Στην εκτίμηση ότι ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χάνει την υποστήριξη κρίσιμων ομάδων ψηφοφόρων όπως οι νέοι συντηρητικών απόψεων και οι εθνικιστές της ακροδεξιάς, κάτι που ενδεχομένως θα σημάνει περισσότερη καταπίεση στο εσωτερικό και επιθετικές ενέργειες στο εξωτερικό, προβαίνει η γνωστή δεξαμενή σκέψης Center For American Progress (CAP).
Σε μια μακροσκελή ανάλυση, την οποία επιμελείται ο Μαξ Χόφμαν, αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος Εθνικής Ασφάλειας τονίζεται ότι το σημαντικότερο μέλημα για τον Τούρκο Πρόεδρο είναι η "ασφάλεια του καθεστώτος" και "η φιλοδοξία του να αναδείξει την Τουρκία σε παγκόσμιο παίκτη υπό τη διακυβέρνησή του".
Η έκθεση αναλύει πώς βασικές ομάδες ψηφοφόρων του Ερντογάν είναι απογοητευμένες με τις επιδόσεις της διακυβέρνησής του. Για παράδειγμα η εξοικειωμένη στις διαδικτυακή πληροφόρηση νέα γενιά, που έχει απογοητευτεί από τις προσπάθειες του AKP να βάλει φίμωτρο στα social media, ενώ μέχρι στιγμής έχει μπλοκάρει πάνω από 400.000 ιστότοπους στην Τουρκία.
Οι αλλαγές στο μιντιακό τοπίο έχουν κάνει ένα 70% των Τούρκων (94% μεταξύ των υποστηρικτών της αντιπολίτευσης) να μην εμπιστεύονται τα παραδοσιακά Μέσα. Παρακολουθούν λοιπόν ολοένα και λιγότερο ειδησεογραφικά προγράμματα και όλο και περισσότερο ψυχαγωγικά προγράμματα. Η Τουρκία έχει γίνει μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς τηλεοπτικής μυθοπλασίας παγκοσμίως.
Πέντε εκατομμύρια νέοι ψηφοφόροι αναμένεται να ψηφίσουν στις επόμενες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του 2023 στην Τουρκία, λόγος για τον οποίο η γενιά ηλικίας 18-29 είναι η μεγαλύτερη ομάδα ψηφοφόρων και μήλον της έριδος στην εσωτερική πολιτική σκηνή στη γείτονα. Ένας από τους βασικούς λόγους που οι νέοι της συντηρητικής δεξιάς στρέφουν την πλάτη στον Ερντογάν είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία. Με την ανεργία στις τάξεις των νέων να κυμαίνεται γύρω στο 25% οι προοπτικές για το μέλλον διαγράφονται δυσοίωνες για την τουρκική νεολαία. Τον περασμένο χρόνο περίπου 2,5 εκατ. Τούρκοι έχασαν τις δουλειές τους την ώρα που η κεντρική τράπεζα της χώρας προσπαθεί απεγνωσμένα να συγκρατήσει τον κατήφορο της τουρκικής λίρας. Και σ’ αυτό έρχεται να προστεθεί η "γενικευμένη οργή για την προσφυγική κρίση, για την παρουσία Σύρων προσφύγων σε μεγαλουπόλεις, που εντείνουν την οικονομική ανησυχία μεταξύ των Τούρκων που πασχίζουν να επιβιώσουν και το φόβο ότι απειλείται η παραδοσιακή τουρκική κουλτούρα".
Aλλά και οι αμφιλεγόμενες κινήσεις του Ερντογάν, όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, ερμηνεύονται κυρίως ως προσπάθειες ενίσχυσης της δημοτικότητάς του στις τάξεις των συντηρητικών μουσουλμάνων ψηφοφόρων.
Σύμφωνα με τον Μαξ Χόφμαν η δυναμική που εμφάνιζε κατά τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης της Τουρκίας το AKP έχει χαθεί στο μεγαλύτερο μέρος της καθώς οι Τούρκοι έχουν συνηθίσει πλέον στις παρεχόμενες από την κυβέρνηση υπηρεσίες και στρέφουν πλέον την προσοχή τους στην προνομιακή μεταχείριση ανθρώπων του κόμματος του Ερντογάν και τις δυσκολίες εξεύρεσης εργασίας, που είναι εφικτή μόνον για εκείνους που έχουν κάποιο "μέσο" στο κυβερνών κόμμα.
Σύμφωνα με πρόσφατη σφυγμομέτρηση του τουρκικού ινστιτούτου SODEV, το 70% των ερωτηθέντων -απ’ όλο το πολιτικό φάσμα – θεωρούν ότι οι ταλαντούχοι νέοι Τούρκοι αδυνατούν να ανελιχθούν επαγγελματικά στη χώρα τους χωρίς τις κατάλληλες "πολιτικές διασυνδέσεις", κάτι μπορεί να απειλήσει την παραμονή του Ερντογάν στην εξουσία.
Η δυναμική πορεία πριν από χρόνια της τουρκικής οικονομίας και η ευημερία αποτελούσαν πηγή περηφάνιας για τους Τούρκους, αλλά οι χειρισμοί της κυβέρνησης στην οικονομία έχουν προκαλέσει βαθιά απογοήτευση στους ψηφοφόρους.
