Οι έρευνες της βελγικής αστυνομίας στα γραφεία και τις οικίες ευρωβουλευτών έχουν ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, ενώ ο σάλος που έχει ξεσπάσει από τον πιθανό χρηματισμό αξιωματούχων για εξυπηρέτηση συμφερόντων ξένων δυνάμεων συνεχίζεται αμείωτος. Πλέον, η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο lobbying και τον χρηματισμό φαίνεται πολύ αχνή, ενώ τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη κατακλύζεται από σκάνδαλα για τις σχέσεις μεταξύ πολιτικών, τεχνολογικών κολοσσών και πολυεθνικών.
Η εσωτερική έρευνα που η πρόεδρος Ρομπέρτα Μετσόλα ανήγγειλε για τη λειτουργία του Ευρωκοινοβούλιου έρχεται μάλλον κατόπιν εορτής. Το χτύπημα από τις αποκαλύψεις είναι γέρο για το κύρος των θεσμών. Το προηγούμενο διάστημα η Ευρώπη είχε σημαδευτεί από τις ενέργειες όσων κάνουν lobbying στις Βρυξέλλες, που είχαν εξαπλώσει τα δίκτυα τους σχεδόν σε όλες τις πρωτεύουσες της ηπείρου. Το διακύβευμα άλλωστε είναι μεγάλο, ενώ σε αυτά τα ζητήματα έχουν εμπλακεί πασίγνωστοι πολιτικοί.
Το σκάνδαλο με τις πρακτικές της εταιρίας μεταφορών της Uber που εκμεταλλευόταν τα περιθώρια της νομοθεσίας, αλλά και προσπαθούσε να στρέψει τις νομοθετικές αρχές υπέρ των στοχεύσεων της είναι χαρακτηριστικό. Η διαρροή εμπιστευτικών εγγράφων είχε πρόσφατα αποκαλύψει πως υφίστανται επαφές μέχρι και με τον Εμμανουέλ Μακρόν την περίοδο που θήτευε ως υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας.
Σύμφωνα με τις κατηγορίες, η πολυεθνική ασκούσε φορτικές πιέσεις στις κυβερνήσεις, ενώ προσπαθούσε να αποσπάσει φορολογικές εκπτώσεις, με τη μετακόμιση θυγατρικών της σε άλλες χώρες. Οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις πολυεθνικές εταιρείες, ουσιαστικά επέτρεπαν στις μεγάλες εταιρίες να πετυχαίνουν τους σκοπούς τους. Οι επαφές της Uber με τις θεσμικές αρχές αλλά και τους πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης τη διευκόλυναν σημαντικά, ώστε για παράδειγμα να παρουσιάζεται ως μία καινοτόμος εταιρία.
Οι τεχνολογικοί κολοσσοί «ανταγωνίζονταν» επί ίσοις όροις τις πολυεθνικές εταιρίες. Οι πιο διάσημες εταιρίες του καιρού, το Facebook, το Netflix, η Google, η Microsoft αλλά κι οι Amazon και η Apple πλήρωσαν δισεκατομμύρια δολάρια λιγότερα σε φόρους από όσα είχαν προβλέψει στις ετήσιες εκθέσεις τους. Η έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας το 2021 με τίτλο «Βαθιές τσέπες, ανοιχτές πόρτες» εξέθεσε τη λειτουργία τους προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς η αγορά της Ευρώπης, που ρυθμίζεται σε σημαντικό βαθμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε τον στόχο τους.
Βέβαια, στην περίπτωση ορισμένων πολιτικών το πέρασμα από την πολιτική στο επάγγελμα του λομπίστα ήταν άμεσο, όπως στην κατ’ εξοχήν περίπτωση Γερμανού πρώην καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ. Οι θέσεις που ανέλαβε σε εταιρίες προσκείμενες στη Ρωσία, έπειτα από τη καριέρα του στη γερμανική πολιτική σκηνή, ήρθαν στην επιφάνεια έπειτα από τη ρωσική εισβολή.
Η ακροδεξιά ανά την Ευρώπη έχει μακρύ ιστορικό χρηματοδότησης από το ρωσικό καθεστώς άλλωστε, όπως αναδείχθηκε στις πρόσφατες γαλλικές εκλογές, όπου τα δάνεια ρωσικών τραπεζών προς το κόμμα της Μαρίν Λε Πεν έγιναν θέμα συζήτησης. Ωστόσο, το Qatargate θέτει πλέον σοβαρά ερωτήματα της διείσδυσης των διαφόρων λόμπι στην καρδιά της Ευρώπης, εγείροντας ερωτήματα κατά πόσο αυτό συνδέεται άμεσα με τη διαφθορά πολιτικών, αξιωματούχων και εν τέλει θεσμών.