Η ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας ήταν παράδοση ιερή στις Ηνωμένες Πολιτείες, έως ότου ήρθε ο Ντόναλντ Τραμπ να την συνθλίψει. Ο υπόδικος πλέον Τραμπ όχι μόνο δεν ανακάλεσε ποτέ τα περί «κλεμμένης νίκης» το 2020, αλλά δεν υπάρχει και καμία εγγύηση ότι θα σεβαστεί την έκβαση των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου εφόσον δεν είναι εκείνος που θα επικρατήσει. Και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν θα έχει αυτή τη φορά έναν Μάικ Πενς να του φράξει το δρόμο της κατάλυσης της Δημοκρατίας.
Οι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές, γερουσιαστές και πρώην διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος που κάνουν «ουρά» για τη θέση του υποψήφιου αντιπροέδρου επιστρατεύουν μία… δημιουργική ασάφεια μπροστά στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης εάν θα αποδεχθούν τα αποτελέσματα της προεδρικής κάλπης.
Είτε αποφεύγουν να απαντήσουν μιλώντας περί «υποθετικών ερωτήσεων», όπως ο γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας Τιμ Σκοτ. Είτε συναρτούν την αποδοχή της εκλογικής έκβασης με το εάν θα είναι «ελεύθερη και δίκαιη» και «συνταγματική» η διαδικασία, όπως ο γερουσιαστής του Οχάιο Τζ.Ντ. Βανς και η βουλευτής της Νέας Υόρκης Ελίζ Στεφάνικ. Σε κάθε περίπτωση, δεν δεσμεύονται ρητά και κατηγορηματικά ότι θα αποδεχθούν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών αν χάσει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Οι υπεκφυγές των «μνηστήρων» είναι άλλη μία θλιβερή αποτύπωση της διάβρωσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επί εποχής Τραμπ και απόδειξη του πώς η άρνηση να αποδεχθεί την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν το 2020 έχει διαρρήξει ένα θεμέλιο της αμερικανικής Δημοκρατίας -ότι οι υποψήφιοι δεσμεύονται από το αποτέλεσμα.
Εάν οι πολιτικοί που διαγκωνίζονται για τη θέση του υποψήφιου αντιπροέδρου δεσμεύονταν καθαρά και δίχως αστερίσκους ότι θα αποδεχθούν το εκλογικό αποτέλεσμα, σαφώς δεν θα είχαν και καμία τύχη να επιλεγούν από τον Τραμπ που έχει υπαινιχθεί ακόμη και ένα Καπιτώλιο Νο. 2 εάν δεν νικήσει. «Αν δεν κερδίσουμε, ξέρετε, θα εξαρτηθεί», δήλωσε ο Τραμπ τον περασμένο μήνα όταν ρωτήθηκε από το περιοδικό Time για την προοπτική πολιτικής βίας. Εξαρτάται από το «αν όλα γίνουν έντιμα»...
Ο εμπρηστικός λόγος Τραμπ και τα περί πολιτικού διωγμού στα πρότυπα φασιστικών ή κομμουνιστικών καθεστώτων από «την πιο διεφθαρμένη στα χρονικά κυβέρνηση υπό τον Τζο Μπάιντεν και τους υποτελείς της» στο δικαστικό σώμα συνιστούν ακραία δημαγωγία από έναν τέως πρόεδρο που διεκδικεί την επανεκλογή του επιμένοντας έως και σήμερα στο αφήγημα ότι η νίκη Μπάιντεν το 2020 ήταν προϊόν νοθείας.
Το ίδιο πιστεύει ο «στρατός» των υποστηρικτών του, καθώς έχει καταφέρει να πείσει την ακλόνητη βάση των ψηφοφόρων του ότι κάθε δίωξη εις βάρος του είναι πολιτικά υποκινούμενη από ένα διεφθαρμένο πολιτικό-δικαστικό σύστημα, ένα βαθύ κράτος που κατά δήλωσή του θα επιστρέψει για να ξεριζώσει. Ο Τραμπ έχει επιστρέψει προ πολλού στη ρητορική που ξεσήκωσε τον όχλο στο Καπιτώλιο την μαύρη 6η Ιανουαρίου 2021, καταφεύγοντας πλέον συστηματικά και σε φασιστική φρασεολογία.
Όλα αυτά ενώ οι αποκαλούμενοι αρνητές των εκλογών, όσοι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αμφισβητούν την έκβαση των εκλογών του 2000, γίνονται πλέον κυρίαρχο ρεύμα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, και οι σύμμαχοι του Ντόναλντ Τραμπ γεμίζουν τα έδρανα του αμερικανικού Κογκρέσου. Όλο και μεγαλύτερος αριθμός Ρεπουμπλικανών βουλευτών και γερουσιαστών προσχωρεί στο αφήγημα του 2020 καθ’ οδόν προς την κάλπη, περιλαμβανομένων πολιτικών, και υποψήφιων αντιπροέδρων, που προ τετραετίας είχαν αρνηθεί να αντιταχθούν στη νίκη του Τζο Μπάιντεν.
Η Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατικών (DNC) ετοιμάζεται να περάσει στην αντεπίθεση επιδιώκοντας να καταδείξει πως σύσσωμοι οι υποψήφιοι αντιπρόεδροι του Τραμπ υποστηρίζουν μία «ultra-MAGA» πολιτική ατζέντα, τόσο όσον αφορά την άρνηση των εκλογών του 2020, όσο και ως προς τις αμβλώσεις και τα προγράμματα υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικής ασφάλισης. Σε συντονισμό με το επιτελείο της εκστρατείας Μπάιντεν, η DNC σχεδιάζει επικοινωνιακή «επίθεση» για να προβάλλει τις θέσεις των υποψηφίων αντιπροέδρων και να χρησιμοποιήσει τα δικά τους λόγια εναντίον τους για να αποδείξει ότι στο σύνολό τους είναι ακραίοι, σύμφωνα με πηγές της Επιτροπής στο Axios.
Ήδη από τα πρώτα στάδια της προεκλογικής εκστρατείας ο Τζο Μπάιντεν είχε θέσει ως στόχο να επεκτείνει τα «πυρά» του του πέρα από τον Ντόναλντ Τραμπ και να στοχεύσει το κίνημα MAGA.
Ως προς την εικόνα που επικρατεί στο Κογκρέσο, έκθεση που δημοσιεύτηκε εντός της εβδομάδας από την States United Action, ομάδα που καταγράφει τους αρνητές των εκλογών, αναφέρει ότι σχεδόν το ένα τρίτο των μελών του -170 βουλευτές και γερουσιαστές σε σύνολο 535- έχει υποστηρίξει με κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό την απόπειρα του Ντόναλντ Τραμπ να ανατρέψει τα αποτελέσματα του 2020 ή έχει αμφισβητήσει την αξιοπιστία των εκλογών. Τα ευρήματα είναι εξαιρετικά ανησυχητικά και πραγματικός ο κίνδυνος να ανέλθουν στην εξουσία πρόσωπα που έχουν δείξει ότι δεν είναι πρόθυμα να σεβαστούν τη βούληση του λαού, αναφέρει η Λίζι Άλμερ της States United Action στο πρακτορείο Associated Press.
Η έκθεση ορίζει τους αρνητές των εκλογών ως άτομα που ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι ο Τραμπ κέρδισε το 2020, διέδωσαν παραπληροφόρηση σχετικά με τις εκλογές, έκαναν κινήσεις προς ανατροπή της έκβασης ή αρνήθηκαν να παραδεχτούν την ήττα τους σε παράλληλες αναμετρήσεις.