Ο Γάλλος πρωθυπουργός, Φρανσουά Μπαϊρού, συγκάλεσε προ ημερών μία αποκαλούμενη «επιτροπή συναγερμού για τον προϋπολογισμό» με σκοπό να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημοσιονομική πορεία της Γαλλίας. Η κυβέρνηση πρέπει να βρει πόρους ύψους 40 δισ. ευρώ μέχρι το 2026 για να αποφύγει τη δημοσιονομική κατάρρευση.
Ωστόσο, τα αντιδημοφιλή οικονομικά μέτρα που απαιτούνται «προσκρούουν» στην κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση, με αποτέλεσμα ο Μπαϊρού να «συμπιέζεται» ανάμεσα στην ανάγκη για επείγουσες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και του κινδύνου να βρεθεί ενώπιον πρότασης μομφής, αναγκαζόμενος να κινηθεί πάνω σε μία λεπτή πολιτική ισορροπία.
Συγκεντρώνοντας στο Μέγαρο Ματινιόν συνδικάτα, ομοσπονδίες εργοδοτών, τοπικές αρχές, πολιτικούς και εκπροσώπους οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, ο Φρανσουά Μπαϊρού «πόνταρε» ότι μία διαβούλευση, όσο το δυνατόν νωρίτερα και στο ευρύτερο δυνατό πλαίσιο, θα εκτόνωνε την ένταση γύρω από τον προϋπολογισμό του 2026, ο οποίος θα είναι άκρως περιοριστικός. Μόνο η συνειδητοποίηση της κρισιμότητας κατάστασης, υπογράμμισε κατά τη συνάντηση, μπορεί να «υποστηρίξει μια αποφασιστική δράση». Η 14η Ιουλίου θεωρείται το χρονικό όριο για να έχουν ληφθεί οι αποφάσεις για τη δράση αυτή.
Το χρέος της Γαλλίας συνεχίζει να αυξάνεται ταχύτατα, ξεπερνώντας τα 3,3 τρισ. ευρώ, ήτοι το 113% του ΑΕΠ. Εδώ και 50 χρόνια, η Γαλλία λειτουργεί με δημοσιονομικά ελλείμματα, αναγκαζόμενη να δανείζεται όλο και περισσότερα χρήματα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το 2025 θα πρέπει να αντληθούν πάνω από 300 δισ. ευρώ, ενώ οι τόκοι του υφιστάμενου χρέους αναμένεται να φθάσουν τα 67 δισ. ευρώ. Αυτό το βάρος του χρέους αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, με τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους, και αργότερα όταν έθεσε ανώτατο όριο στις τιμές της ενέργειας για τα νοικοκυριά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οίκοι αξιολόγησης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιέζουν τη Γαλλία να μειώσει το έλλειμμά της, που απειλεί τη σταθερότητα και του ευρώ. Ο νέος υπουργός Οικονομικών, Ερίκ Λομπάρ, έχει περιγράψει το έλλειμμα ως «ενδημική ασθένεια» που «πνίγει τη χώρα». Η προηγούμενη κυβέρνηση υπό τον Μισέλ Μπαρνιέ κατέρρευσε τον Δεκέμβριο του 2024 ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να εξασφαλίσει υποστήριξη για το σχέδιο προϋπολογισμού της, το οποίο περιελάμβανε 60 δισ. ευρώ σε περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων. Η κυβέρνηση Μπαϊρού πρέπει τώρα να εκπονήσει έναν πολιτικά πιο εύπεπτο προϋπολογισμό, αντιμετωπίζοντας παράλληλα το έλλειμμα.
Το βάρος του χρέους περιορίζει ολοένα και περισσότερο το περιθώριο δημοσιονομικών ελιγμών της χώρας. Η εντεινόμενη ρωσική απειλή και η αποδέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ευρώπη απαιτούν αύξηση των αμυντικών δαπανών και ταχεία διάθεση των σχετικών πόρων. Από την άλλη το μοντέλο χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής προστασίας έχει γίνει πιο εύθραυστο, υπό την πίεση της δημογραφικής γήρανσης. Χωρίς την ανάκτηση του ελέγχου των δημόσιων οικονομικών της Γαλλίας, η χώρα δεν θα είναι πλέον σε θέση να διατηρήσει την κυριαρχία της, τόνισε ο πρωθυπουργός.