Πρόσφατη δημοσκόπηση της εταιρείας ΜetroPoll κατέγραψε πτώση της δημοτικότητας του κυβερνώντος κόμματος στο 30% το τελευταίο εξάμηνο και παράλληλη αύξηση στο 10% των ψηφοφόρων που δηλώνουν αναποφάσιστοι. Την ίδια ώρα υποστηρικτές του Ερντογάν αντλούν και τα κόμματα δύο πρώην συνεργατών του, του Αχμέτ Νταβούτογλου και του Αλί Μπαμπατζάν. Τα δύο κόμματα, που αποσχίστηκαν από το AKP βρίσκουν απήχηση στην τουρκική δεξιά και κεντροδεξιά και υπενθυμίζουν ότι "μεγάλα τμήματα της τουρκικής κοινής γνώμης δεν συμμερίζονται αυτή την επιθετική τακτική" σημειώνεται.
"Ακόμη κι αν προσελκύσουν μικρό σχετικά αριθμό συντηρητικών, τα δύο κόμματα μπορεί να ανοίξουν τον δρόμο για δημάρχους της κεμαλικής αντιπολίτευσης".
Το CAP διαπιστώνει, βάσει πανεθνικών δημοσκοπήσεων που διεξήχθησαν στην Τουρκία από τον Οκτώβριο του 2019 μέχρι τον περασμένο Απρίλιο, ότι το ποσοστό των ψηφοφόρων του AKP που δηλώνουν αφοσιωμένοι στον Ερντογάν έχει υποχωρήσει κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες, στο 66%, ενώ οι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος που θα ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν έναν άλλο ηγέτη αυξήθηκαν από το 21% στο 37%.
Παράλληλα όπως σημειώνει το Center for American Progress, ο Σουλεϊμάν Σοϊλού εμφανίζεται να προηγείται μεταξύ των πιθανών διαδόχων του Ερντογάν, και μάλιστα με σχετική διαφορά.
"Υπό το φάσμα μιας αμφίρροπης εκστρατείας επανεκλογής ο Ερντογάν είναι θα συνεχίσει να υποδαυλίζει τον εθνικισμό μέσω της καταπίεσης των Κούρδων στο εσωτερικό", αναφέρει η έκθεση. Μετά τις εκλογές της 23ης Ιουνίου του 2015, όταν το AKP έχασε την αυτοδυναμία στη Βουλή, το κουρδικό ζήτημα αναζωπυρώθηκε, στελέχη της αντιπολίτευσης περιθωριοποιήθηκαν κι έτσι το κόμμα του Ερντογάν ανέκτησε την πλειοψηφία την 1η Νοεμβρίου.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, αυτές οι τάσεις και τα ερωτήματα χρειάζονται κρίσιμες στρατηγικές εκτιμήσεις. Προς το παρόν, είναι πολύ αβέβαιο ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να κερδίσει ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Εάν καταφύγει σε εκλογική νοθεία οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα αποδεχθούν και θα δεχτούν το τέλος της τουρκικής δημοκρατίας ή θα υποβαθμίσουν σοβαρά τις σχέσεις με μια κρίσιμη περιφερειακή δύναμη; Πώς θα ανταποκριθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση εάν ο Ερντογάν προκαλέσει σύγκρουση με την Ελλάδα ή την Κύπρο - και τα δύο κράτη μέλη της ΕΕ - για να συσπειρώσει το έθνος;
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σταθμίσουν πόσο μπορούν να υποστηρίξουν την Τουρκία στη Συρία ή τη Λιβύη, ιδίως εάν οι ενέργειές τους καθοδηγούνται από τις πολιτικές απαιτήσεις ενός ηγέτη με αμφίβολα δημοκρατικά διαπιστευτήρια.
Οι στρατιωτικές ενέργειες της Τουρκίας στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη τα τελευταία χρόνια "σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμίστηκαν με το εκλογικό καλεντάρι. Είναι πιθανό ο Τούρκος ηγέτης να επισπεύσει μια κρίση σε ένα απ’ αυτά τα μέτωπα ενόψει μιας αμφίρροπης εκλογικής αναμέτρησης ενδίδοντας στην εχθρότητα της εθνικιστικής δεξιάς έναντι ξένων χωρών".
Παράλληλα υπάρχουν και τα μακροχρόνια ζητήματα της πρόσβασης των ΗΠΑ στην αεροπορική βάση Ιντσιρλίκ - και η ασφάλεια των πυρηνικών όπλων που στεγάζονται εκεί - παραμένουν επιτακτικής σημασίας, ιδίως δεδομένης της πιθανότητας περαιτέρω πολιτικών αναταραχών στην Τουρκία.
Εν τω μεταξύ, για το ΝΑΤΟ, η Τουρκία βρίσκεται απέναντι από το συμμαχικό μέλος της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο και αντιτίθεται στη Γαλλία στη Λιβύη. Η κλιμάκωση και στις δύο πλευρές θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη συνοχή και την αξιοπιστία της συμμαχίας. Πράγματι, η Γαλλία ανέστειλε τη συμμετοχή σε μια ναυτική επιχείρηση του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο μετά από ένα περιστατικό μεταξύ γαλλικού και τουρκικού πολεμικού πλοίου.
Αν η αντιπολίτευση κερδίσει τις εκλογές το 2023, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση μπορεί να βελτιωθούν, αφού η νέα κυβέρνηση θα έχει "λιγότερους λόγους να υποδαυλίζει τα αντιδυτικά αισθήματα ή να προκαλεί ρήξεις πολιτικής με τις ΗΠΑ" σημειώνει η έκθεση του CAP.