Κοντεύουμε πια το ορόσημο των 100 πρώτων ημερών της νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη και η κοινή διαπίστωση είναι πως δεν ξεκίνησε καλά.
Αντί να δούμε ένα καλά μονταρισμένο σχήμα, μετά την περιβόητη rotation, η κοινή γνώμη παρακολουθεί μια κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να βρει το βηματισμό της και να τον συγχρονίσει με την πραγματικότητα και τα μεγάλα προβλήματα που έχουν ανακύψει. Προβλήματα νέα, αλλά και παλιά, τα οποία είτε έπρεπε να έχουν λυθεί, είτε έπρεπε να διαπιστώνουμε πως έχουν δρομολογηθεί αξιόπιστες, αποτελεσματικές και μετρήσιμες δράσεις.
Για να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: τους πολίτες δεν τους ενδιαφέρουν οι ιδεολογικές κοκορομαχίες ή οι αψιμαχίες στα τηλεοπτικά παράθυρα. Η καθημερινότητα είναι δύσκολη. Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια σε τρόφιμα, καύσιμα και ενέργεια, ροκανίζουν το οικογενειακό εισόδημα. Η τήρηση της τάξης και η προστασία της ασφάλειας των πολιτών ως δημόσιο αγαθό, τελεί υπό έντονη αμφισβήτηση. Η αναχαίτιση των μεταναστευτικών ροών και η ταυτόχρονη αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων, μοιάζει με ονειροφαντασία. Ας μη βάλουμε στην εξίσωση τους παράγοντες της παιδείας και των αλλαγών που πρέπει να γίνουν, ούτε το δημόσιου συστήματος υγείας, το οποίο πρέπει να ενισχυθεί άμεσα, αν όχι να βιώσει μια κοσμογονική αλλαγή που τόσο μεγάλη έχει ανάγκη.
Αντ’ αυτών όλων, παρακολουθούμε αμήχανες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, ακούμε αόριστες υποσχέσεις, όλα παραπέμπονται για μετά την εμφάνιση του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και γενικά, είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα.
Αντιμέτωπη με τον εαυτό της η κυβέρνησης Μητσοτάκη, λόγω παντελούς απουσίας σοβαρής και δομικής αντιπολίτευσης, έχει ως μόνο αντίπαλο τον κακό της εαυτό.
Μόνο που οι πολίτες δεν την ψήφισαν σε δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις για να συγκρίνεται με τον κακό της εαυτό, αλλά γιατί πίστεψαν πως μπορεί να υλοποιήσει όχι καμιά μεγάλη μεταρρυθμιστική επανάσταση στη χώρα, αλλά, τουλάχιστον, για να ασχοληθεί και να επιλύσει ή έστω να προσπαθήσει να επιλύσει ορισμένα βασικά προβλήματα.
Δεν ξέρω αν κυβέρνηση το έχει συνειδητοποιήσει, αλλά αυτή τη φορά, δεν απολαμβάνει την παραδοσιακή περίοδο χάριτος που έχουν όλες οι νέες κυβερνήσεις. Και αυτό για κάτι πολύ απλό: δεν είναι νέα, αλλά συνέχεια της προηγούμενης, η οποία προεκλογικά έχει θέσει υψηλά τον πήχη των προσδοκιών και όλο αυτό, το πρώτο διάστημα, περνάει από κάτω.
Μπορεί η αντιπολίτευση να είναι απασχολημένη με τα δικά της υπαρξιακά προβλήματα και διλήμματα, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει πραγματική αντιπολίτευση στη χώρα που παρακολουθεί και αξιολογεί το έργο της κυβέρνησης. Η αντιπολίτευση αυτή αποτελείται από τους πολίτες, άλλοι από τους οποίους ψήφισαν αυτή την κυβέρνηση και άλλοι όχι. Όλοι τους, όμως, αντιμετωπίζουν την ίδια πραγματικότητα, έχουν τις ίδιες ανησυχίες, τρέφουν τις ίδιες προσδοκίες.
Σε αυτούς λογοδοτεί, θέλοντας και μη η κυβέρνηση. Αυτοί είναι που έχουν μνήμη και κρίση, να δουν προτάσεις, να συγκρίνουν και να κρίνουν. Αυτούς πρέπει να λαμβάνει διαρκώς υπόψη της το κυβερνητικό σχήμα και να μην υποκύπτει σε σειρήνες επανάπαυσης, σε εξωγενείς πιέσεις στη χάραξη της πολιτικής της πχ. στο μεταναστευτικό ή σε εσωτερικές πιέσεις και «στημένες» υποθέσεις με στόχο τον «ευνουχισμό των δυνάμεων επιβολής της τάξης».
Διανύοντας τους πρώτους μήνες της δεύτερης θητείας της και παρά την αφόρητη μοναξιά της η κυβέρνηση έχει μπροστά της δύο δρόμους: ο πρώτος είναι να ανασκουμπωθεί, να κάνει διορθωτικές κινήσεις και να ριχτεί στη δουλειά, ο δεύτερος είναι πιο απλός και εύκολος, μπορεί απλά να αφεθεί στη φθορά του χρόνου.
Ποιον από τους δύο δρόμους θα επιλέξει η κυβέρνηση, είναι κάτι που θα το αντιληφθούμε πολύ σύντομα. Απλά ο χρόνος κυλά. Τικ, τακ, τικ, τακ.