηση», με διακόσιους διαφορετικούς τίτλους ανάλογα με τον πολιτικό προσανατολισμό κάθε site κι έπειτα ακολουθεί η πάνδημη καταδίκη. Αφήστε που την ώρα που ο άνθρωπος θα αποφασίσει να πάει να φάει σε μια ταβέρνα ή να πιεί ένα ποτό, πάντα κάτι θα συμβαίνει κάπου στη χώρα. «Η Ελλάδα καίγεται κι αυτοί διασκεδάζουν» λένε οι λεζάντες. Κι από πίσω καταφθάνει η κατακραυγή.
Καλά για διακοπές δεν μιλάμε καν. Εδώ ούτε οι δήμαρχοι δεν τολμούν πια να φύγουν λίγες μέρες, πόσο μάλλον οι πολιτικοί, ειδικά οι κυβερνητικοί. Αλλά και να το αποτολμήσουν, το τετραήμερο του Δεκαπενταύγουστου, ας πούμε, που άπαντες διακοπεύουν, πάλι την έχουν άσχημα. Πρέπει να καταλύσουν σε κανένα ξεφτιλοδωμάτιο κι αφού πρώτα ελέγξουν αν ο ιδιοκτήτης του έχει καθαρό ποινικό μητρώο, αν το κτίριο έχει πολεοδομικές παραβάσεις ή αν η επιχείρηση χρωστάει στην εφορία. Αλλιώς την έβαψε.
Δείτε την πρόσφατη περίπτωση Μαρινάκη-Καραμέρου και θα καταλάβετε. Πρώτα ο φίλος μου ο Γιώργος κατηγόρησε τον φίλο μου τον Παύλο ότι δεν σκόπευε να πληρώσει τη διαμονή του αλλά το έκανε μετά από δημοσιεύματα κι όταν ο Παύλος του κόλλησε στη μούρη τα παραστατικά πληρωμής σε προγενέστερο από τα δημοσιεύματα χρόνο, είπε «ανακαλώ τη συγκεκριμένη αναφορά, δεν πολιτεύομαι με χυδαιότητα». Στο μεταξύ είχε μάθει όλη η Ελλάδα ότι ο υπουργός είναι ένας διαπλεκόμενος τζαμπατζής. Για ρωτήστε όμως πόσοι έμαθαν για την ανάκληση της «αναφοράς» Καραμέρου.
Και μάλιστα, ανακάλεσε για το ένα αλλά στη συνέχεια τον κατηγόρησε ότι κατέλυσε σε ξενοδοχείο που έχει διαμάχη με το δημόσιο για μια παραλία, υπονοώντας ότι ο Μαρινάκης παίρνει έτσι το μέρος του επιχειρηματία. Είδατε που σας τα λέω; Αν είσαι υπουργός ή βουλευτής, πρώτα ζητάς ποινικό μητρώο του ξενοδόχου και των γκαρσονιών κι ύστερα κλείνεις δωμάτιο. Θα πείτε ότι έχουμε δει πολύ χειρότερα στην πολιτική αντιπαράθεση, που μπροστά τους αυτό είναι πταίσμα.
Ναι, ισχύει, αλλά εκείνος που αντί να σκεφτεί «μήπως το παρακάνω, μήπως τον αδικώ;» προχωρά ανενδοίαστα στο πταίσμα, εύκολα θα πάει στη συνέχεια στο πλημμέλημα και μετά είναι ορθάνοικτος ο δρόμος για το κακούργημα. Αλλά πέραν του συγκεκριμένου συμβάντος και με αφορμή αυτό, εγώ δεν παύω να αναρωτιέμαι ποιος σοβαρός και άξιος και επιτυχημένος άνθρωπος θα αποφασίσει να ασχοληθεί με την πολιτική κάτω από τέτοιες συνθήκες. Μ’ αυτή την απορία θα πεθάνω.