Η προειδοποίηση του Μπαϊρού άφησε μάλλον ασυγκίνητους τους συνομιλητές του, όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις τους, σχολιάζει o Monde. Η Αριστερά είδε τις αυξήσεις φόρων ως τη λύση σε όλα τα προβλήματα του ελλείμματος. Η Δεξιά θέλει τη δραστική περικοπή των δαπανών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις επιπτώσεις της ύφεσης που θα προκαλέσει μία τέτοια κίνηση. Η Άκρα Δεξιά πιστεύει ότι η καταπολέμηση της «σπατάλης» θα είναι αρκετή για να αποκατασταθεί η ισορροπία. Οι οιωνοί για την κυβέρνηση δεν είναι οι καλύτεροι.
Ο Φρανσουά Μπαϊρού κινδυνεύει τώρα να βρεθεί αντιμέτωπος με πρόταση μομφής σε μία κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση, εάν η αντιπολίτευση αντιταχθεί πολύ σθεναρά στο σχέδιό του για τη μείωση των δημόσιων δαπανών. Η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν έχει ήδη δηλώσει ότι δε θα δίσταζε να ανατρέψει την κυβέρνηση εάν ο προϋπολογισμός επιβαρύνει υπερβολικά τις εργατικές τάξεις. Ομοίως, τα συνδικάτα είναι πιθανό να αντιδράσουν έντονα στις νέες προτάσεις, ιδίως σε αυτές που αφορούν περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες. Η κυβέρνηση Μπαϊρού στερείται κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όμως η συμμαχία των δεξιών και κεντρώων κομμάτων που τον στηρίζουν χάνει τη συνοχή της εξαιτίας των φιλοδοξιών για την προεδρία των ηγετών τους.
Το πολιτικό τοπίο περιπλέκεται περαιτέρω από τη αποδυναμωμένη εξουσία του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Αν και ο Μακρόν έχει δηλώσει ότι θα παραμείνει πρόεδρος μέχρι τη λήξη της θητείας του το 2027, η θέση στην οποία έχει περιέλθει περιγράφεται ως «μοναχική» και «αναποτελεσματική». Εάν η κυβέρνηση Μπαϊρού καταρρεύσει, ενδέχεται να αυξηθεί η πίεση προς τον Μακρόν να παραιτηθεί και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές.
Στο εσωτερικό μέτωπο το μεταναστευτικό παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, με την Εθνική Συσπείρωση και τον σκληρά δεξιό υπουργό Εσωτερικών, Μπρουνό Ρεταγιό να πιέζουν για αυστηροποίηση των κανόνων, ενώ ο Μπαϊρού έχει εκφράσει την προτίμησή του για καλύτερη εφαρμογή των υφιστάμενων νόμων παρά για νέα νομοθεσία. Αυτή η διαφωνία πολιτικής αντανακλά βαθύτερες διαιρέσεις ακόμα και εντός της κυβέρνησης, όχι μόνο στην κοινωνία.
Οι αριστεροί ψηφοφόροι αισθάνονται προδομένοι αφού ο συνασπισμός τους κέρδισε τις περισσότερες έδρες στις βουλευτικές εκλογές του 2024, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει κυβερνητική θέση. Αυτοί οι ψηφοφόροι ανησυχούν ιδιαίτερα ότι οι περικοπές δαπανών θα επηρεάσουν δυσανάλογα τις οικογένειες της εργατικής τάξης και τις μικρές επιχειρήσεις. Η επιχειρηματική κοινότητα επίσης αντιδρά. Η πολιτική αβεβαιότητα εμποδίζει την οικονομική ανάκαμψη, καθώς επιβραδύνονται οι επενδύσεις, παγώνουν οι προσλήψεις και οι εταιρείες αντισταθμίζουν πιθανές φορολογικές αυξήσεις.
Ο Φρανσουά Μπαϊρού κινείται επομένως επί ξυρού ακμής, έχοντας απέναντί του μία διττή πρόκληση: Να επιτύχει την επιβολή των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να αποφευχθεί μία δημοσιονομική καταστροφή και ταυτόχρονα να αποφύγει την πολιτική κρίση από τις λαϊκές αντιδράσεις. Θα απαιτηθεί, κατά τους αναλυτές, επιδέξια πολιτική διαπραγμάτευση, προσεκτική οικονομική διαχείριση και ικανότητα οικοδόμησης συναίνεσης πέρα από τα παραδοσιακά πολιτικά όρια -όλα αυτά με ταυτόχρονη αντιμετώπιση της άμεσης δημοσιονομικής κρίσης και των μακροπρόθεσμων διαρθρωτικών προκλήσεων.