Λιβυκές δυνάμεις ασφαλείας σε περιπολία στην Τρίπολη, Αύγουστος 2023
Ένα βήμα πριν από νέα ανάφλεξη η Λιβύη;
AP Photo/Yousef Murad (Φωτογραφία αρχείου)
AP Photo/Yousef Murad (Φωτογραφία αρχείου)
Λιβυκές δυνάμεις ασφαλείας σε περιπολία στην Τρίπολη, Αύγουστος 2023

Ένα βήμα πριν από νέα ανάφλεξη η Λιβύη;

Σε κατάρρευση κινδυνεύει να οδηγηθεί η εύθραυστη εκεχειρία στη Λιβύη μεταξύ της κυβέρνησης της Τρίπολης υπό τον Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά και του εδρεύοντος στα ανατολικά Κοινοβουλίου με στόχο τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία διαχειρίζεται τα έσοδα από τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας και αποτελούσε μέχρι σήμερα τον μοναδικό κρατικό θεσμό που κατόρθωνε να ισορροπεί μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι.

Η πάλη για τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας και οι ταυτόχρονοι ελιγμοί στα σύνορα με την Αλγερία των στρατευμάτων του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, που ελέγχει στρατιωτικά την ανατολική Λιβύη, προκαλούν διεθνή ανησυχία, ενώ το νέο πολιτικο-στρατιωτικό αδιέξοδο δημιουργεί κινδύνους να οδηγηθεί η Λιβύη σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων, οι οποίες «πάγωσαν» μετά την κατάπαυση του πυρός του 2020.

Το τριμελές Προεδρικό Συμβούλιο στην πρωτεύουσα Τρίπολη, σύμμαχος της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του πρωθυπουργού Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά, που ελέγχει το δυτικό τμήμα της χώρας, απομάκρυνε την περασμένη εβδομάδα από τα καθήκοντά του τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, Σαντίκ αλ Καμπίρ. Στη θέση του διόρισε τον Μοχάμεντ Αμπντούλ Σαλάμ αλ-Σούκρι, οικονομολόγο και πρώην υποδιοικητή της τράπεζας.

Η Κεντρική Τράπεζα της Λιβύης είναι ο βασικός θεσμός που εγγυάται τη χρηματοπιστωτική και οικονομική σταθερότητα της χώρας και μια διαμάχη για τον έλεγχό της ενέχει σοβαρές πολιτικές και οικονομικές συνέπειες. «Πολλές δυνάμεις, τόσο στο εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό, επιδιώκουν να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων της τράπεζας και να ελέγξουν τη διοίκησή της, γεγονός που καθιστά το έργο της ηγεσίας της ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και ευαίσθητο πολιτικό ζήτημα» δήλωσε ο Ακίλα Σάλεχ, πρόεδρος της λιβυκής Βουλής των Αντιπροσώπων με έδρα το Τομπρούκ.

Ο Αλ-Καμπίρ βρισκόταν στο «τιμόνι» της Κεντρικής Τράπεζας από τον Οκτώβριο του 2011, τη χρονιά που η Λιβύη βυθίστηκε στο χάος, μετά την εξέγερση που υποστηρίχθηκε από τη Δύση και ανέτρεψε το καθεστώς του συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι, ο οποίος κυβερνούσε με ένα μείγμα σιδηράς πυγμής και κοινωνικής πολιτικής την οποία χρηματοδοτούσαν τα έσοδα από τον φυσικό πλούτο της χώρας. Κατά τη διάρκεια της παντοδυναμίας του στην Κεντρική Τράπεζα, ο Σαντίκ Αλ-Καμπίρ συσσώρευσε σημαντική επιρροή και εξουσία, ενώ δέχθηκε σφοδρή κριτική για τον τρόπο κατανομής των χρημάτων από το πετρέλαιο της Λιβύης. 

Ντμπεϊμπά και Αλ-Καμπίρ, οι οποίοι κάποτε υπήρξαν σύμμαχοι, ήρθαν σε ρήξη πέρυσι, όταν ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας άρχισε να κατηγορεί τον πρωθυπουργό για διαφθορά και σπατάλη. Αναλυτές, που επικαλούνται οι New York Times, υποστηρίζουν ότι ο Αλ-Καμπίρ ανησυχούσε για τη δική του πολιτική επιβίωση, καθώς ήταν πλέον σαφές ότι ο Ντμπεϊμπά επιθυμούσε να τον αντικαταστήσει. Ο κεντρικός τραπεζίτης χρειάστηκε νέους συμμάχους και φαίνεται τώρα να ευθυγραμμίζεται με τις παρατάξεις στην ανατολική Λιβύη. Τις τελευταίες εβδομάδες, ένοπλες ομάδες που συνδέονται με αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις αναπτύχθηκαν γύρω από την έδρα της Κεντρικής Τράπεζας στην πρωτεύουσα Τρίπολη, δημιουργώντας υποψίες ότι ο Ντμπεϊμπά και οι σύμμαχοί του θα επιχειρούσαν να την καταλάβουν με τη βία.

