Του Γιάννη Κουτσομύτη
Η για κάποιους αναμενόμενη απόφαση της Μέρκελ να μην διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος στο συνέδριο του κόμματος στις 7 & 8 Δεκεμβρίου σηματοδοτεί τη μερική αποστρατεία μιας Ευρωπαίας ηγέτιδας, η οποία παρ' όλες τις επιμέρους κριτικές και αντιρρήσεις που μπορεί εύλογα να εκφράσει κάποιος για τη στάση της στα ζοφερά χρόνια της κρίσης της Ευρωζώνης, είναι μια προσωπικότητα που πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία της Ευρώπης να εξέλθει με τις μικρότερες δυνατόν απώλειες από τη μεγαλύτερη χρηματοοικονομική κρίση που αντιμετώπισε η Γηραιά Ήπειρος μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Άνγκελα Μέρκελ είχε, και σε μεγάλο βαθμό έχει ακόμη, την ικανότητα να γεφυρώνει με ικανοποιητικό, και κάποιες φορές με θαυμαστό τρόπο τις εγγενείς αντιθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρώτο και πλέον άμεσο ζήτημα προς επίλυση είναι το Brexit, με τα χρονικά περιθώρια πλέον για ομαλή έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ να έχουν στενέψει επικίνδυνα και με το φάσμα της ασύντακτης εξόδου να προκαλεί σοβαρή οικονομική αστάθεια στις αγορές και να φρενάρει πολλές επενδύσεις στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Μέχρι το αργότερο τα μέσα Δεκεμβρίου πρέπει να έχει βρεθεί κοινός τόπος με την κυβέρνηση της Βρετανίας για να αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη κατάσταση που θα βλάψει βαρύτατα την ευρωπαϊκή οικονομία και να στοιχίσει πολλές θέσεις εργασίας.
Εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι η επίλυση του προσφυγικού και μεταναστευτικού προβλήματος στην ΕΕ, το οποίο έχει υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και έχει δημιουργήσει τις πολιτικές συνθήκες για εκλογικό ρεύμα της Ακροδεξιάς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Σε μείζον πολιτικό ζήτημα έχει εξελιχθεί και το θέμα του προϋπολογισμού της Ιταλίας, με τη λαϊκιστική κυβέρνηση των Ντι Μάιο και Σαλβίνι να μην δέχεται με αποδεχθεί τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για μια σύγκρουση που ενδέχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία συνολικά της Ευρωζώνης αλλά και να οδηγήσει την Ιταλίας σε μια γιγαντιαία κρίση χρέους, την οποία η Ευρώπη δεν θα έχει ούτε τα μέσα αλλά ούτε και την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει.
Παράλληλα πρέπει να βρεθεί μια ικανοποιητική φόρμουλα για να κλείσει η εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ και να αποφευχθεί ένας βλαπτικός εμπορικός πόλεμος, που και αυτός μπορεί να στοιχίσει σημαντική οικονομική επιβράδυνση και χιλιάδες θέσεις εργασίας. Και σε γεωπολιτικό επίπεδο όμως οι κίνδυνοι είναι άμεσοι: οι ΗΠΑ θέλουν να αποχωρήσουν από τη συμφωνία των μεσαίου βεληνεκούς πυρηνικών όπλων με τη Ρωσία, με κίνδυνο η Ευρώπη να αποτελέσει ξανά ένα πεδίο πυρηνικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Και όλα αυτά την ώρα που στην Ευρώπη οι λαϊκίστικές οι ακροδεξιές και οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις κερδίζουν συνεχώς έδαφος αφού στηρίζονται ακριβώς στα προβλήματα που δεν έχουν λυθεί, στην κόπωση των ευρωπαίων και κυρίως στο γεγονός πως έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν σε όλους αυτά που επιθυμούν σε επίπεδο υποσχέσεων.
Σε λιγότερο από οκτώ μήνες θα διεξαχθούν οι ευρωπαϊκές εκλογές, με τον υπαρκτό κίνδυνο να αποτελέσουν οι ακροδεξιές και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις τη δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τις έως τώρα δημοσκοπήσεις, το δεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα αναμένεται να υποστεί σοβαρές απώλειες αλλά να διατηρήσει την πρώτη θέση του σε έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο με περίπου 170-180 έδρες από τις 219 που έχει σήμερα. Για τη δεύτερη θέση φαίνεται ότι θα δοθεί μάχη ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες που θα υποστούν σημαντικές απώλειες και ενδέχεται να πέσουν κάτω και από τις 120 έδρες από τις 188 που έχουν σήμερα και τη διαφαινόμενη σύμπραξη Φιλελευθέρων του ALDE και του κινήματος En Marche του Εμμανουέλ Μακρόν που ενδέχεται να ξεπεράσουν τις 110 έδρες. Πολύ κοντά όμως φαίνεται ότι θα είναι και οι δυνάμεις της λαϊκιστικής Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, ιδίως αν καταφέρουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Τα σοβαρά αυτά προβλήματα και οι πολιτικές δοκιμασίες απαιτούν ένα σοβαρό επίπεδο σύμπνοιας και ομοψυχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά τα επιμέρους εθνικά προβλήματα και εσωτερικές πολιτικές διενέξεις υπονομεύουν εκ προοιμίου αυτήν την προσπάθεια. η Μέρκελ είναι πλέον αποδυναμωμένη, ο Μακρόν βάλλεται από δύο μέτωπα, την ακροδεξιά Λε Πεν και τον ακραίο αριστερό Μελανσόν, η Ιταλία είναι σχεδόν απέναντι, η Σουηδία δεν έχει κυβέρνηση, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία είναι σε σύγκρουση με την ΕΕ για ζητήματα κράτους δικαίου και ο μόνος πόλος σταθερότητας μοιάζει να είναι η Ισπανία και η Πορτογαλία που έχουν όμως κυβερνήσεις που εξαρτώνται από αριστερά κόμματα που θέλουν και αυτά υπονόμευση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Με όλα αυτά τα βαριά προβλήματα να βρίσκονται μπροστά μας, είναι σίγουρο ότι θα χρειαστούμε τη βοήθεια του θεού της Ευρώπης για να τα φέρουμε αισίως σε πέρας.