Της απομάκρυνσης του διοικητή από το Προεδρικό Συμβούλιο, είχε προηγηθεί η ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας ότι διακόπτει τις εργασίες της, παραλύοντας το τραπεζικό σύστημα της χώρας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απαγωγή από αγνώστους του διευθυντή Πληροφορικής της τράπεζας, Μουσάμπ Μουσλάμ, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος λίγες ώρες αργότερα. Η Κεντρική Τράπεζα επαναλειτούργησε, αγνοώντας την απόφαση του Προεδρικού Συμβουλίου για απόλυση του διοικητή της, και την Τρίτη η κυβέρνηση έστειλε αντιπροσωπεία αξιωματούχων στην τράπεζα για να ζητήσει από τον Αλ-Καμπίρ να παραιτηθεί. Εκείνος απάντησε ότι δεν είναι υπόλογος στην κυβέρνηση Ντμπεϊμπά, αλλά στο Κοινοβούλιο, στην ανατολική Λιβύη.

Παράλληλα με την εξέλιξη αυτή, τις τελευταίες εβδομάδες, ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός, υπό την ηγεσία του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, που ελέγχει την ανατολική Λιβύη έχει επεκτείνει τη δράση του στα νοτιοδυτικά της χώρας με μία σειρά ελιγμών και περιπολιών, κατά παράβαση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός του 2020, σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας τόσο για τη μετανάστευση, όσο και για τις ροές υδρογονανθράκων, προκαλώντας ανησυχία και στη γειτονική Αλγερία.

Οι δυνάμεις του Χαφτάρ διαβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται για αποσταθεροποιητικές ενέργειες. Ο Σαντάμ Χαφτάρ, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Μπελκασέμ παίζει ολοένα και πιο ενεργό ρόλο στη θέση του 80χρονου πατέρα τους Χαλίφα, υποστηρίζει ότι οι στρατιωτικές κινήσεις του Λιβυκού Εθνικού Στρατού στα δυτικά αποσκοπούν αποκλειστικά στην «προστασία των συνόρων και την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας». Την ίδια ώρα οι δυνάμεις του Χαφτάρ συμμετέχουν και σε επιχειρήσεις, στα νότια και νοτιοανατολικά σύνορα με το Τσαντ και τον Νίγηρα, σε μια περιοχή εξόρυξης χρυσού και λαθρεμπορίου.

Η απεσταλμένη του ΟΗΕ για τη Λιβύη, Στέφανι Χούρι, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας για την τεταμένη κατάσταση στη χώρα. Όπως είπε, «οι μονομερείς ενέργειες των πολιτικών, στρατιωτικών και πολιτικών παραγόντων ασφαλείας της Λιβύης αύξησαν την ένταση, εδραίωσαν περαιτέρω τις θεσμικές και πολιτικές διαιρέσεις και περιέπλεξαν τις προσπάθειες για μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων». 

Τον περασμένο Απρίλιο, ο προκάτοχός της Αμπντουλαγέ Μπαθιλί, προτού παραιτηθεί, είχε καταγγείλει τους «Λίβυους κλεπτοκράτες» που τα τελευταία χρόνια βρήκαν τρόπους να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι την κυβερνητική κρίση και επισήμανε επιπλέον ότι η δράση τους έχει την ενεργό υποστήριξη και συνενοχή εξωτερικών κρατικών παραγόντων

Η Κατερίνα Ρογκέρο, ερευνήτρια του Ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Πολιτικών Μελετών (ISPI), διαπιστώνει δύο βασικά προβλήματα που ταλανίζουν τους πληθυσμούς των δύο περιοχών της Λιβύης και τα οποία έχουν οξυνθεί σε αυτή την τετραετία: Το υψηλό ποσοστό διαφθοράς και η στρατιωτικοποίηση της επικράτειας. «Δύο παράγοντες που έχουν μετατρέψει τη Λιβύη σε ένα κράτος-μαφία, στο οποίο κυριαρχούν πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ που ακολουθούν μόνο τα δικά τους συμφέροντα, χωρίς να έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για την επίτευξη συμφωνίας», όπως δήλωσε λίγους μήνες νωρίτερα και ο Μπαθιλί πριν αποσυρθεί.

«Η κατάσταση σχετικής ηρεμίας στη Λιβύη τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν θα πρέπει να υποδηλώνει τη σταδιακή επίτευξη οριστικής ειρήνης για τη χώρα. Παρά την απουσία σημαντικών συγκρούσεων μεταξύ των δυτικών και των ανατολικών περιοχών της χώρας, μετά την κατάπαυση του πυρός το 2020, καμία πλευρά δεν μπορεί να πει ότι έχει επιλύσει το πρόβλημα, ούτε η πολυπόθητη επανένωση της χώρας είναι κοντά» δηλώνει η Ρογκέρο, τονίζοντας επιπλέον ότι δεν πρέπει να υποτιμηθεί σε αυτό το πλαίσιο και η αυξημένη παρουσία των περίπου 1.800 και πλέον Ρώσων μισθοφόρων στην Κυρηναϊκή προς υποστήριξη του Χαλίφα Χαφτάρ. 

Καταληκτικά, όλες αυτές οι εξελίξεις δεν αποκλείεται να αποτελέσουν την απαρχή μιας νέας κλιμάκωσης προς έναν νέο γύρο του εμφύλιου πολέμου, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν έχει λήξει ποτέ.